Γιατί ο Αράτα Ισοζάκι, που έφυγε από τη ζωή στις 28 Δεκεμβρίου 2022 σε ηλικία 91 ετών, θεωρούνταν ένας από τους επιδραστικούς αρχιτέκτονες της Ιαπωνίας και του κόσμου της αρχιτεκτονικής;
Αρκεί να δείτε ένα έργο του και θα το καταλάβετε αμέσως· θα αναρωτηθείτε ποιος το έφτιαξε. Ήταν επιδραστικός γιατί εκπροσώπησε τον πρώιμο ιαπωνικό μπρουταλισμό, έξοχο παράδειγμα του οποίου είναι η Βιβλιοθήκη της Ōita, το Δημοτικό Μουσείο Τέχνης του Κιτακιούσου. Αργότερα το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Λος Άντζελες συνέδεσε την κουλτούρα της Ανατολής με τα αναδυόμενα σύγχρονα κινήματα αρχιτεκτονικής της Δύσης.
Ο Ιάπωνας αρχιτέκτονας έφτιαξε περισσότερα από 100 κτίρια στην εξηκονταετή καριέρα του, μεταξύ των οποίων και το κτίριο Μ2 του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, που ολοκληρώθηκε το 2010 και έχει γίνει ένα από τα πλέον αγαπημένα τοπόσημα της πόλης.
Πρόκειται για μια μοναδική κατασκευή που συνοψίζει τις αρετές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Γεωμετρικές γραμμές, μεγάλες γυάλινες επιφάνειες και μεταλλικά στοιχεία συνθέτουν ένα οικοδόμημα επιβλητικής απλότητας, που με τη διαφάνεια και την εξωστρέφειά του ανοίγει έναν αντιθετικό διάλογο με το γειτονικό Μ1.
Όταν πήρε το Pritzker το 2019, η κριτική επιτροπή τον περιέγραψε ως έναν πρωτοπόρο που κατανόησε ότι η ανάγκη για αρχιτεκτονική είναι όχι μόνο παγκόσμια αλλά και τοπική, ότι αυτές οι δύο δυνάμεις αποτελούν μέρος μιας ενιαίας πρόκλησης.
Γεμάτο φυσικό φως, το φουαγιέ του κτιρίου απολαμβάνει μια εξαίσια θέα στη θάλασσα και τον Όλυμπο. Το εσωτερικό του κτιρίου χαρακτηρίζεται από ποικιλία και λειτουργικότητα, καθώς διαθέτει έναν μεγάλο αριθμό χώρων που καλύπτουν μια ευρεία γκάμα πολιτιστικών, συνεδριακών και άλλων αναγκών.
Ο Ισοζάκι σχεδίασε ένα κτίριο άπειρων δυνατοτήτων, με αποτέλεσμα σήμερα να αποτελεί έναν ζωντανό, πολυάσχολο και πολύπλευρο οργανισμό γεμάτο δραστηριότητες. Ένα κτίριο γεμάτο με πολιτιστικές και άλλες εμπειρίες, που δίνει νόημα στην αρχιτεκτονική, καθώς από τα χαρτιά του σχεδιασμού και τα οικοδομικά υλικά έχει περάσει στις καρδιές των ανθρώπων.
Τιμήθηκε με όλα τα μεγάλα βραβεία αρχιτεκτονικής, με το Pritzker το 2019, το χρυσό μετάλλιο RIBA το 1986 και το Leone d'Oro στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1996.
Όταν πήρε το Pritzker το 2019, η κριτική επιτροπή τον περιέγραψε ως έναν πρωτοπόρο που κατανόησε ότι η ανάγκη για αρχιτεκτονική είναι όχι μόνο παγκόσμια αλλά και τοπική, ότι αυτές οι δύο δυνάμεις αποτελούν μέρος μιας ενιαίας πρόκλησης.
Γεννημένος σε μια χώρα με μακρά παράδοση στην αρχιτεκτονική, δεν περιορίστηκε σε αυτήν αλλά ανατροφοδότησε την έμπνευσή του μαθαίνοντας από τον υπόλοιπο κόσμο, διαδίδοντας συγχρόνως την κουλτούρα της γενέτειράς του.
