Όταν συναντήθηκα με τ@ Sam Albatros, ένα ηλιόλουστο κυριακάτικο μεσημέρι στην καρδιά των Εξαρχείων, κρατούσε στα χέρια του μια γιγάντια χάρτινη κούτα. Μέσα της βρίσκονταν ένα ζευγάρι εντυπωσιακά, ολόλευκα φτερά αγγέλου, προερχόμενα από μια πόλη της Ουκρανίας που έχει πια καταστραφεί, κι ένα ολόσωμο κορμάκι καλυμμένο με πολύχρωμες παγιέτες που καθρέφτιζαν τον αθηναϊκό ήλιο. Κρατούσε επίσης ένα ζευγάρι τακούνια, καθώς και μια μαύρη μάσκα που έχει πλέον διανύσει ένα ατελείωτο ταξίδι: από το Βερολίνο μέχρι το Μάντσεστερ, και από τις οθόνες της ΕΡΤ μέχρι το υπόγειο του queer καλλιτεχνικού πολυχώρου HGW std., όπου ο συγγραφέας και καλλιτέχνης ολοκλήρωσε πρόσφατα την τελευταία του περφόρμανς.
«Αυτή η διαδικασία με την κούτα μού είναι πλέον πολύ οικεία, κάθε δυο χρόνια περίπου αλλάζω χώρα ή πόλη» λέει χαμογελώντας, ενώ την κουβαλάμε παρέα. Και πράγματι, ανάμεσα στα συγγραφικά του residencies, τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, το διδακτορικό στη Γνωσιακή Νευροεπιστήμη από το University College London, αλλά και τις αφοπλιστικά ειλικρινείς και αναπάντεχα χιουμοριστικές video-art περφόρμανς σε Γερμανία και Αγγλία, Ελλάδα και Κύπρο, το άτομο που βρίσκεται πίσω από τη συγγραφική και ποιητική, καλλιτεχνική και ακαδημαϊκή οντότητα και διαδικτυακή περσόνα βρίσκεται σε ένα μόνιμο πηγαινέλα.
Όταν είσαι παιδί, ό,τι σου συμβαίνει –το ξύλο, το bullying– το θεωρείς φυσιολογικό κομμάτι της ζωής σου. Σου παίρνει πολλά χρόνια να βρεις τις λέξεις ώστε να το ονομάσεις πλέον τραύμα. Είναι περίεργο πότε συμβαίνει αυτό το κλικ, συχνά πρέπει να βγεις έξω για να το αντιληφθείς.
Εξίσου πολυταξιδεμένο είναι και το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Ελαττωματικό Αγόρι, το σπαρακτικό και συνάμα παρηγορητικό βιβλίο του που εξιστορεί τα βιώματα ενός queer παιδιού καθώς αυτό μεγαλώνει στη φοβική ελληνική επαρχία. Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στα τέλη του 2021 από τις εκδόσεις Εστία και δεν άργησε να εξελιχθεί σε λογοτεχνικό φαινόμενο. Εξαντλήθηκε μέσα σε μόλις ένα δεκαπενθήμερο, βρέθηκε σε χιλιάδες αναρτήσεις στα social media, ταξίδεψε εντός και εκτός Ελλάδας και πλέον κυκλοφορεί στην τρίτη του επανέκδοση. Σήμερα, το Ελαττωματικό Αγόρι έχει μεταμορφωθεί σε χαρακτήρα με σάρκα και οστά, που απαγγέλει αποσπάσματα από το βιβλίο του υπό τη συνοδεία σκηνών από τη «Sailor Moon» και τραγουδιών της Britney Spears, και που κρατά περήφανα το ροζ φωτόσπαθό του, έχοντας πια αγαπηθεί από εκατοντάδες αναγνώστες και θεατές οι οποίοι έχουν έρθει να το δουν να ανοίγει φτερά και να ζωντανεύει επί σκηνής.
