Η σειρά για τον Τζέφρι Ντάμερ υπενθύμισε για ποιο λόγο ο Ράιαν Μέρφι πληρώθηκε 300 εκατομμύρια δολάρια για να κάνει την παραγωγή, όποτε του επιτρέπει ο χρόνος να γράφει και να σκηνοθετεί, και κυρίως να αναπτύσσει ζουμερό και δημοφιλές «περιεχόμενο» για το Netflix – στον κόσμο που κόλλησε με το American Horror Story και το Glee, αλλά και στην ίδια την πλατφόρμα, που μάλλον ανησύχησε με τη χλιαρή υποδοχή των Hollywood, Feud, The Politician και The Prom.
Το Monster: The Jeffrey Dahmer Story αποδείχθηκε θηρίο τηλεθέασης και πόλωσης της κοινής γνώμης. Η γλαφυρή απεικόνιση της βίας δεν υπήρξε ποτέ δίλημμα για τον πιο επιδραστικό άνθρωπο της σύγχρονης τηλεόρασης και το θέμα, όπως αναμενόταν, σόκαρε μερίδα των θεατών και αναστάτωσε οικογένειες πολλών από τα 17 θύματα του δολοφόνου του Γουισκόνσιν.
Όπως και στο πιο suspenseful The Watcher, ο Μέρφι έκανε ένα ντεμαράζ στο φινάλε της σειράς, γυρνώντας το βελάκι του ενδιαφέροντος προς μια άλλη κατεύθυνση. Η μέθοδός του είναι να χρησιμοποιεί πραγματικές ιστορίες, πιασάρικες και «διεγερτικές», για να πραγματευθεί άλυτες κοινωνικές παθογένειες, δηλαδή την αμέλεια, την αναλγησία, την παράνοια, και την απληστία, μαζί με τον ρατσισμό και την ομοφοβία.
Χτυπώντας σκληρά τις αισθήσεις και δίνοντας στον κόσμο αυτό που κρυφά θέλει να δει, σαν το δυστύχημα από το οποίο δεν αποστρέφεις εύκολα το βλέμμα, εντέχνως κάνει τη δουλειά του και το καθήκον του, όπως εκείνος το εννοεί, προσφέροντας πλούσιο, πολύωρο, εθιστικό θέαμα.
Ο σκηνοθέτης Τομπάιας Λίντχολμ, υποψήφιος για Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας με το ενδιαφέρον The War και σταθερός σεναριογράφος του Τόμας Βίντερμπεργκ την τελευταία δεκαετία, προσπαθεί να ζωντανέψει μια λανθάνουσα crime πλοκή, αλλά χάνει σε τέμπο και σφρίγος, πολύ συχνά αποφεύγοντάς την για να κρύψει όσο το δυνατόν περισσότερο το τέρας από την κάμερα.
Οι ιστορίες που επιλέγει είναι συνήθως ακραίες, από εκείνες που αν δεν αναγράφονται στους τίτλους ως αληθινές, ελάχιστοι θα πίστευαν πως πράγματι συνέβησαν. Επίσης γνωρίζει πώς να ντιλάρει την αμφισβήτηση και τη φασαρία που προκαλεί: στην περίπτωση του Dahmer, η ταμπέλα LGBT αποσύρθηκε από την προτεινόμενη κατηγορία της πλατφόρμας, και ο ίδιος πρόσφατα δήλωσε πως κακώς τον κατηγορούν ότι αγνόησε τις εμπλεκόμενες οικογένειες, λέγοντας πως επικοινώνησε μαζί τους κατά τη διάρκεια των τριών και πλέον ετών της προετοιμασίας και εκτέλεσης της σειράς, χωρίς καμία απολύτως ανταπόκριση.
Μπροστά στον Ντάμερ, ο Τσαρλς Κάλεν φαντάζει χαμηλόφωνος γρίφος, ωστόσο, ο νοσοκόμος που έδρασε λίγα χρόνια μετά από τις δολοφονίες του άτυπου προκατόχου του, ανάμεσα στο 1988 και το 2003, τον ξεπερνά στη μακάβρια κούρσα των κατά συρροή χειρότερων φονιάδων στα πρακτικά του τρόμου. Υπολογίζεται πως θανάτωσε εκατοντάδες ασθενείς σε διάφορα νοσοκομεία της χώρας, αν και ο ίδιος ομολόγησε περίπου 20 από τα εγκλήματά του.
Επειδή ο τρόπος ήταν εντελώς ιατρικός, με χορήγηση δόσεων ινσουλίνης σε μοιραία για τον οργανισμό επίπεδα, δεν έγινε τόσο γνωστός όσο άλλοι – κι αν δεν εντυπωσιάζεις με ειδεχθές στιλιζάρισμα, η Ιστορία και το σινεμά δεν σου φέρονται τόσο γενναιόδωρα τελικά…
Το The Good Nurse έχει την πρωτοτυπία να χρησιμοποιεί την άνομη, ανήκουστη και εξοργιστική για το μέγεθος, τη συχνότητα και την απουσία επιπτώσεων από το σύστημα, δραστηριότητά του ως δραματουργικό εργαλείο, αλλά να τοποθετεί έναν άλλο χαρακτήρα, την καλή νοσοκόμα του τίτλου Έιμι Λόνγκρεν, στη θέση της οδηγού της πλοκής και το συναισθηματικό επίκεντρο.
