Με την υπερμεγέθη ξανθιά περούκα της ελαφρώς ξεμαλλιασμένη, τα στήθη της «πεσμένα» και την τεράστια γαμψή μύτη της να διαπερνά το σύννεφο του αποδομημένου κρινολίνου της, ετούτη η επιβλητική, γκροτέσκα, larger-than-life και εντελώς θεατρίνα Αντουανέτα εισέρχεται στη σκηνή, γλιστρώντας αέρινα προς το μέρος μας.
Εκτός από κοκέτα, φαίνεται και ιδιαίτερα μελετηρή: το βιβλιαράκι που κρατά δεν το αποχωρίζεται ποτέ. Φανερά μαγνητισμένη από την παρουσία μας, μας διαβάζει αποσπάσματα και ταυτόχρονα επιδίδεται σε ένα παιχνίδι σαγήνης γεμάτο τσαχπίνικα βλέμματα, ναζιάρικα νεύματα, πονηρά χαμόγελα που μας καλούν συνωμοτικά να την ακολουθήσουμε στο παράδοξο σύμπαν της. Τι κι αν δεν καταλαβαίνουμε τη γλώσσα που μιλάει, ο κελαρυστός ρυθμός των λέξεων που ρέει από το στόμα της είναι αρκετός για να μας πείσει ότι κάτι ενδιαφέρον έχει να μας πει.
Όσα συμβαίνουν από δω και πέρα ανθίστανται στην εύκολη καταγραφή. Μια γυναίκα-νάνος με μιλιτέρ φόρεμα βγαίνει από το κρινολίνο –όπου προφανώς κρυβόταν τόση ώρα– κι αρχίζει να κοπανάει το πολυβόλο της πάνω στον ψύκτη του νερού. Η Ντόροθι από τον Μάγο του Οζ καταφθάνει χοροπηδώντας με τα στραφταλιστά γοβάκια της, ώσπου μια κρίση ναρκοληψίας τη ρίχνει νοκ άουτ.
Ένας κλαψιάρης άνδρας με κοστούμι και «καραφλή» μάσκα ανακαλύπτει τον δίδυμό του και του πετά ένα ροζ μπαλόνι. Το τηλέφωνο χτυπάει πάνω στον ψύκτη του νερού, ο Φρέντι Μέρκιουρι(!), ντυμένος υπηρέτρια, εισβάλλει νευρωτικά στη σκηνή, αρπάζει το ακουστικό και σέρνεται ουρλιάζοντας στο πάτωμα.
Μια glamorous θηλυκιά Τυραννόσαυρος Rex με περούκα σαρώνει με την γιγάντια ουρά της την grande dame με το κρινολίνο και της ξεριζώνει το ένα πόδι. Αυτό προκαλεί την άμεση παρέμβαση μιας ποδολάγνας γκουβερνάντας με παραμορφωμένο πρόσωπο, η οποία συλλέγει κομμένα μέλη σε ένα καροτσάκι του σούπερ-μάρκετ.
Νιώθουμε μετέωροι, «ξεβολεμένοι», αποκομμένοι από τα γνώριμα σχήματα και ταυτόχρονα μαγεμένοι από τούτο το πολύχρωμο πανδαιμόνιο που μας παρασύρει σε νέες φόρμες, σε νέες πραγματικότητες, σε άπειρες πιθανότητες συνύπαρξης.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η παρέα των freaks έχει πλέον συγκεντρωθεί. Σε μας μπορεί να μοιάζουν ακατανόητες οι πράξεις τους, εκείνα όμως δείχνουν πλήρως παραδομένα στο εξωφρενικό παιχνίδι τους που διέπεται από τη δική του παράξενη, σουρεαλιστική λογική. Η αγάπη για το «αφύσικο», για την επιτήδευση, για την γκροτέσκα, χιουμοριστική υπερβολή διατρέχει το Elenit. Είναι «ένα είδος αισθητισμού, ένας τρόπος να βλέπεις τον κόσμο ως αισθητικό φαινόμενο» σημειώνει η Σούζαν Σόνταγκ μιλώντας για το camp, και ο κόσμος του Λασκαρίδη συνιστά ολόκληρος μια αισθητική, πρωτίστως, κατασκευή.
Τα πλάσματά του δεν έχουν σάρκα και οστά, αλλά αξεσουάρ θεάτρου, περούκες, μάσκες, γοβάκια. Δεν μιλούν την ανθρώπινη γλώσσα αλλά εκφράζονται με μια γλώσσα φτιαχτή, με φωνές μηχανικά μεταλλαγμένες, με ουρλιαχτά από ταινίες τρόμου, με την υστερία του μελοδράματος.