Έναν χρόνο πριν, ο Sam Albatros δεν περίμενε πως το πρώτο του μυθιστόρημα θα ακολουθούσε την αστρονομική πορεία που είχε. Ακόμα και σήμερα αντιδρά με σχετική έκπληξη στον αντίκτυπό του καθώς, όπως εξομολογείται, ό,τι εισπράττει βρίσκεται κυρίως στους ψηφιακούς κόσμους του Instagram και του Facebook. «Πέρυσι τέτοια εποχή, ενώ είχε μόλις κυκλοφορήσει το βιβλίο μου, βρισκόμουν απομονωμένος σε ένα λογοτεχνικό residency στο Βερολίνο, και μάλιστα με είχαν βάλει σε ένα δωμάτιο όπου παλαιότερα έμεναν νομπελίστες. Αισθανόμουν πως ήταν μεγάλες οι προσδοκίες που είχαν οι άνθρωποι για μένα, ωστόσο οι δικές μου προσδοκίες ήταν ελάχιστες, επειδή κυκλοφορούσε ένα queer λογοτεχνικό βιβλίο στην Ελλάδα» θυμάται. «Υπήρχε, λοιπόν, μια σύγκρουση και αμφιταλάντευση, που οδήγησε σε τρομερό άγχος… ίσως συνέβαλε και το γεγονός πως το διδακτορικό μου επικεντρώθηκε στις αγχώδεις διαταραχές» συμπληρώνει και ξεσπάει σε ένα κοφτό, κελαρυστό γέλιο.
Η ιδιοκτήτρια του ιστορικού εκδοτικού οίκου της Εστίας, Εύα Καραϊτίδη, από την άλλη, ήταν οπλισμένη με περισσότερη σιγουριά για το μυθιστορηματικό εγχείρημα του Sam. «Η απομόνωση του κορωνοϊού είχε και τα καλά της» αναφέρει στη LiFO. «Ένα από αυτά είναι ότι άρχισα να λαμβάνω μέιλ από ένα πρόσωπο που δεν γνώριζα ως τότε, και ξεκίνησε μια αλληλογραφία με κείμενα που έμελλαν να δημοσιευτούν στο Ελαττωματικό Αγόρι. Θυμάμαι ότι τα βρήκα ευφάνταστα, συγκινητικά, με χιούμορ πολύ σπάνιο ως τώρα στη χώρα μας, τουλάχιστον το αυτοσαρκαστικό χιούμορ που εγώ εννοώ, άλλοτε μαύρο κι άλλοτε σπαρακτικό. Το μείγμα, αλλού ευχάριστο κι αλλού εφιαλτικό, μού φάνηκε εκρηκτικό: αφενός έβρισκα κοινά με τις δικές μου εμπειρίες, όσο διαφορετικά κι αν μεγάλωσα, αφετέρου με παρακινούσε να σκεφτώ πράγματα για πρώτη φορά. Σκέφτηκα πως είναι ένα δυνατό ανάγνωσμα και πως πρέπει να εκδοθεί» προσθέτει. «Και πιστεύω πως το βιβλίο είχε μεγάλη απήχηση γιατί έλειπε από το ελληνικό εκδοτικό τοπίο οτιδήποτε αντίστοιχο, που να εκφράζει με βάθος και πρωτοτυπία τη συχνή δυσκολία της ελληνικής οικογένειας να σκεφτεί έξω από κουτάκια».
Ένα ανέλπιστο αλλά αισιόδοξο συστατικό της επιτυχίας του Ελαττωματικού Aγοριού είναι πως πράγματι αγκαλιάστηκε από ένα ευρύ φάσμα αναγνωστών, από queer παιδιά της πολύχρωμης Gen Z μέχρι στρέιτ ανθρώπους αρκετά μεγαλύτερης γενιάς, γεγονός που καθρεφτιζόταν και στη σύσταση του πλήθους που παρακολούθησε την τελευταία του περφόρμανς. «Όταν βγάζεις ένα βιβλίο με την εικόνα της μανούλας και ένα παιδάκι που φοράει μια περούκα περιμένεις, φυσικά, πως θα το διαβάσει queer κόσμος» εξηγεί ο Sam. «Ωστόσο με εξέπληξε το γεγονός πως έφτασε και σε αναγνώστες που δεν ταυτίζονται απαραίτητα με την κοινότητα. Μου έχουν στείλει, για παράδειγμα, μερικοί βιβλιοπώλες μηνύματα στα οποία μου λένε πως το Ελαττωματικό Αγόρι αγοράστηκε από άτομα που δεν θα το περίμενες, από κυρίες με πέρλες που φαντάζεσαι πως θα σε κράξουν ή θα σε κοιτάξουν περίεργα αν φορέσεις τακούνια και ντυθείς με κάτι πολύχρωμο. Και πως συζήτησαν με αυτές τις κυρίες, αφού πρώτα είχαν διαβάσει το βιβλίο, και εκείνες τους εξομολογήθηκαν: “Μάλλον κάναμε και εμείς, στη γενιά μας, πολλά λάθη”. Μου έχει αποτυπωθεί αυτή η φράση».
