Αν στις αρχές των '90s έλεγες σε κάποιον ότι τρεις δεκαετίες μετά θα γραφόταν σε κριτική η φράση «ο Σταλόνε σώζει τη σειρά με τη χαρισματική παρουσία του», θα σου απαντούσε να πας να κοιταχτείς. Κι όμως, από την εποχή που τα Χρυσά Βατόμουρα, τα οποία τότε τα κινηματογραφικά sites λογάριαζαν για θεσμό, τον πυροβολούσαν με υποψηφιότητες μέχρι σήμερα κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Χάρη στον «Ρόκι» του, αυτό το work in progress που πάντα ήταν εκεί και καθρέφτιζε το στάδιο που βρισκόταν ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος, και χάρη στην εμπιστοσύνη που έδειξε στον Ράιαν Κούγκλερ, ο οποίος με το «Creed» τον οδήγησε ξανά στα Όσκαρ, ο Σλάι γνώρισε τα τελευταία χρόνια ένα κύμα επανεκτίμησης. Βοήθησε, βέβαια, και το γεγονός ότι πλέον ωρίμασαν και γράφουν οι κριτικοί που μεγάλωσαν μαζί του, υπάρχει ένας συναισθηματικός δεσμός με την εικόνα του, που απουσίαζε από παλιότερες γενιές κριτικής.
Το άλλο που δεν θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς στα '90s είναι ότι θα ερχόταν η στιγμή που ο Σταλόνε, ένας κατεξοχήν κινηματογραφικός σταρ, θα πρωταγωνιστούσε σε τηλεοπτική σειρά.
Αλλάζουν όμως οι καιροί, αυτό το κάστρο έχει πέσει προ πολλού, λίγοι αντιστέκονται στη γοητεία μιας πρωταγωνιστικής εμφάνισης σε σειρά – ο Τομ Κρουζ, ο Λεονάρντο ντι Κάπριο, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο, η Σκάρλετ Γιόχανσον, η Αντζελίνα Τζολί, η Νάταλι Πόρτμαν, ο Μπραντ Πιτ και ο Ματ Ντέιμον είναι μερικοί από αυτούς.
Για να ευχαριστηθείς τη σειρά, χρειάζεται να παραβλέψεις τον απροκάλυπτο αμοραλισμό της –μόνιμο ζήτημα της μισής και βάλε γκανγκστερικής μυθοπλασίας– και να χαμηλώσεις τις προσδοκίες σου.
Για το πρώτο του πρωταγωνιστικό τηλεοπτικό όχημα ο Σταλόνε εμπιστεύεται τον Τέιλορ Σέρινταν, σεναριογράφο που προσπαθεί να κρατήσει στην κινηματογραφική και τηλεοπτική επικαιρότητα τα κλασικά είδη και την αίσθηση του ενήλικου σινεμά των '70s.
Στην τηλεόραση το «Yellowstone» του, μια σειρά γουέστερν με τον Κέβιν Κόστνερ, ήταν τόσο επιτυχημένο, που γέννησε δύο spin-offs, το «1883», όπου εμφανίστηκε ο Τομ Χανκς, και το «1923», όπου θα πρωταγωνιστήσουν η Έλεν Μίρεν και ο Χάρισον Φορντ – άλλος ένας αμιγώς κινηματογραφικός σταρ που δραστηριοποιείται για πρώτη φορά στο format της σειράς.
Aν και έχουμε συνδυάσει το όνομα του Τέιλορ Σέρινταν με σοβαρή και στιβαρή μυθοπλασία, πολιτικά φορτισμένη και κοινωνικά ενσυνείδητη, το «Tulsa King» είναι μια περίπτωση πιο ελαφριάς ψυχαγωγίας.
