ΟΠΟΥΔΗΠΟΤΕ ΚΙ ΑΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΚΑΝΕΙΣ, την ώρα του χαλασμού όλες οι μαρτυρίες είναι σεβαστές και είναι αληθινά μωροί και λίγοι οι είρωνες και όσοι αποφασίζουν να ακυρώσουν τις νοητικές διαδρομές αυτών που πιστεύουν – σε ό,τι πιστεύουν.
Όλες αυτές οι ιστορίες για αγίους, δυνάμεις και υπερδυνάμεις που αφηγείται κόσμος που βγήκε όρθιος μέσα από το διαλυμένο τρένο των Τεμπών έχουν τη θέση τους στο μωσαϊκό ανευθυνότητας, αποκτήνωσης και πελατειοκρατίας της τελευταίας δεκαετίας, και κανείς δεν έχει δικαίωμα πάνω σ’ αυτές.
Όσοι επέζησαν και είδαν για λίγο τον εαυτό τους κάπου ανάμεσα στο φάσμα ζωής και θανάτου, όσοι πασχίζουν για λίγες ώρες ύπνου μετά τη σφαγή, όσων η ζωή κρέμεται ακόμη σε κλωστές με κάποιον να λιώνει στο πλάι τους, δεν έχουν ανάγκη από τις εξηγήσεις περί πίστεως από κανέναν και για κανέναν λόγο.
Είναι, όμως, το φως που επιλέγεται να πέσει πάνω σε αυτές τις προσωπικές μαρτυρίες που ερεθίζει τον άλλο πόλο, τον μονίμως αμφισβητία, τον εξ επαγγέλματος τιμητή, που θολώνει το πλάνο και μπερδεύει, αποσυντονίζει και τελικά εξοργίζει, γιατί εκείνο που πραγματικά κάνει είναι μετατόπιση της συζήτησης.
Είναι αυτονόητη η χαρά και η ανακούφιση για τους συνανθρώπους μας που επέζησαν, όπου κι αν πιστεύουν, ό,τι κι αν πιστεύουν ότι τους έσωσε. Ας σκεφτούμε, όμως, και τον επιπρόσθετο πόνο που τέτοιοι τίτλοι, τέτοια δημοσιογραφικά αφηγήματα και τέτοιου είδους εργαλειοποίηση του θρησκευτικού αισθήματος μπορεί να προξενούν σε γονείς που μόλις κήδεψαν τα παιδιά τους, σε παιδιά που δεν θα γνωρίσουν τη μητέρα τους, σε οικογένειες που ξεκληρίστηκαν.
Από χθες πολλά media έχουν επιλέξει να εστιάσουν σε αυτές τις ιστορίες με πομπώδεις, παραπλανητικούς τίτλους: «Ο Άγιος Ελευθέριος τον έσωσε», «Είχε την Αγία Ευδοκία στο πλευρό της και βγήκε ζωντανή από το τρένο του θανάτου», ο σταυρός, το φυλαχτό, η ευχή της μάνας διογκώνονται, αριβάρουν απρόσκλητα στην κουβέντα, κάνουν πολιτική εκεί που δεν υπάρχει χώρος ούτε για κιχ.
Και ξεκινά ξανά από την αρχή μια παλιοκαιρισμένη συζήτηση περί πίστης που τα λύνει όλα, τα διορθώνει όλα, τα παρηγορεί όλα, τα βάζει σε αφωνία όλα, εκεί ακριβώς που τίποτα δεν έχει λυθεί και δεν έχει γίνει, τίποτα δεν μπορεί να διορθωθεί 57 νεκρούς μετά και δεν υπάρχει εχέφρων πολίτης σ’ αυτή τη χώρα που να μην ξυπνά και να μην κοιμάται με το αίσθημα του απαρηγόρητου δεκαετίες τώρα και να μη θέλει να ουρλιάξει.
Από την Κυριακή, οπότε και προβλήθηκαν οι «Πρωταγωνιστές» του Σταύρου Θεοδωράκη με κάποιες από τις πρώτες σπαρακτικές μαρτυρίες ανθρώπων που σώθηκαν από το δυστύχημα στα Τέμπη, καθόλου τυχαία από την αφήγησή τους –και από διάφορα sites και εκπομπές– απομονώθηκαν οι αναφορές σε Αγίους και θεία, τα σημεία των εξομολογήσεών τους που αφορούσαν την εξήγηση της δικής τους σωτηρίας ή της πνευματικής σανίδας στην οποία ακούμπησαν για να βρουν δύναμη και κουράγιο μέσα στο χάος.
Το πώς αυτές οι τόσο μύχιες εξομολογήσεις μετατράπηκαν σε «σημαίες» μιας από τις φρικτότερες υποθέσεις κακοδιοίκησης ελληνικού οργανισμού της τελευταίας τριανταετίας δεν είναι για να απορείς, αλλά για να φοβάσαι – γιατί αν δεν έχουν να κάνουν με καθαρό clickbait, έχουν να κάνουν με φθηνή προσπάθεια αποπροσανατολισμού με υλικό το θρησκευτικό αίσθημα.
Το σκεπτικό πίσω από αυτή την «επιχείρηση» πατά με θράσος πάνω στη σιγουριά ότι κανείς δεν θα τολμήσει να αμφισβητήσει τέτοιες εξομολογήσεις. Είναι όμως το ίδιο σκεπτικό που «ξεχνά» όσους έχασαν τα πάντα σ’ αυτή την τραγωδία, χωρίς την παραμικρή βοήθεια από τους αγίους των Τεμπων.
Γιατί είναι αυτονόητη η χαρά και η ανακούφιση για τους συνανθρώπους μας που επέζησαν, όπου κι αν πιστεύουν, ό,τι κι αν πιστεύουν ότι τους έσωσε. Ας σκεφτούμε, όμως, και τον επιπρόσθετο πόνο που τέτοιοι τίτλοι, τέτοια δημοσιογραφικά αφηγήματα και τέτοιου είδους εργαλειοποίηση του θρησκευτικού αισθήματος μπορεί να προξενούν σε γονείς που μόλις κήδεψαν τα παιδιά τους, σε παιδιά που δεν θα γνωρίσουν τη μητέρα τους, σε οικογένειες που ξεκληρίστηκαν.
Συμπεράσματα και εικασίες για το ότι η «Αγία Ευδοκία», ο «Άγιος Νικόλαος» και οποιοσδήποτε άλλος από τη σεπτή οικογένεια των Θείων έσωσε τον έναν, αλλά όχι τον άλλον, είναι κάπως κακοποιητικά για εκείνους που έμειναν πίσω. Κάποιοι είχαν Άγιο και όλοι αυτοί που χάθηκαν (δεν είχαν) τίποτα; Πρόκειται για μία καθόλου αγία, καθόλου χριστιανική σκέψη.
Αφού δεν μπορούμε να υπάρξουμε ούτε για λίγο σοβαροί, ας αφήσουμε αυτές τις αφηγήσεις –και τους ανθρώπους– στην ησυχία τους, ας αφήσουμε τον κόσμο να πενθήσει χωρίς εργαλειοποίηση της πίστης του ακόμη και σ’ αυτή τη φρικτή στιγμή. Η πίστη μπορεί να σώζει, αλλά εκεί που έχουν συμβεί όλα λάθος από τους ανθρώπους, η επίκληση στο Θαύμα κάποτε πρέπει να τελειώνει.