Το Ελαττωματικό Αγόρι είναι εξ ολοκλήρου γραμμένο με τη φωνή ενός παιδιού, μεγαλωμένου την εποχή της άκρατης ομοφοβίας των ‘90s, μακριά από τη διέξοδο των social media και την ακόμα και διστακτική κοινωνική αποδοχή του queerness. Ο ήρωάς του, λοιπόν, εκλαμβάνει τη βία και την έχθρα του περίγυρού του με μια παράξενη αθωότητα που άλλοτε διασκεδάζει και άλλοτε συγκλονίζει. «Η παιδική φωνή έχει το εξής καλό: την αντικειμενικότητά της», εξηγεί ο Sam καθώς συζητάμε αυτή την επιλογή. «Όταν είσαι παιδί, ό,τι σου συμβαίνει –το ξύλο, το bullying– το θεωρείς φυσιολογικό κομμάτι της ζωής σου. Σου παίρνει πολλά χρόνια να βρεις τις λέξεις ώστε να το ονομάσεις πλέον τραύμα. Είναι περίεργο πότε συμβαίνει αυτό το κλικ, συχνά πρέπει να βγεις έξω για να το αντιληφθείς. Ειδικά για μένα, που δεν ήμουν και πολύ κοινωνικό, η συνειδητοποίηση έγινε μετά το πτυχίο μου, όταν έφυγα από την Ελλάδα», συμπληρώνει και σταυρώνει τα χέρια του. «Η φωνή του παιδιού μού άρεσε γιατί μου επέτρεπε, σε προσωπικό επίπεδο, να επανεξετάσω όλα εκείνα τα βιώματα. Έζησα εκείνα τα χρόνια τραυματικά χωρίς να το συνειδητοποιώ, μεγαλώνοντας αντιλήφθηκα πόσο τραυματικά ήταν και με στεναχώρησαν, και έπειτα επέστρεψα και τα ξανάζησα προσπαθώντας να τα αποτυπώσω ξανά στο μυαλό μου με έναν πιο χιουμοριστικό τρόπο. Ακριβώς όπως κάνεις overwrite μια ηχογράφηση πάνω σε μια κασέτα – γι’ αυτό η φωνή του παιδιού ήταν ιδανική».
Πίσω από μια πολυπαραγωγική καλλιτεχνική περσόνα που, μεταξύ άλλων, σύστησε μέσω των μεταφράσεων του τον Ocean Vuong στο ελληνικό διαδίκτυο, μεταμορφώνει τα έργα του σε βίντεο και φωτογραφικά κολάζ και ενσαρκώνει τον λογοτεχνικό του ήρωα επί σκηνής, κρύβεται ένα άτομο εμφανώς ντροπαλό και εσωστρεφές. Το παραδέχεται και το ίδιο, καθώς το ρωτώ πώς ήταν για εκείνο το άλμα από το γράψιμο και τη διαδικτυακή παρουσία στη ζωντανή περφόρμανς. «Τρομακτικό» απαντά. «Είμαι ένας άνθρωπος πάρα πολύ εσωστρεφής, ιδανικά θα ήθελα να γράφω βιβλία και να κυκλοφορούν δίχως εγώ να χρειάζεται καν να αναμειχθώ. Πάντοτε φοβόμουν τον κόσμο, ακόμα τον φοβάμαι. Όταν μεγαλώνεις εισπράττοντας συνεχώς αρνητικότητα, είτε επειδή είσαι αδερφή είτε επειδή είσαι ντροπαλή, αυτό σε καθορίζει. Όμως εκείνο που συνέβη σε μένα ήταν πως, από κάποια ηλικία και έπειτα, συνειδητοποίησα πως θα ήθελα να δοκιμάσω να βγω από τα όριά μου. Ήταν μια προσωπική υπέρβαση. Πώς περνούν διάφοροι μια αντίστοιχη φάση στην εφηβεία τους; Ε, εγώ το πέρασα αρκετά πιο μετά».
Καθ’ όλη τη συζήτησή μας, όπως και σε διάφορες αυτοσχεδιαστικές στιγμές στην τελευταία του περφόρμανς, ο άνθρωπος πίσω από τον Sam δεν διστάζει σήμερα να ασπαστεί το χιούμορ. Έπειτα από μια ξεκαρδιστική μίμηση των συμμαθητών του, που τον κορόιδευαν γιατί άκουγε Britney Spears και όχι Βασίλη Καρρά, τον ρωτώ αν ήταν πάντοτε κομμάτι του χαρακτήρα του. «Ποτέ μου δεν είχα χιούμορ», μου απαντά κοφτά. «Ήμουν το παιδάκι που διάβαζε, έγραφε ποιήματα και έκλαιγε όλη την ώρα. Πράγματα με τα οποία γελάω τώρα και αυτοσαρκάζομαι, αν ταξίδευα με μια μηχανή του χρόνου στον παλιό μου εαυτό, θα τα έβρισκα αποκρουστικά. Το δικό μου self-training στην ποίηση, που έχει κλείσει δεκαπέντε χρόνια, πήγαζε από τον συγκινησιακό λόγο και την πιο κλειστή προσωπικότητά μου. Και το να είσαι μόνος σου και να μη σε ενδιαφέρει ο κόσμος γύρω σου, σου επιτρέπει αυτό το πιο ενδοσκοπικό, το πιο καταθλιπτικό, την πιο εκ των έσω ματιά».
