Ανήκοντας σε μια διαφορετική γενιά από τη δική του, γνωστός αρχιτέκτονας που δεν βρίσκεται πια στη ζωή είχε υποστηρίξει αστειευόμενος ότι κάποιες φορές οι αρχιτέκτονες ντύνουν με λόγια τα έργα τους μετά τον σχεδιασμό. «Όσο περίεργο κι αν ακούγεται αυτό, με την έννοια ότι το λογικό είναι πρώτα να σκέφτεσαι και μετά να σχεδιάζεις, έχει μια αλήθεια. Ανάλογα με την παιδεία κάθε αρχιτέκτονα, ένα μέρος της σχεδιαστικής προσέγγισης είναι θολό, μπορεί να το συνειδητοποιεί εκ των υστέρων, την ώρα που καλείται να γράψει το κείμενο που συνοδεύει την ιδέα του».
Αυτό που θέλει να πει ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος είναι ότι κάθε αρχιτέκτονας, κάθε ομάδα, κάθε γραφείο, ακολουθεί κάποιες αρχές, «άλλα υπάρχουν και τόσα άλλα που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το σχεδιαστικό process που δεν μπορεί κανείς να τα περιγράψει εύκολα με λόγια». Ο επικεφαλής της Potiropoulos+Partners, αναφερόμενος στη φιλοσοφία του γραφείου του, μιλάει για τη σχέση της αρχιτεκτονικής του παραγωγής με το περιβάλλον, φυσικό και αστικό, τη συνομιλία του εκάστοτε έργου του με τον περίγυρό του μέσω της προσαρμογής ή της αντίθεσης. «Ένα άλλο θέμα», σημειώνει, «είναι η εμπειρία, δηλαδή το αφήγημα που θέλουμε να περάσουμε στον χρήστη αλλά και στον περαστικό που βρίσκεται στον δημόσιο χώρο και παρατηρεί το κτίριο. Και αυτό δεν είναι απλό. Η ιστορία που συνθέτουμε στο μυαλό μας και θέλουμε να διηγηθούμε σχετίζεται με το πώς θα θέλαμε εμείς οι ίδιοι να βιώσουμε το κτίριο. Σε έναν βαθμό είναι αυτοαναφορική αυτή η προσέγγιση και ευελπιστούμε ότι θα τους πει κάτι, ότι θα μπορέσουν να συμμετέχουν στη δική μας σκέψη, στη δική μας φαντασίωση».
Η φύση λειτουργεί ως ένα εργαστήριο που δεν παράγει ισορροπίες έτσι όπως τις αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος, αντίθετα μπορεί να ανατρέψει κάθε ισορροπία που εμείς συλλαμβάνουμε με το μυαλό μας, όταν αυτή δεν συμβαδίζει με τη δική της δυναμική. Ένα ανθρωπογενές πρότζεκτ μπορεί να επηρεάσει την ισορροπία μεταξύ φύσης και τεχνολογίας, ελεγχόμενα κατά την άποψή μας, και να κριθεί ωφέλιμο με τα δικά μας μέτρα, όχι όμως με τα μέτρα της φύσης, που μπορεί να το αντιληφθεί ως εισβολέα.
«Προφανώς μας απασχολεί το θέμα της αειφορίας, το οποίο είναι εκ των ων ουκ άνευ εδώ και αρκετά χρόνια, δεν νομίζω ότι υπάρχει σοβαρό αρχιτεκτονικό έργο που να μην τη λαμβάνει υπόψη του. Η επιδείνωση της κλιματικής αλλαγής είναι μια πραγματικότητα που μάλλον δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ακριβώς πόσο επικίνδυνη είναι. Προς αυτή την κατεύθυνση εξελίσσεται, δηλαδή, πλέον η σκέψη μας όταν καλούμαστε να σχεδιάσουμε πώς μπορεί ένα κτίριο να συνομιλεί με το περιβάλλον χωρίς να το επιβαρύνει ενεργειακά». Ωστόσο ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος τονίζει ότι η έντονη συζήτηση περί πράσινης αρχιτεκτονικής έχει οδηγήσει και σε φαινόμενα εμπορευματοποίησης με οικολογικό πρόσημο. «Έχουν ονομαστεί “πράσινα” υπηρεσίες και προϊόντα που δεν θα περίμενε κανείς να συσχετιστούν με την οικολογική συνιστώσα».