Στη σειρά ο Σταλόνε υποδύεται έναν capo της μαφίας που περνά 25 χρόνια στη φυλακή, χωρίς να βγάλει άχνα, αποφυλακίζεται και ζητά την ανταμοιβή του από το μεγάλο αφεντικό, για να λάβει αντ’ αυτής «εξορία» στην Τάλσα, μια αμερικανική κωμόπολη στη μέση του πουθενά, όπου αποστέλλεται για να χτίσει την «αυτοκρατορία» του. Μακριά από τραυματισμένους ήρωες που μας έχει συνηθίσει, αλλά αξιοποιώντας στο έπακρο το εκτόπισμα και το ειδικό βάρος που φέρει η Εικόνα του, ο Σταλόνε το καταδιασκεδάζει (κι εμείς μαζί του), προσπαθώντας να επιβάλει τον νόμο του στην Τάλσα με τη δύναμη της πειθούς και της γροθιάς του και φτύνοντας τις σπαρταριστές ατάκες που έγραψαν γι’ αυτόν οι σεναριογράφοι προς πάσα κατεύθυνση.
Είναι αυτό που θα λέγαμε tour de force εμφάνιση, αν δεν έμοιαζε να βγαίνει τόσο αβίαστα, με μια «δροσερότητα» (σ.σ. απόδοση του coolness) επίκτητη, με τη σιγουριά ενός ανθρώπου που ξέρει να παίζει με τον φακό και έχει κατακτήσει πια το ένστικτο του κωμικού (συγ)χρονισμού – εμφανής η διαφορά από το «Δυο γυναίκες, τρεις βαλίτσες κι εγώ» (Oscar, 1991) του Τζον Λάντις, την ημιαποτυχημένη απόπειρά του στο μπουλβάρ(!), όπου υποδυόταν επίσης έναν γκάνγκστερ.
Για να ευχαριστηθείς τη σειρά, χρειάζεται να παραβλέψεις τον απροκάλυπτο αμοραλισμό της –μόνιμο ζήτημα της μισής και βάλε γκανγκστερικής μυθοπλασίας– και να χαμηλώσεις τις προσδοκίες σου.
Όσοι έχουν στον μυαλό τους τον Σέρινταν του «Sicario», του «Wind River» και του «Υellowstone», ίσως εκπλαγούν από τον εύθυμο χαρακτήρα των δύο πρώτων επεισοδίων. Ο Σέρινταν μοιάζει, τουλάχιστον σε αρχικό επίπεδο, να έχει δώσει σε σεναριογράφους και σκηνοθέτες την εντολή για αβαρές θέαμα που μάλλον δεν έχει την απαίτηση να το πάρεις πολύ στα σοβαρά.
Κι αν δεν μας ακούτε τελείως βέβαιους είναι επειδή το φινάλε του δεύτερου επεισοδίου κλείνει με μια δραματική σκηνή που εντείνει τη δραματικότητά της, αξιοποιώντας ένα σεναριακό εύρημα που είχε συστηθεί νωρίτερα –δεν κάνει να γράψουμε περισσότερα– και από τη θέα ενός σκληρού της οθόνης που «σπάει» και εξομολογείται τις αμαρτίες του δακρυσμένος, κάτι που, έξω από την παράλληλη φιλμογραφία του «Ρόκι», σπάνια έχουμε δει να συμβαίνει.
Αν αυτό θα σημάνει μια σοβαρότερη στροφή της σειράς στη συνέχεια δεν το γνωρίζουμε. Ακόμα κι αν συνεχίσει στο ίδιο ευφορικό μήκος κύματος, δεν θα αφήσει παραπονεμένους όσους ψάχνουν μια ανώδυνη, πλην προσεγμένη σειρά για να ροκανίσουν τον χρόνο τους.
Θεατές νεότεροι στο κόλπο δε ίσως να απορήσουν γιατί αυτός ο «χαρισματικός τύπος» που εμφανίζεται στο πανί και γεμίζει έτσι το κάδρο και εκφέρει με τόση πλάκα τις ατάκες του κάποτε ήταν για μια μερίδα του κοινού, της κριτικής και της βιομηχανίας ο περίγελος της υποκριτικής.
Η σειρά «Τulsa King» προβάλλεται στην Cosmote TV