Η Λόνγκρεν εργάζεται σε νοσοκομείο του Νιου Τζέρζι, ταλαιπωρείται από καρδιακά προβλήματα που επιτείνονται από το στρες της δουλειάς και τις απαιτητικές βάρδιες και πρέπει να μεγαλώσει μόνη της τα δυο μικρά κορίτσια της. Γίνεται φίλη με τον Κάλεν, που μόλις έχει προσληφθεί, και γοητεύεται από την ευγένεια και τη συνεχή διάθεση υποστήριξης. Στα μάτια της, είναι ένας καλός φίλος, μια πατρική φιγούρα για τα παιδιά, ένας υποδειγματικός νοσοκόμος – ακόμη περισσότερο, ένας Καλός Σαμαρείτης.
Οι τοπικές αρχές υποψιάζονται πως κάτι δεν στέκει, όταν το νοσοκομείο τούς ειδοποιεί για μια εσωτερική έρευνα που αφορά τον αιφνίδιο και αναίτιο θάνατο ασθενούς. Έχουν παρέλθει 7 εβδομάδες, το πτώμα έχει παραδοθεί στην οικογένεια και ήδη αποτεφρωθεί και ο λόγος της δημοσιοποίησης της περίπτωσης είναι καθαρά γραφειοκρατικός.
Οι αστυνομικοί, και ειδικά ένας από τους δύο (ο εξαιρετικός Νάμντι Ασομούνγκα), καλούνται να συνυπογράψουν μια σειρά από έγγραφα που δεν βγάζουν νόημα και από εκεί ξεκινά μια ασυνήθιστη έρευνα γιατί θα πρέπει να σπάσουν το απόρθητο ενός ελάχιστα συνεργάσιμου οργανισμού γεμάτου κρυψίνοια και απόρρητα, και μάλιστα χωρίς τη δυνατότητα εισαγγελικής παρέμβασης, καταγγελίας ή μήνυσης, αυτοψίας και μαρτύρων με αδέσμευτη άποψη.
Η Λόνγκρεν είναι ευσυνείδητη και παρατηρητική. Διακρίνει κενά, και βρίσκεται σε δίλημμα. Ο Κάλεν είναι ο μόνος που γνωρίζει τα θέματα υγείας που αποκρύπτει από τα αφεντικά της, με φόβο μην την απολύσουν πριν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο για να δικαιούται αποζημίωση.
Στον αντίποδα του Monster: The Jeffrey Dahmer Story, το The Good Nurse υπογραμμίζει αναιμικά αντί να υπερτονίζει, δημιουργεί ατμόσφαιρα γύρω από την άχαρη, μπανάλ καθημερινότητα μιας νοσοκομειακής μονάδας με κουρασμένους επαγγελματίες και ετοιμόρροπους, συνήθως ηλικιωμένους, ασθενείς σε σύγκριση με το λουτρό αίματος ανυποψίαστων, νεαρών θυμάτων, και σκιτσάρει το πορτρέτο ενός αθόρυβου, σχεδόν αόρατου νοσοκόμου που δρα υποδόρια, τη στιγμή που ο διοπτροφόρος Ντάμερ επιδιδόταν ανενόχλητος σε όργιο κανιβαλισμού και νεκροφιλίας, κάτω από τη μύτη των γειτόνων και της αστυνομίας
Ο σκηνοθέτης Τομπάιας Λίντχολμ, υποψήφιος για Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας με το ενδιαφέρον The War και σταθερός σεναριογράφος του Τόμας Βίντερμπεργκ την τελευταία δεκαετία, προσπαθεί να ζωντανέψει μια λανθάνουσα crime πλοκή, αλλά χάνει σε τέμπο και σφρίγος, πολύ συχνά αποφεύγοντάς την για να κρύψει όσο το δυνατόν περισσότερο το τέρας από την κάμερα.
Το μεγάλο μυστήριο που απομένει είναι η δύσκολη διαδικασία της σύλληψης και τα κίνητρα ενός ανθρώπου (φιλήσυχου άνδρα και πατέρα δυο μικρών κοριτσιών) χωρίς προσωπική εμπλοκή με τα θύματα.
Κι ενώ ο Έντι Ρεντμέιν, με εξαίρεση την τελευταία σκηνή, και η Τζέσικα Τσαστέιν, στην επιστροφή της μετά το φετινό Όσκαρ για το πορτρέτο της κουτοπόνηρης σουμπρέτας του τηλευαγγελισμού, Τάμι Φέι Μπέικερ, συγκρατούν το φανταχτερό υποκριτικό τους ταμπεραμέντο, η ταινία είναι μια εμπλουτισμένη διεκπεραίωση περίπου αληθινών γεγονότων, με ενδιαφέρον για ένα σύστημα απρόθυμο να παραδεχθεί πως κινδυνεύουν εύκολα ανθρώπινες ζωές χωρίς ενδελεχή έλεγχο γύρω από τις συνθήκες, χωρίς όμως σαφή θέση και απαντήσεις για τα καίρια ερωτήματα για τους φόνους.
Η ταινία «The Good Nurse» είναι διαθέσιμη στο Netflix.