Ο κύριος με το κοστούμι και τις χαρούμενες γραβάτες που κυκλοφορούσε ανάμεσα στους επισκέπτες του Μουσείου Ακρόπολης και είχε πάντα χρόνο σε μια από τις πολλές βόλτες του στις αίθουσες να ακούσει τα σχόλια των επισκεπτών και να μιλήσει μαζί τους χωρίς να αποκαλύπτει την ταυτότητά του, ο πρόεδρος του Μουσείου Ακρόπολης, ένας από τους πιο σημαντικούς αρχαιολόγους της εποχής μας, ο Δημήτρης Παντερμαλής, ο άνθρωπος που βρέθηκε στο τιμόνι του μουσείου από την πρώτη μέρα της θεμελίωσής του, πέθανε σε ηλικία 81 ετών.
Από το Μάιο του 2000 ήταν πρόεδρος του οργανισμού που κατασκεύασε το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Από τον Μάιο του 2009 ο καθηγητής Δημήτρης Παντερμαλής ήταν πρόεδρος του Μουσείου της Ακρόπολης, ιδιότητα με την οποία τον αναγνωρίζει και το ευρύ κοινό. Εθνικό κεφάλαιο για τη χώρα μας εδώ και δεκαετίες, όχι μόνον προώθησε αλλά ερεύνησε με το ίδιο σθένος, με σοβαρότητα, αγάπη και μεράκι την πολιτισμική κληρονομιά μας στο εσωτερικό αλλά και σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Με τον Δημήτρη Παντερμαλή, έναν επιστήμονα ανήσυχο, επίμονο, ανοιχτό στις προκλήσεις της επόμενης μέρας, το μουσείο όχι μόνο κατάφερε να προσελκύσει εκατομμύρια επισκέπτες στην περίοδο της λειτουργίας του, να αποσπάσει διεθνή βραβεία και να βρεθεί σε διεθνείς αξιολογήσεις σταθερά ανάμεσα στα πέντε πιο δημοφιλή αρχαιολογικά μουσεία και τα εικοσιπέντε πιο δημοφιλή παγκοσμίως, αλλά να γίνει ένα μουσείο αγαπητό, δημοφιλές στους κατοίκους της Αθήνας και τους επισκέπτες από όλο τον κόσμο, ένα μουσείο συνδεδεμένο σε κάθε επίπεδο με τη ζωή της πόλης.
Η άποψή του ότι το μουσείο αυτό δεν χαρακτηρίζεται από την ανείπωτη ηρεμία, αλλά είναι ένα μουσείο ζωντανό, ένα μουσείο γεμάτο κόσμο, τον έκανε να φροντίσει τη μαζική επισκεψιμότητά του, τον κινητοποίησε να το κάνει το πιο δημοφιλές ανάμεσα στα ελληνικά μουσεία. «Η αντίληψή μας είναι ότι στο μουσείο δεν έρχεται κανείς για να κάνει διαλογισμό, έρχεται για να συνομιλήσει με αυτά που βλέπει», έλεγε.
Γυρίζω μέσα στο μουσείο, ακούω τι λέει ο κόσμος και μου μιλούν. Τις πιο πολλές φορές με συναισθηματικές εκρήξεις. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι, οι οποίοι είναι πιο προσγειωμένοι, που έχουν πιο σύνθετες ερωτήσεις και κάνουν ωραίες παρατηρήσεις.
Ο Δημήτρης Παντερμαλής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1940. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία και κατόπιν Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στην Κλασική Αρχαιολογία στο Freibourg της Γερμανίας, όπου έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1968.
Τον επόμενο χρόνο, με απόφαση της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, διορίστηκε στη θέση του επιμελητή του Μουσείου Εκμαγείων. Αργότερα, εξελέγη επίκουρος καθηγητής και, το 1979, καθηγητής της Κλασικής Αρχαιολογίας. Δίδαξε μαθήματα αρχαίας αρχιτεκτονικής, γλυπτικής, ζωγραφικής και επιγραφικής. Διετέλεσε πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής και ήταν πρόεδρος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Ήταν τακτικό μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας των Αθηνών και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου.
