Είχαμε κάνει μια συμφωνία οι δυο μας: στο σχολείο, στα παιδικά πάρτι, στις τυχαίες συναντήσεις με άλλα παιδιά και τους γονείς τους, δεν θα με έφερνε σε δύσκολη θέση. Με αγκαλιές, φιλιά, συμβουλές ή παρατηρήσεις που την επόμενη μέρα θα έδιναν λαβή για κάποιο σχόλιο, κάποιο πείραγμα, κάποια ένταση στη σχολική αρένα.
Τα χρόνια περνούσαν και το συμβόλαιο ετηρείτο με θαυμαστή πειθαρχία από τη μαμά. Όχι σάλια δημοσίως, όχι φιλιά και μητρικές κορώνες, θα τα λέγαμε όλα μετά. Και το «μετά» ήταν δίκοπο μαχαίρι –σίγουρα άκουγες πράγματα που δεν θα ‘θελες να σου πει δημοσίως, αλλά τέλος πάντων, ήταν υπόθεση ιδιωτική, υπόθεση των δυο μας.
Το συμβόλαιο «έσπασε» στην προ-εφηβεία. Εκεί που πλέον είχα περίπου το μισό σετ αξεσουάρ των ενηλίκων. Κλειδιά του σπιτιού, μεγαλύτερη ελευθερία στο «μπες – βγες», πρόσβαση στα επικίνδυνα του σπιτιού (πώς ανεβαίνει και κατεβαίνει ο γενικός, πώς παίρνει μπρος το πλυντήριο, πώς ζεσταίνεις ή φτιάχνεις το φαγητό σου, κλ.π), περισσότερους καινούριους φίλους και χόμπι και συνήθειες, εκδρομές, φροντιστήρια, αποφάσεις για το μέλλον...
Τότε μπήκε στη ζωή μας το «πάρε με, όταν πας εκεί / αλλού / παρέκει». Εκείνη την εποχή, το κινητό ήταν κάτι σαν επιστημονική φαντασία, οπότε οι τσέπες του μπουφάν γέμιζαν με ψιλά ή τηλεκάρτες για να εξυπηρετήσουν τη μητρική (περίπου) εντολή.
Tο «πάρε με, όταν φτάσεις», μετά και την απερίγραπτη εθνική τραγωδία στα Τέμπη, δεν είναι απλώς η πρέσα της μάνας για έλεγχο, η ανάγκη για επίβλεψη, η προσπάθεια να προεκταθεί ο ομφάλιος λώρος σε αδιανόητες αποστάσεις. Είναι προφανώς η βαθιά επίγνωση της τυχαιότητας, που, πολύ συχνά μας κρατά στη ζωή σε αυτόν τον τόπο.
Η απάντηση συνήθως κυμαινόταν σε ύφος «ναι, ρε μαμά» και η πόρτα έκλεινε με κρότο, ειδικά αν στο κατώφλι περίμεναν φίλοι. Επίσης, η «εντολή» ξεχνιόταν το δευτερόλεπτο που έκλεινε η πόρτα. Καμία απολύτως σημασία στο «πάρε με, όταν φτάσεις», όπου κι αν πας, ό,τι κι αν γίνεται (συνήθως, της απότρελης γινόταν, αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα).
Το νερό έτρεξε μέχρι το αυλάκι της ενηλικίωσης, κι άλλα κύματα κι άλλες αγωνίες σκέπασαν εκείνα τα πρώτα άγχη («πού πας; Τι θα κάνετε; Μέχρι τις 23.00 να έχεις γυρίσει») –μοιραία και μέχρι το τέλος πιο ψύχραιμος και πιο διαλλακτικός ο άλλος πόλος του σπιτιού, ο μπαμπάς-, όμως, η εντολή ουδέποτε ακυρώθηκε ή έστω αμβλύνθηκε σε ό,τι αφορά την επιτακτικότητά της.
Οι Ευρωπαίοι φίλοι μας που αφήνουν γεια σε γονείς ήδη από τα 18 μπορεί και να γελούσαν με την ιδιαίτερη ταυτότητα του «μαμάκια» που κάθε Έλληνας κουβαλάει κάτω από τη ζακέτα (κι αυτήν να την πάρεις!). Και εμείς οι ίδιοι πολλές φορές, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι κάποιου ψυχίατρου αναλογιζόμαστε και ανακαλύπτουμε το τραύμα της παρέμβασης των γονιών –και της μάνας, ειδικώς- στις ζωές μας.
Όμως, το «πάρε με, όταν φτάσεις», μετά και την απερίγραπτη εθνική τραγωδία στα Τέμπη, πλέον αναλύεται και αποδελτιώνεται διαφορετικά. Δεν είναι απλώς η πρέσα της μάνας για έλεγχο, η ανάγκη για επίβλεψη, η προσπάθεια να προεκταθεί ο ομφάλιος λώρος σε αδιανόητες αποστάσεις. Είναι προφανώς η βαθιά επίγνωση της τυχαιότητας, που, πολύ συχνά μας κρατά στη ζωή σε αυτόν τον τόπο.
Η γονική εμπειρία ότι το παιδί, όσο «γερές βάσεις» κι αν έχει πάρει (άλλη ελληνική κουβέντα για την ανατροφή του παιδιού: «γερές βάσεις», λες και είσαι εξαώροφη πολυκατοικία, τουλάχιστον), όσο έξυπνο κι αν είναι, δεν είναι ποτέ ασφαλές, αν, επιπροσθέτως, δεν είναι και τυχερό. (Τώρα, ίσως, εξηγείται κάπως το γιατί πολλοί πιστεύουν στο μάτι, στα ματζούνια, στις κατάρες, στις ευχές για καλοτυχία, στα φυλαχτά στον κόρφο και πώς να τους μεταπείσεις...).
Είναι να απελπίζεσαι –και κάπως να αιτιολογείς, όχι πάντως και να δικαιολογείς, όλη αυτή την προσκόλληση στο «παιδί», στο «ό,τι έχει και δεν έχει» η μάνα σου κι ο πατέρας σου.
Πιστεύοντας απολύτως τη φράση που λέει ότι «γονιός σημαίνει να ζεις μέσα στον τρόμο για το υπόλοιπο του βίου σου», το «πάρε με, όταν φτάσεις», αυτή την κουβέντα με την οποία οι περισσότεροι μεγαλώσαμε, θεωρώντας τη θηλιά στον λαιμό μας, δικαίως αυτές τις μέρες ανάγεται στην κορυφαία μητρική / πατρική / γονική ένδειξη αγωνίας. Στο πρώτο και τελευταίο συμβόλαιο που υπογράφεις με τους ανθρώπους που σε έφεραν στη ζωή, ανεξαρτήτως του είδους της σχέσης που σας διέπει.
Με όλες αυτές τις μαρτυρίες γονιών που έστειλαν παιδιά, μεγαλωμένα με κόπο και αυτοθυσία, και κλήθηκαν να μην αναληφθούν επί τόπου, αντικρίζοντας μία μαύρη σακούλα, το ράβεις. Δεν απαντάς, δεν διαμαρτύρεσαι, μόνο αγκαλιάζεις. Και παίρνεις, όταν φτάσεις. Όσων χρονών κι αν έφτασες. Όπου κι αν είχες σκοπό να πας. Ακόμη και στο ψιλικατζίδικο.