«Η φύση λειτουργεί ως ένα εργαστήριο που δεν παράγει ισορροπίες έτσι όπως τις αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος, αντίθετα μπορεί να ανατρέψει κάθε ισορροπία που εμείς συλλαμβάνουμε με το μυαλό μας, όταν αυτή δεν συμβαδίζει με τη δική της δυναμική. Ένα ανθρωπογενές πρότζεκτ μπορεί να επηρεάσει την ισορροπία μεταξύ φύσης και τεχνολογίας, ελεγχόμενα κατά την άποψή μας, και να κριθεί ωφέλιμο με τα δικά μας μέτρα, όχι όμως με τα μέτρα της φύσης, που μπορεί να το αντιληφθεί ως εισβολέα». Ποιες είναι οι σχέσεις τις οποίες μπορεί να αφυπνίσει η σημερινή αρχιτεκτονική, που λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής και της μηχανοποίησης των διαδικασιών έχουν παραμεληθεί; «Κατά τη γνώμη μου, το διακύβευμα αφορά μια σχεδιαστική αντίληψη που θα εμπεριέχει το οικολογικό πρόταγμα, αναδεικνύοντας τη σύνδεση της ανθρώπινης υπόστασης με την κατανόηση και αποδοχή όλων όσα συναποτελούν τον φυσικό μας περίγυρο. Αναφέρομαι σε μια αρχιτεκτονική προσέγγιση που θα πρέπει να επανεξετάσει τα πολλαπλά δυναμικά πεδία που γεννά η ίδια η εξέλιξη της πραγματικότητάς μας σ’ αυτόν τον πλανήτη, ώστε να μπορέσει να αφουγκραστεί τις δυνάμει αλλαγές που βιώνουμε, όπως αυτή της κλιματικής αλλαγής, και να τις μεταφράσει στη συνέχεια σε έναν σχεδιασμό πιο ευαισθητοποιημένο απέναντι στις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες, όπως είναι η σχέση μας με τη φύση».
Περιγράφει ένα συγκρότημα κατοικιών σε περιαστική περιοχή, το οποίο βρίσκεται μεν σε επαφή με ένα άλσος, αλλά είναι τοποθετημένο εντός του αστικού ιστού. Στα τέσσερα κτίρια που το αποτελούν δημιουργούν μεγάλους προβόλους, σαν εξωτερικά δωμάτια, και τους συνδυάζουν με πρισματικές ζαρντινιέρες, οι οποίες αγκαλιάζουν τις όψεις των κτιρίων και έλκουν το πράσινο κατακόρυφα, πάνω στην επιδερμίδα τους. Ο χρήστης αισθάνεται το έξω να επικοινωνεί απόλυτα με το μέσα, ενώ παράλληλα το συγκρότημα αναπτύσσεται σε έναν «ελαιώνα» με κυπαρίσσια, οπωροφόρα δέντρα και μικρούς λαχανόκηπους – το landscaping του έργου θυμίζει τοπία της Αττικής πριν από τη μεγάλη αστικοποίηση. «Με όλη αυτήν τη συμβολική αλλά και άμεση χειρονομία επιχειρούμε να φέρουμε τη φύση μέσα στο κτίριο, πιο κοντά στον άνθρωπο, αλλά και να ανασυντάξουμε το αστικό τοπίο της περιοχής, να δημιουργήσουμε μια άλλη τάση, ένα άλλο παράδειγμα».