Ασκώντας την αρχιτεκτονική σε μια περίοδο μεγάλων αλλαγών της θεωρίας και της πρακτικής της, μπόρεσε να συνδέσει άυλες αξίες, το πνεύμα της χώρας του και τις αρχιτεκτονικές του επιρροές. Κάθε κτίριο που σχεδίασε ήταν μοναδικό· ο ίδιος δραπέτευε από τη μανιέρα της υπογραφής και επινοούσε κάτι καινούργιο.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ταντάο Άντο τον αποκάλεσε «αυτοκράτορα της ιαπωνικής αρχιτεκτονικής». Ως μέλος μιας πρωτοπορίας που ασκούσε την αρχιτεκτονική έξω από τις αρχιτεκτονικές συμβάσεις υπέβαλε το 1962 το θεωρητικό σχέδιο «Πόλη στον αέρα», με δενδροειδείς κατασκευές να απλώνονται σαν θόλος πάνω από το Τόκιο, προφητεύοντας την πύκνωση των πόλεων.
Για σχεδόν δύο δεκαετίες, ο Ισοζάκι έχτιζε μόνο στην Ιαπωνία και κυρίως στο νότιο νησί Kyushu, όπου γεννήθηκε. Αλλά το 1980 του ανατέθηκε να σχεδιάσει τη δομή του υπό ίδρυση Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στο Λος Άντζελες. Η συνεργασία του θα ναυαγούσε αν δεν επενέβαινε ο Φρανκ Γκέρι που του πρότεινε να κερδίσει την υποστήριξη μιας ομάδας διαχειριστών του μουσείου, οι οποίοι διέσωσαν το σχέδιό του και μαζί με αυτό τη φήμη του.
Τελικά, έχτισε το μουσείο επενδύοντάς το με πλούσια υφή κόκκινου ινδικού ψαμμίτη και μεγάλους πυραμιδοειδείς φεγγίτες που φωτίζουν τις γαλήνιες αίθουσες από κάτω. Η πρώτη γκαλερί –ογκώδης, λαμπερή, ακίνητη στην όψη– εισήγαγε την ιαπωνική έννοια του Μα, του γεμάτου δυνατότητες κενού, και ο Γκέρι είπε ότι «αυτή η αίθουσα αξίζει όσο ολόκληρο το κτίριο».
Το έργο έδωσε στον Ισοζάκι το έναυσμα για μια διεθνή καριέρα τεσσάρων δεκαετιών, την οποία συνέχισε με μια σειρά από διαφορετικά στυλ σε πολλές χώρες. Κατασκεύασε το πολύχρωμο, ευφάνταστο μεταμοντέρνο κτίριο Team Disney Building στο Ορλάντο της Φλόριντα, για τους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 στη Βαρκελώνη σχεδίασε το πιο νηφάλιο και συμμετρικό Sant Jordi Pavilion 18.000 θέσεων.
Μεταξύ των πιο απροσδόκητων σχεδίων του ήταν το Εθνικό Συνεδριακό Κέντρο του Κατάρ στην Ντόχα. Η οροφή του υποστηρίζεται από ένα φαντασμαγορικό ζεύγος γιγαντιαίων «δέντρων» από σκυρόδεμα με διογκωμένους κορμούς και παχιά κλαδιά και αυτές οι σουρεαλιστικές μορφές έρχονται σε αντίθεση με την κατά τα άλλα ορθογώνια, μοντερνιστική δομή. Όπως σε πολλά από τα κτίριά του χρησιμοποίησε τη λεπτομέρεια για να υπονομεύσει το συνολικό σύστημα του κτιρίου, το παράλογο συνυπάρχει με το λογικό.
Το Domus (La Casa del Hombre), το επιστημονικό μουσείο στην Κορούνια της Ισπανίας, αποκλίνει από τη γλώσσα των προηγούμενων κτιρίων του με μια ομαλά καμπυλωτή πρόσοψη που μοιάζει με πανί και ακουμπά σε μια κυβική πέτρινη δομή – όλα αυτά τοποθετημένα πάνω σε ένα βραχώδες και άγριο τοπίο πάνω σε λόφο.
Η δουλειά του Ισοζάκι είναι εμπνευσμένη από τον ριζοσπαστισμό της τέχνης. Ασχολήθηκε με την τζαζ, τους νεο-ντανταϊστές του Τόκιο και τον Τζον Κέιτζ. Τον θεωρούσαν «αντάρτη-αρχιτέκτονα» και πάντα αναζητούσε και επέλεγε, ως κριτής, τα πιο αντισυμβατικά έργα. Ήταν αυτός που υπερασπίστηκε το έργο της Ζάχα Χαντίντ το 1983, μια φαινομενικά μη οικοδομήσιμη συμμετοχή σε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για ένα αθλητικό κλαμπ στο Χονγκ Κονγκ. Η ψήφος του ήταν αυτή που εγκαινίασε την καριέρα της.