«Στο χιούμορ», συνεχίζει έπειτα από μια μικρή παύση, «με βοήθησε η social media παρουσία μου, και αυτό γιατί βασικά με βοήθησε να βρεθώ και να συνδεθώ με τον κόσμο. Μπορεί να ακούγεται αστείο, λες και είμαι ένα παιδάκι που το έχουν κλεισμένο σε ένα υπόγειο σαν το Κωσταλέξι, αλλά εγώ δεν πίστευα ποτέ μου πως θα μιλήσω με τον κόσμο. Θεωρούσα πως στην καλύτερη περίπτωση θα με αποδεχτούν, αλλά πάντα ενδόμυχα θα με μισούν. Μου είχε εντυπωθεί αυτή η ατάκα από την ταινία Από την άκρη της πόλης που λέει κάτι σαν: “Πήγα και τον πήδηξα τον πούστη, μου έδωσε είκοσι ευρώ, σπάω την πλάκα μου μαζί τους, γελάω και τους ανέχομαι, αλλά κατά βάθος τους σιχαίνομαι”. Πώς έχουν, λοιπόν, πολλοί εσωστρεφείς άνθρωποι μια φίλη που τους παίρνει από το χέρι για να τους ενθαρρύνει, πώς έχει το ελαττωματικό αγόρι τη δασκάλα; Εγώ είχα τα social media, που με βοήθησαν να δω τα πράγματα πιο χιουμοριστικά, και πλέον έτσι έχω διαμορφωθεί και ως άνθρωπος».
Ένας ακόμα σταθμός αυτού του ταξιδιού της εξωστρέφειας στην έκφραση ήταν και η περφόρμανς που βασίστηκε στο βιβλίο, ένα «one-ντιγκιντάγκας-show», όπως το χαρακτηρίζει γελώντας – και δεν έχει άδικο. Με εξαίρεση μια φανταστική συμμετοχή από την Aphrodite HGW, κάθε λεπτομέρεια του εγχειρήματος, από το video-editing και τη σκηνοθεσία μέχρι τα κουστούμια και τα props, είναι αποτέλεσμα της ακούραστης, σχεδόν εμμονικής επιμέλειας του Sam. «Μιλάμε αρκετά για προσβασιμότητα τον τελευταίο καιρό, έτσι θεώρησα σημαντικό το έργο να μην είναι μονάχα ένα βιβλίο» εξηγεί. «Όπως και να έχει, τα βιβλία πάντα θεωρούνται όργανα της ελίτ. Συνεπώς, ήθελα να βγάλω το Ελαττωματικό Αγόρι από αυτό τον χώρο».
Μαζί με το καλλιτεχνικό του ταξίδι, ο Sam Albatros διανύει εδώ και χρόνια μια παράλληλη πορεία, μια εξίσου πλούσια ακαδημαϊκή καριέρα που, φέτος, είχε και αυτή έναν δικό της σταθμό. Τον Νοέμβριο, ο άνθρωπος πίσω από τον Sam αποδέχτηκε την πρόταση του Πανεπιστημίου του King’s College London για μια ακαδημαϊκή θέση στο τμήμα της Ψυχολογίας – ένα εντυπωσιακό επίτευγμα ακόμα και χωρίς να αναλογιστούμε τη δυσκολία του να ισορροπεί κανείς τους δυο παράλληλους κόσμους της τέχνης και της ακαδημαϊκής έρευνας και διδασκαλίας. «Κοιτώντας πίσω, δεν μπορώ να σου πω πως βλέπω ακόμα κάποιο κατόρθωμα», λέει ο Sam, «αλλά σκληρή δουλειά και πάρα πολύ άγχος. Τελείωσα την πρώτη μου σχολή πρώτος μεν, αλλά καταναγκαστικά. Το έκανα για να φύγω, να πάρω υποτροφία και να ξεφύγω από την Ελλάδα και όλο αυτό το ομοφοβικό περιβάλλον όπως το είχα στο μυαλό μου. Ακολούθησαν μεταπτυχιακά, αλλαγές από πόλη σε πόλη. Μπήκα στην ακαδημαϊκή κοινότητα με πολλή άγνοια κινδύνου, γιατί οι γονείς μου δεν ήταν ακαδημαϊκοί, και εγώ δεν είχα τα προνόμια που έχουν άλλοι στην πορεία τους. Έπρεπε να σπάω το κεφάλι μου συνέχεια, να τα μαθαίνω όλα από την αρχή. Ήμουν το μόνο άτομο στο εργαστήριό μου στο Λονδίνο, στο διδακτορικό μου, που είχε background εργατικής τάξης. Και το πρόβλημα είναι πως πολλοί στην Αγγλία σε αντιμετωπίζουν σαν ξένο που θα επιστρέψει στη χώρα του, κι έτσι δεν επενδύουν απαραίτητα σε σένα».