Η αίσθησή του είναι ότι από την εποχή των star architects, του «υπερβολικού design» και των «πολλών θαυμαστικών», όπως την περιγράφει, θα περάσουμε σε αυτή των «πολλών ερωτηματικών». «Υπάρχουν αρχετυπικές πλευρές της ζωής οι οποίες έχουν χαθεί εντελώς και πρέπει να επανεξεταστούν. Παράλληλα, από τα ρούχα μέχρι το industrial design, ακόμα και σε κάποιες πλευρές της τέχνης, υπάρχει μια τάση εντυπωσιασμού η οποία είναι ανούσια πλέον. Το θέμα, λοιπόν, είναι να σκεφτούμε πώς θα επιστρέψουμε σε κάποιες ποιότητες τις οποίες έχουμε χάσει, πώς μπορούμε να ικανοποιηθούμε από το λιτό ώστε να μη δημιουργούμε συνεχώς νέες ανάγκες στον εαυτό μας – το ίδιο ισχύει και για την αρχιτεκτονική. Υπάρχει μια κρίση, η οποία είναι περιβαλλοντική και όχι μόνο, που μας οδηγεί στο να επανεξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο ζει ο άνθρωπος τα τελευταία, πολλά χρόνια. Κάποια βήματα προς τα πίσω, προσωπικά, θεωρώ ότι είναι βήματα προς τα εμπρός».
Το 2014, στη 14η Μπιενάλε της Βενετίας, η προβληματική που είχε θέσει ως επιμελητής της ο Rem Koolhaas αφορούσε την «υποχρέωση» της σύγχρονης αρχιτεκτονικής να εξετάσει εκ νέου τη σχέση της με το «design προβολής» και την τεχνολογία, επαναπροσδιορίζοντας τα «ουσιώδη», προκειμένου να συμβάλει στον εκσυγχρονισμό του ίδιου του πυρήνα της σκέψης της. «Θα ήθελα να σταθώ εδώ στο παράδειγμα της σκανδιναβικής αρχιτεκτονικής, η οποία αρνείται να ταυτιστεί με τις τάσεις της διεθνούς μόδας. Στη βάση μιας ανανεωτικής, τυπολογικής, μορφοπλαστικής και οικολογικής γλώσσας διεκδικεί τη δική της πολιτισμική αυτονομία και ταυτότητα, με συστατικά της το νερό, τον αέρα, το φως και τα φυσικά υλικά. Η προσέγγιση αυτή γίνεται πάντοτε σε ένα πλαίσιο ευελιξίας και ρεαλισμού αλλά και μιας πρωτότυπης χρήσης των παραδοσιακών υλικών και κατασκευαστικών μεθόδων, αρμονικά συνδυασμένων με τις αντίστοιχες σύγχρονες». Ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος τονίζει ότι το δικαίωμα στη φύση είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη δυνατότητα πρόσβασης του ανθρώπου στους αστικούς πόρους. «Η ελευθερία να σχηματίζουμε και να ανασχηματίζουμε τους τόπους όπου ζούμε με γνώμονα τη φύση είναι ένα από τα πιο σημαντικά αλλά και παραμελημένα ανθρώπινα δικαιώματα».
Εφόσον είμαστε χρήστες κτιρίων αλλά και παρατηρητές τους, μπορεί αυτή η λιτότητα στην οποία αναφέρεται να μας κεντρίσει το ενδιαφέρον σε μια χαοτικά δομημένη πόλη σαν την Αθήνα; Κι έπειτα, υπάρχουν περιθώρια ώστε να γίνει πιο βιώσιμη με τη βοήθεια της αρχιτεκτονικής; Ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος. «Νομίζω ότι η Αθήνα το έχει χάσει το παιχνίδι, δεν μπορείς εύκολα αυτή την πόλη να τη θεραπεύσεις. Είναι παραλιακή, αλλά η σχέση της με τη θάλασσα είναι περίπου ανύπαρκτη, δεν έχει ιστορικό κέντρο, όπως κάθε τυπική ευρωπαϊκή πόλη, οι υστεροβυζαντινές εκκλησίες και τα νεοκλασικά της γκρεμίστηκαν. Τα μεσοπολεμικά κτίρια είχαν ένα μεράκι στην αρχιτεκτονική τους που μπορεί κανείς να