Το σπουδαίο διδακτικό του έργο ξεκίνησε το 1966 στη Γερμανία όπου με εντολή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Freibourg δίδαξε σε ξένους φοιτητές τρία χρόνια ελληνική γλώσσα και πολιτισμό. Διοργάνωσε μαζί με συναδέλφους του πολλές αρχαιολογικές εκδρομές των φοιτητών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και πραγματοποίησε μαθήματα μπροστά στα αντικείμενα της έρευνας σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους.
Είχε πάρει μέρος με ανακοινώσεις του σε πολλά επιστημονικά συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει κάνει τον γύρο του κόσμου παραδίδοντας ομιλίες και σεμινάρια σε ξένα πανεπιστήμια, ερευνητικά ινστιτούτα και μουσεία: στο Βερολίνο, στο Μόναχο, στο Freibourg, στην Ιένα, στο Αμβούργο, στη Φρανκφούρτη, στη Βόννη, στην Κολωνία, στο Marburg, στη Χαϊδελβέργη, στο Göttingen, στην Karlsruhe, στη Ρώμη, στη Φλωρεντία, στο Lecce, στο Παλέρμο, στην Πάδοβα, στο Λουξεμβούργο, στις Βρυξέλλες, στο Λονδίνο, στο Δουβλίνο, στο Τορόντο, στο Μόντρεαλ, στην Οτάβα, στο Γέιλ, στο Πρίνστον, στην Ουάσινγκτον, στο Σικάγο, στο Σαν Φρανσίσκο, στο Λος Άντζελες, στο Μπέρκλεϊ, στο Σαν Ντιέγο, στη Μελβούρνη, στο Σίδνεϊ, στην Αδελαΐδα, στην Καμπέρα και στο Κάιρο.
Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονταν στον χώρο της αρχαίας γλυπτικής και αρχιτεκτονικής όπου αναφέρονταν και οι περισσότερες δημοσιεύσεις του.
Από το 1973 υπήρξε διευθυντής των αρχαιολογικών ανασκαφών του πανεπιστημίου στο αρχαίο Δίον, θρησκευτικό κέντρο των αρχαίων Μακεδόνων, στην περιοχή του Μακεδονικού Ολύμπου (Πιερία) και πραγματοποίησε προγράμματα μετατροπής του χώρου των ανασκαφών σε μεγάλο αρχαιολογικό πάρκο, εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο συστηματικών ανασκαφών, οι οποίες έκαναν γνωστή την ιστορία του Δίου και στο εξωτερικό και ανέσυραν από τη λήθη την αρχαία πόλη.
Ανέσκαψε μεγάλα τμήματα του αρχαίου οικισμού και των ιερών έξω από τα τείχη της πόλης όσο και στην έρευνα της αρχαίας λατρείας, που είχε ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη του ιερού του Ολυμπίου Διός, καθώς επίσης κι αυτών της Δήμητρας, της Ίσιδος και του Διός Υψίστου, όλα τους στην περιοχή νοτίως του τειχισμένου οικισμού. Ανέδειξε το Δίον ως έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, με πλήθος κινητών ευρημάτων που εκτίθενται στο τοπικό μουσείο. Αξιόλογα εκθέματα αποτελούν τα γλυπτά που κοσμούν σήμερα το μουσείο και ιδιαίτερο έκθεμα η ύδραυλις, αρχαίο μουσικό όργανο και σπανιότατο αρχαιολογικό εύρημα.