Για τον Ισοζάκι η αρχιτεκτονική έγινε μια πολιτιστική πρακτική. Σύμφωνα με το ίδιο, πρόκειται για μια «μηχανή για την παραγωγή νοήματος». Σχεδίαζε κτίρια με σύμβολα και αναφορές, προσδίδοντάς τους ειρωνεία, ακόμη και ένα πειραγμένο χιούμορ. Έδωσε στο Fujimi Country Club στην Oita το σχήμα ενός ερωτηματικού, διερωτώμενος γιατί παίζουν γκολφ στην Ιαπωνία.
Κινητήρια δύναμη του αρχιτεκτονικού νέου κύματος της Ιαπωνίας, ερμήνευσε τα δυτικά στυλ και τις φιλοσοφίες με τις ιαπωνικές έννοιες της απουσίας, του κενού, της σκιάς και του σκοταδιού. Σε μια εποχή που η μεταπολεμική Ιαπωνία ανοικοδομούνταν και ήταν ευαίσθητη στην αμερικανοποίηση, η αντιπαράθεση της δυτικοποίησης με την ιαπωνική παράδοση ήταν μια μορφή πολιτισμικής αντίστασης.
Το 1983 έγραψε το Katsura Villa: Space and Form, αναδεικνύοντας ουσιαστικά το αυτοκρατορικό καταφύγιο στην Ιαπωνία και τοποθετώντας το ανάμεσα σε έργα όπως η Piazza del Campidoglio στη Ρώμη και ο Παρθενώνας στην Αθήνα.
Το ζήτημα της ιαπωνικότητας τον απασχόλησε και για να αντικρούσει τις κατηγορίες ότι ένας διεθνοποιημένος Ιάπωνας αρχιτέκτονας είχε παραδώσει την πολιτιστική του ταυτότητα στη Δύση, όντας πλέον ξένος στην ίδια του τη χώρα, επέλεξε συνειδητά να εμφανίζεται δημοσίως φορώντας κιμονό.
Ο Ισοζάκι γεννήθηκε το 1931 στην Oita, παιδί μιας οικογένειας με μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Το 1945, όταν ήταν 14 ετών, έγινε μάρτυρας της καταστροφής της Χιροσίμα που βρίσκεται απέναντι από τη γενέτειρά του. Τρεις ημέρες αργότερα βομβαρδίστηκε το Ναγκασάκι, που βρίσκεται νοτιοδυτικά.
«Μεγάλωσα στο σημείο μηδέν», δήλωσε όταν κέρδισε το βραβείο Pritzker το 2019. «Δεν υπήρχε αρχιτεκτονική, δεν υπήρχαν κτίρια, ούτε καν μια πόλη. Έτσι, η πρώτη μου εμπειρία από την αρχιτεκτονική ήταν το κενό της αρχιτεκτονικής, οπότε άρχισα να σκέφτομαι πώς οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ξαναχτίσουν τα σπίτια και τις πόλεις τους».
Η παροδικότητα των πόλεων και το ενδεχόμενο της καταστροφής τους έγιναν τελικά η βάση του έργου του. «Η μελλοντική πόλη βρίσκεται σε ερείπια», έγραψε κάποτε.
Πήρε το πτυχίο της αρχιτεκτονικής από το Πανεπιστήμιο του Τόκιο το 1954. Από εκεί έλαβε και το διδακτορικό του στην αρχιτεκτονική το 1961. Μαθήτευσε δίπλα στον διακεκριμένο μοντερνιστή Κένζο Τάνγκε μέχρι το 1963 και στη συνέχεια άνοιξε δικό του γραφείο στο Τόκιο.
Το 1972 παντρεύτηκε την Άικο Μιγιαβάκι, μια Γιαπωνέζα γλύπτρια που τον έφερε σε επαφή με μια διεθνή ομάδα ριζοσπαστικών καλλιτεχνών φίλων, συμπεριλαμβανομένων των Χανς Ρίχτερ και Μαν Ρέι. Εκείνη ντυνόταν με μαύρες ολόσωμες φόρμες, ασυνήθιστες για την εποχή, και εκείνος με τα μαύρα τσαλακωμένα ρούχα του σχεδιαστή μόδας Ισέι Μιγιάκε, που ήταν φίλος του.
Ανάμεσα στα έργα του ξεχωρίζουν το Πολιτιστικό Κέντρο Shenzhen στην Κίνα (2007), το Μουσείο Τέχνης στο Πεκίνο (2008), ο Πύργος Allianz του Μιλάνου, το Shanghai Symphony Hall και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Gunma, που θεωρείται ένα από τα αριστουργήματά του.