διακρίνει στις εισόδους τους, στα μπαλκόνια και στα κάγκελά τους. Όλα αυτά χάθηκαν με την αντιπαροχή και όλη αυτή την έκρηξη της ανοικοδόμησης που έγινε από τη δεκαετία του ’50 και ύστερα, όταν ο μέσος πολίτης είχε επιβιωτικές ανάγκες και ο εργολάβος είχε σχεδόν μοναδικό πρόταγμα τη μεγιστοποίηση του κέρδους με το ελάχιστο κόστος, εφόσον η πολιτεία δεν είχε την ευαισθησία ούτε και τον μηχανισμό να ελέγχει τι είναι αυτό που κατασκεύαζε. Έπειτα δημιουργήθηκε η τυπολογία της πολυκατοικίας για την οποία γίνεται μια μεγάλη συζήτηση που έχει βάση, όμως οι περισσότερες από αυτές στερούνται στοιχειώδους αισθητικής, ενώ δεν συνομιλούν με το περιβάλλον τους. Είναι κακά παραδείγματα, ολόκληρα αδιάφορα μέτωπα που δεν μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι προσφέρουν κάτι ποιοτικό στην πόλη. Την ίδια στιγμή, αυτή η πόλη δεν έχει καθόλου πράσινο, έχει προβλήματα σε επίπεδο υποδομών, στο οδικό δίκτυο και στις συγκοινωνίες της. Δύσκολα μπορεί κανείς να την επαναφέρει, και είναι πολιτικό το θέμα. Σε άλλες πόλεις, όπως η Βαρκελώνη και το Ρότερνταμ, βρήκαν τρόπους να υλοποιήσουν προγράμματα αστικής αναβάθμισης, στην Ελλάδα το βλέπω πολύ δύσκολο να γίνει κάτι τέτοιο. Και παρόλο που ο πολίτης περιμένει πάρα πολλά από τον αρχιτέκτονα, δεν έχει καταλάβει ότι δεν είναι εύκολο να γίνει αυτός που θα τραβήξει το άρμα μπροστά».
Άλλοι μιλούν για άνθηση και άλλοι για απειλή, το σίγουρο είναι ότι η Αθήνα είναι μια πόλη που έχει να διαχειριστεί αυτήν τη στιγμή έναν αυξημένο όγκο τουρισμού, ο οποίος δημιουργεί νέες ανάγκες και αρχιτεκτονικά ζητούμενα. «Η ίδια η πολιτεία οφείλει να νομοθετεί με γνώμονα το τι επιτρέπεται να χτίζεται και πού, ώστε να θέτει κάποιες κόκκινες γραμμές και να κατευθύνει κατά κάποιον τρόπο τη δόμηση. Από κει και πέρα, αυτό που πρέπει να απασχολεί τον αρχιτέκτονα είναι κάθε αποτύπωμά του να μην είναι εις βάρος του περιβάλλοντος, είτε εντός της πόλης είτε εκτός αυτής».
Η ομάδα του Potiropoulos+Partners ολοκλήρωσε πρόσφατα την κατασκευή ενός συγκροτήματος της Elpen, το Athens LifeTech Park, στο επιχειρηματικό πάρκο των Σπάτων. Σε αυτό το έργο ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος ένιωσε να τους δίνεται η μεγαλύτερη σχεδιαστική ελευθερία – από τα παλαιότερα έργα τους κάτι τέτοιο συνέβη και με το βραβευμένο νηπιαγωγείο της Γερμανικής Σχολής Αθηνών. Το νέο ερευνητικό κέντρο της φαρμακοβιομηχανίας περιλαμβάνει κι άλλες λειτουργίες, είναι εκπαιδευτικό και συνεδριακό κέντρο, ενώ διαθέτει και αθλητικές εγκαταστάσεις. Εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίο οργανώνουν τις εγκαταστάσεις τους οι μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας του εξωτερικού, εκεί το γραφείο σχεδίασε μια πλατεία που μπορεί να εξυπηρετήσει πολιτιστικές εκδηλώσεις – πρόκειται για μια απόληξη του κτιρίου σε μια μεγάλων διαστάσεων κερκίδα. «Η καλή αρχιτεκτονική προκύπτει σε μεγάλο βαθμό από το πώς συνεργάζεται και ο κύριος του έργου με τον αρχιτέκτονα», θα μου πει.