Είναι σαν να έχει επισυμβεί η απόλυτη αντιστροφή: η τέχνη δεν αντικατοπτρίζει πλέον την πραγματικότητα αλλά εγκαθιδρύει μια δική της πραγματικότητα, ανατρέποντας κάθε νόμο, κάθε προεγκατεστημένη αναπαράσταση, κάθε αναγνωρίσιμο και ευανάγνωστο σημαίνον της αδιασάλευτης, κανονικοποιημένης ζωής.
Εδώ όλα γκρεμίζονται και κατασκευάζονται διαρκώς. Μια ανεμογεννήτρια, ένα παραπέτασμα από κυματοειδείς λαμαρίνες, ένας ψύκτης, ένα ρολό Αεροπλάστ, όλο σχεδόν το σκηνικό παραπέμπει σε εργοτάξιο, ενώ ο ίδιος ο τίτλος του έργου αναφέρεται στο υλικό από αμίαντο που ήταν της μόδας όταν ο Λασκαρίδης, ως παιδί, συνόδευε τον αρχιτέκτονα πατέρα του στις οικοδομές και μάθαινε τα μυστικά του επαγγέλματος.
Τι πιο ταπεινό, τι πιο «πεζό» από τα μπετά και τα τσιμέντα, να, όμως, που από αυτές ακριβώς τις «άχαρες» πρώτες ύλες θα ζωντανέψουν σταδιακά όλες οι μορφές και οι εικόνες που γονιμοποίησαν την ευαισθησία του δημιουργού, που συνέθεσαν σταδιακά τον πλανήτη της ιδιοσυγκρασίας του, αιχμαλώτισαν το πάθος του, γαλούχησαν το βλέμμα του, καθόρισαν το φίλτρο μέσα από το οποίο αντίκριζε περιδεής και φλεγόμενος τα πάντα γύρω του: γυναίκες-ντίβες που παραβιάζουν κάθε προσδοκία περί «φυσικότητας», φιγούρες καταθλιπτικές, παρανοϊκές που επιβιώνουν στα άγρια δάση του φετιχισμού τους, σώματα φτιαγμένα από ύφασμα, από πλαστικό, από συνθετικά μέλη, από ψεύτικες τρίχες και μύτες, άυλες, κόκκινες και πράσινες κουκίδες φωτός, Σώματα Χωρίς Όργανα που θα έλεγε ο Αρτό, προϊόντα σύνθεσης και όχι βιολογίας, σώματα που δεν είναι ποτέ ολοκληρωμένα, περατωμένα, «κλειδωμένα» σε έναν οργανισμό, σε ένα φύλο, σε μια «νόρμα», αλλά διακαώς απορροφημένα σε μια «οικοδομική» διαδικασία, σε ένα πρότζεκτ μεταμορφώσεων, σε ένα διαρκές γίγνεσθαι, αενάως συναρμολογούμενα και αποσυναρμαλογούμενα, αφοσιωμένα στο να δημιουργούν κατά βούληση τον εαυτό τους, αλληλεπιδρώντας με άλλα σώματα, κλέβοντας το «πρόσωπο» ή το πόδι των διπλανών, ψηλώνοντας υπέρμετρα τη μια στιγμή και κονταίνοντας απρόσμενα την άλλη, επανεφευρίσκοντας φωνές, εικόνες, ρεφρέν και μοτίβα από cult ταινίες splatter, από trash μελοδράματα, από vintage μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ, από γλυκερά νούμερα του μπουρλέσκ, από οτιδήποτε εξάπτει τον ερωτισμό τους και τροφοδοτεί την ακατάπαυστη υπαρξιακή ροή τους.
Τα πλάσματα του Elenit καταλύουν τους δυϊσμούς «άνθρωπος-ζώο», «όμορφο-άσχημο», «είναι-φαίνεσθαι», «αληθινό-ψεύτικο», «άνδρας-γυναίκα». Προτάσσουν την αισθητική του «τέρατος» ως τη μοναδική διέξοδο από την παγιωμένη ταυτότητα, ως μοντέλο ενός γονιμοποιού, αταξινόμητου γίγνεσθαι που δεν ανήκει σε καμία καθαρή κατηγορία, σε καμία προαποφασισμένη –από ιδεολογικές ή άλλες επιταγές– θέση.
Το Τέρας είναι το παρόν, είναι το μέλλον, είναι η πτυχή που ξεδιπλώνεται και εκφράζει μια νέα συναρπαστική δυνατότητα και, προπαντός, τη νέα σωματική και νοητική ελευθερία που διανοίγεται, αν καταφέρουμε να δούμε αυτή την πρόσμειξη όχι ως απειλητική αλλά ως ευεργετική, ως πράξη επιλογής, ως μια θαυμαστή συνουσία φύσης και τέχνης, φύλων και μηχανών, οργανικού και ανόργανου, υλικού και άυλου, με την πιο αιθέρια, ευφρόσυνη (αυτο)ποιητική.