Τον ρωτώ αν υπήρχε ένταση και δυσκολία στο να ισορροπεί κανείς τις πολλαπλές και ενίοτε αντιφατικές ταυτότητες και προσδοκίες μιας queer καλλιτεχνικής υπόστασης και ενός ακαδημαϊκού ταξιδιού. «Στην αρχή πάρα πολλή», απαντά έπειτα από λίγη σκέψη. «Αλλά σταδιακά, αυτό το back-and-fourth μεταξύ της σοβαρής επιστημόνισσας και της ντιγκινταγκοσύνης έχει οδηγήσει στο να γκρεμιστεί αυτός ο τοίχος. Σήμερα δεν λογοκρίνομαι καθόλου. Το μόνο που δεν θέλω είναι να περπατώ στον δρόμο και να φάω ξύλο, οπότε ίσως αλλάξω τα ρούχα μου ανάλογα με το πού είμαι. Αλλά στον ακαδημαϊκό χώρο πλέον, και ειδικά στο Kings, είμαι αυτό που είμαι, χωρίς κάποιο πέρα-δώθε στις ταυτότητες. Δεν με παίρνει να το κάνω. Και νομίζω πως το οφείλουμε και στην ακαδημαϊκή κοινότητα να είμαστε αυτό που είμαστε, γιατί διέπεται από μια περίεργη και συχνά τραγική σοβαροφάνεια, ειδικά στα πιο επιστημονικά πεδία που είναι πιο ανδροκρατούμενα και όπου κυριαρχούν ακόμα τα cis ανδρικά πρότυπα».
Ήταν αναμφίβολα μια εντυπωσιακή και τρομερά παραγωγική χρονιά για όλες τις πτυχές του περίπλοκου και υπέροχα αντιφατικού ανθρώπου που βρίσκεται πίσω από τον Sam Albatros. Ήταν συνάμα και μια χρονιά δύσκολη και αγχωτική, έντονα συναισθηματική και οδυνηρή. Τον Φεβρουάριο, ο πατέρας του πέθανε από καρδιακή προσβολή, και έτσι τα performances κατέληξαν αναπάντεχα να λειτουργούν στο μυαλό του ως μια ελεγεία αποχαιρετισμού του μπαμπά του.
«Ήταν μια δύσκολη και κουραστική χρονιά», καταλήγει, καθώς κλείνουμε την κουβέντα μας κάνοντας τον απολογισμό του έτους. «Όλα αυτά τα “επιτεύγματα” που μου λες –τον αντίκτυπο του βιβλίου, τις περφόρμανς, την ακαδημαϊκή επιτυχία–, αν δεν μου τα θυμίσει κάποιος, τα ξεχνάω» συμπληρώνει, και έπειτα από μια βαθιά ανάσα καταλήγει: «Θεωρώ όμως πως πρέπει να στηρίξω τη δουλειά μου, ειδικά ένα queer βιβλίο που πιστεύω πως υπάρχει ανάγκη να φτάσει στον κόσμο. Φέτος που ήμουν πολύ χάλια, που οριακά δεν ήθελα να κάνω τίποτα από αυτά που έκανα και που μερικά από αυτά μου στοίχησαν ψυχικά, τα έκανα όλα έχοντας στο μυαλό μου την εξής σκέψη: “Ίσως, Sam, υπάρχουν άνθρωποι που χρειάζεται να το δουν. Ό,τι κάνεις δεν το κάνεις μονάχα για σένα, αλλά και για τους ανθρώπους που θα περάσουν τυχαία απ’ έξω και ίσως αλλάξει κάτι μέσα σε αυτούς ή στους γονείς τους. Και ίσως, με κάποιον τρόπο, να μην επαναληφθεί αυτός ο αιώνιος κύκλος της βίας”».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.