Αν και οι αρχιτέκτονες αντιμετωπίζονται ως «μάγοι» από τους οποίους οι άνθρωποι περιμένουν πολλά, κατά τον ίδιο στη σημερινή εποχή δεν υπάρχει η συνθήκη που να επιτρέπει στον αρχιτέκτονα να υλοποιεί ακριβώς αυτό που έχει οραματιστεί – γενικότερα, όχι μόνο στη χώρα μας. «Πάνω και πέρα από τα οράματα κάθε αρχιτέκτονα υπερισχύει μια αόρατη “δύναμη” που υπαγορεύει τι μπορεί να γίνει, τελικά, και τι όχι. Σχεδόν πάντοτε προκύπτει κάποιου είδους αντίδραση που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο “επιβάλλει” το πλαίσιο στο οποίο μπορεί να κινηθεί, δεδομένου ότι η αρχιτεκτονική είναι μια διαδικασία συνεχούς διαπραγμάτευσης μεταξύ του επαγγέλματός του και ενός ολόκληρου “συστήματος αντίστασης”, είτε αυτό αφορά τις απόψεις της πολιτείας, είτε συμφέροντα, είτε άλλη αιτία. Η συζήτηση αυτή θα έπρεπε να αποτελεί την πεμπτουσία ενός ευνομούμενου κράτους που νοιάζεται για τον πολιτισμό του και παράλληλα θα αποδείκνυε το επίπεδο της αρχιτεκτονικής παιδείας της κοινωνίας του».
Συγκεκριμένα, και όσον αφορά την Ελλάδα, βρίσκει αυτό το σύνθετο σύστημα αντίστασης ιδιαίτερα σκληρό. «Ένας αρχιτέκτονας στην Ελλάδα που δουλεύει μόνος του, με έναν-δυο βοηθούς, έχει να κάνει με αμοιβές τρομακτικά χαμηλές. Ακόμα και οι δικές μας, δηλαδή των οργανωμένων γραφείων-εξαιρέσεων, είναι σημαντικά χαμηλότερες από αυτές που δίνονται στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Ο μέσος επαγγελματίας είναι πιεσμένος, έτσι που η αρχιτεκτονική δεν αποτελεί από μόνη της μια ανάγκη γι’ αυτόν, περισσότερο με πολυτέλεια μοιάζει το να εμβαθύνει σε αυτήν και να την παράγει όπως θα ελπίζαμε όλοι όταν πρέπει να ολοκληρώσει τον σχεδιασμό ώστε να πληρωθεί και να μπορέσει να ζήσει».
Συχνά αναφέρεται στην άποψη που είχε διατυπώσει ο Jack Lang ότι «η αρχιτεκτονική δεν είναι έκφραση μιας κοινωνίας αλλά των εξουσιών που τη διοικούν», όπως επίσης και στο ότι «η αρχιτεκτονική πρέπει να αντιμετωπίζεται (και) ως πολιτική πράξη» – τάδε έφη Lebbeus Woods. Κατά την άποψη του δεύτερου, η αντίληψη της αρχιτεκτονικής ως πολιτικής πράξης είναι συγγενής με την έννοια της πολιτικής σημασίας που έχουν οι διάφορες καθοριστικές επιλογές και αποφάσεις σε όλα τα επίπεδα της ζωής, από την αντιμετώπιση των καθημερινών αναγκών μέχρι το μέλλον μιας πόλης ή μιας χώρας. «Για να περάσουμε στα δικά μας, η θωράκιση του θεσμού των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών αποτελεί θέμα πολιτικής βούλησης και μόνο. Είναι γνωστό ότι οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί είναι είδος εν ανεπαρκεία στη χώρα μας, παρόλο που οι πολιτικοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο θεσμός τους είναι η μοναδική αξιόπιστη διαδικασία που διαθέτει ο εκάστοτε αγωνοθέτης προκειμένου να επιλέξει την καλύτερη πρόταση ανάμεσα σε όλες όσες κατατίθενται. Όταν σχεδιάζεις για την κοινωνία –αυτό κάνουμε οι αρχιτέκτονες, δεν σχεδιάζουμε για τον εαυτό μας, όπως οι ζωγράφοι–, τη διασταύρωση της τέχνης σου με την πολιτική πρέπει να τη θεωρείς δεδομένη».
Architecture Design Map 5: The Green Issue
Η συλλεκτική έκδοση της LiFO σε συνεργασία με το Archisearch.gr και την Design Ambassador.