Παρακολουθώντας το Elenit, δυσκολευόμαστε να ταυτιστούμε με κάποια από τις φιγούρες που δρουν ενώπιόν μας. Είναι ταυτόχρονα οικείες και ανοίκειες. Δεν μας αφήνουν να εντοπίσουμε ένα κραταιό υποκείμενο μέσα από τα μάτια του οποίου να πιάσουμε το νήμα της δράσης και να βιώσουμε τις συγκρούσεις ή τις ανατροπές.
Νιώθουμε μετέωροι, «ξεβολεμένοι», αποκομμένοι από τα γνώριμα σχήματα και ταυτόχρονα μαγεμένοι από τούτο το πολύχρωμο πανδαιμόνιο που μας παρασύρει σε νέες φόρμες, σε νέες πραγματικότητες, σε άπειρες πιθανότητες συνύπαρξης.
Ο Λασκαρίδης προτείνει ένα σύστημα άκεντρο, μια διαρρύθμιση μονίμως ανοιχτή, μονίμως σε εξέλιξη, που δεν ξεκινά από κάποια «αρχή» ούτε καταλήγει σε κάποιο «τέλος». Δεν μπορεί να ταξινομηθεί (ανήκει στον χορό, στο θέατρο, στην περφόρμανς;) ούτε να υπαχθεί σε κάποιο σημαίνον. Δεν συμβολίζει ούτε αναπαριστά: μηχανεύεται.
Είναι ένα εργοστάσιο επιθυμιών, ροών, επιτελέσεων, που αποσταθεροποιούν τον θεατή και τον καλούν να εργαστεί με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτόν που έχει συνηθίσει, να γίνει συμπαραγωγός νοήματος, ισότιμος συμπαίκτης· να συναντηθεί με το «καινούργιο» και όχι να αναγνωρίσει το «παλιό»· να φτιάξει τις δικές του ιστορίες, να αφεθεί στις αισθήσεις του, στη χαρά του συμμετέχειν· να ανακαλύψει τα πράγματα από την αρχή, να επινοήσει δικά του.
Δεν υπάρχει ιδανικός ομιλητής ή ακροατής ούτε μια ομοιογενής γλωσσική κοινότητα. Υπάρχουν μόνο ανοιχτά, φωτεινά δαχτυλίδια, ομόκεντροι κύκλοι που συνεχώς παράγουν συνειρμούς και ενώσεις. Και είναι από αυτή την άποψη που μια παράσταση, φαινομενικά ταγμένη στο πεδίο της αισθητικής, αποκτά συνάμα και διάσταση πολιτική: γιατί αντιστέκεται σε κάθε δεδομένο, σε κάθε κανονιστική δύναμη, σε κάθε αρχή επιβολής μιας απόλυτης, ολοκληρωμένης ερμηνείας, σε κάθε έξη αναπαραγωγής μιας προσυμφωνημένης (θεατρικής ή άλλης) σύμβασης.
Ο χάρτης που παράγει είναι πάντα αποσυναρμολογήσιμος, αντιστρέψιμος, τροποποιήσιμος, κατοικημένος από πολλαπλότητες που μας γοητεύουν, ακριβώς επειδή σχετίζονται με την πολλαπλότητα που κρύβεται εν αναμονή μέσα μας.
Αυτό που βρίσκει εδώ έκφραση δεν είναι η σκοπιμότητα όσο η αποτυχία και η δοκιμή. Δεν είναι το ολοκληρωμένο προϊόν αλλά η διαδικασία και η ενεργός παρόρμηση που καταβροχθίζει τον κόσμο και καταβροχθίζεται από αυτόν. Δεν είναι τα όρια μεταξύ των σωμάτων αλλά το σημείο όπου τα όρια ξεπερνιούνται και πραγματοποιείται η ανταλλαγή και ο προσανατολισμός του ενός προς τον άλλον.
Και αυτόν, τον τόσο δελεαστικό τρόπο «για να κάνουμε αγνώριστο και τον ίδιο τον εαυτό μας», όπως ονειρεύεται ο Ντελέζ, υλοποιεί επί σκηνής ο Ευριπίδης Λασκαρίδης, χαράσσοντας οργιαστικά τον δρόμο προς ένα θέατρο του μέλλοντος – μονάχα που αυτός, με ασυγκράτητη τόλμη, το υλοποιεί στο παρόν...
Μετά τον δεύτερο κύκλο παραστάσεων που ολοκληρώθηκε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση το «Ελενίτ» συνεχίζει την παγκόσμια περιοδεία του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.