«Εμένα μου αρέσει το μουσείο μόνο γεμάτο. Δεν πιστεύω στην αντίληψη του 19ου αιώνα "το μουσείο και εγώ". Είναι παλαιού τύπου αυτή η αντίληψη. Γυρίζω μέσα στο μουσείο, ακούω τι λέει ο κόσμος και μου μιλούν. Τις πιο πολλές φορές με συναισθηματικές εκρήξεις. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι, οι οποίοι είναι πιο προσγειωμένοι, που έχουν πιο σύνθετες ερωτήσεις και κάνουν ωραίες παρατηρήσεις. Ας πούμε, παρότι φαίνεται πολύ απλοϊκό, με ενδιαφέρει που ρωτούν πράγματα τεχνικά για το πώς έκαναν μια γλυφή, για παράδειγμα, και μετά τους εξηγείς ότι υπήρχαν ειδικές ξύστρες» έλεγε.
Μιλώντας για το Δίον έλεγε: «Πήγα το 1970 και έφυγα το 2000 και μετά συνέχιζα κάθε καλοκαίρι. Έχω μαζέψει πενήντα χρόνια εκεί. Στο Δίον ζω μερικούς μήνες του χρόνου, είναι το χωριό μου, το βασικό μου σπίτι. Είναι άλλα τα μεγέθη, από αυτά μιας πόλης, η σχέση με το περιβάλλον είναι πάρα πολύ έντονη, αλλά και πολλά πράγματα είναι παρόμοια. Εκεί εκτιμώ την τεχνική των απλών ανθρώπων, του τσοπάνη ή του χασάπη. Ας πούμε ο χασάπης κάνει τέχνη, τον θαυμάζω για το πώς χαίρεται που κόβει μια μπριζόλα μια κι έξω και σωστά. Όλα αυτά είναι ένα είδος σοφίας που η εποχή μας ούτε την εκτιμά ούτε την ξέρει.
Το χωριό εκεί είναι ένα βλαχοχώρι και φτιάχνουν ωραία τυριά. Τους ρωτάω γιατί αφού έχετε τυριά παίρνετε τα τυποποιημένα; Το κάνουν για ευκολία και για να μην έχουν απώλεια, αυτό σε πονάει κάπως. Αυτό το κενό προσπαθώ στο μουσείο να το καλύψω με τις ψηφιακές εφαρμογές. Να καταλάβει ο θεατής του έργου τον τρόπο, την τεχνική με την οποία δημιουργήθηκε».
Ήταν ιδιαίτερα υπερήφανος όταν «το μουσείο κατάφερε τον Ιούνιο του 2019, μετά από 25 χρόνια εργασιών και αναμονής να ανοίξει στο κοινό ένα ακόμα επίπεδο, κάτω από το κτίριο του μουσείου με την αρχαιολογική ανασκαφή που αποκαλύπτει μια γειτονιά της αρχαίας Αθήνας με τα σπίτια, τα λουτρά και τα εργαστήρια και μας υπενθυμίζει ότι άνθρωποι σαν αυτούς τους κατοίκους ήταν αυτοί πίσω από τα σπουδαία έργα, τα αριστουργήματα των παραπάνω ορόφων».
Από τον Σεπτέμβριο του 1996 ως τον Μάρτιο του 2000 διετέλεσε μέλος του Ελληνικού Κοινοβουλίου ως βουλευτής Επικρατείας. Διετέλεσε πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής και είναι πρόεδρος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Είναι τακτικό μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας των Αθηνών και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου.
Κατάφερε το Μουσείο Ακρόπολης να έχει δεχθεί περισσότερους από 15.000.000 επισκέπτες από κάθε γωνιά του κόσμου, να έχει αποσπάσει διεθνή βραβεία και να βρίσκεται σταθερά σε διεθνείς αξιολογήσεις ανάμεσα στα πέντε πιο δημοφιλή αρχαιολογικά μουσεία και τα εικοσιπέντε πιο δημοφιλή παγκοσμίως. Πάνω από όλα όμως κατάφερε το μουσείο αυτό να είναι ένα δημοφιλές και αγαπητό σημείο συνάντησης των κατοίκων της πόλης.