ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΟ καιρό μια παλιά συνάδελφος και νυν διάσημη influencer έκανε repost ένα βίντεο από το TikTok. Έλεγε κάτι σαν «Δεν το βρίσκω και πολύ δίκαιο αυτό το βίντεο για τις μαμάδες». Στο βίντεο η «μαμά» υποτίθεται ότι μπούκωνε το άρρωστο παιδί της με αντιπυρετικό κι έλεγε ψέματα στη νηπιαγωγό («Το σιρόπι; Είναι για τον σκύλο!», «Όχι, όχι, δεν δίνω φάρμακο στον σκύλο μου με το κουτάλι») για να το αφήσει στον παιδικό σταθμό και να πάει ανέμελη να κάνει γιόγκα.
Από κάτω γινόταν χαμός, κυρίως με σχόλια από άλλες γυναίκες. «Πριν το σχολικό είδα μία να δίνει σιρόπι στο παιδί της. Είναι πολλές αυτές» και «ΠΟΣΟ ΣΙΧΑΜΕΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ» και «Kαλά, πόσες τέτοιες ξέρω». Στο μεταξύ, εγώ αλήθεια δεν ξέρω καμία τέτοια μάνα, μόνο κάτι όρθια ερείπια σαν και μένα που τρέχουν να αφήσουν το παιδί στον παιδικό με ασιδέρωτο πουκάμισο και μαλλιά κοκαλωμένα από το dry shampoo (υπάρχει κάτι που να είναι τόσο θαυματουργό και τόσο αηδιαστικό ταυτόχρονα;) γιατί δεν πρόλαβαν να λουστούν. Δεν θα μιλήσω καν για το χάος που προκύπτει κάθε φορά που αρρωσταίνει ο γιος μου και πρέπει να δούμε ποιος θα τον κρατήσει και ποιος θα πάει στη δουλειά.
Αυτή η ιδέα της μάνας με τον άπλετο ελεύθερο χρόνο που πάει για καφέ φορώντας κασμιρένιο πουλόβερ και στέκα και μετά κάνει γιόγκα και barre a terre με τα γυμνασμένα της χέρια σε κάποιο στούντιο πιλάτες ανήκει μάλλον στο συλλογικό φαντασιακό ως απωθημένο.
Θέλω να πω, αυτή η ιδέα της μάνας με τον άπλετο ελεύθερο χρόνο που πάει για καφέ φορώντας κασμιρένιο πουλόβερ και στέκα και μετά κάνει γιόγκα και barre a terre με τα γυμνασμένα της χέρια σε κάποιο στούντιο πιλάτες ανήκει μάλλον στο συλλογικό φαντασιακό ως απωθημένο. Κάποτε η καλύτερή μου φίλη με είχε πάρει τηλέφωνο για να μου ανακοινώσει περιχαρής πως βρήκε χρόνο να κόψει τα νύχια της. «Είχα μήνες να προλάβω, το μωρό κοιμήθηκε σερί πάνω από 2 ώρες», μου είχε πει με τρομερό ενθουσιασμό στη φωνή.
Υπάρχει ένα τραγούδι που μοιάζει να το έχει φτιάξει κάποιος στο συνθεσάιζερ στο σπίτι, πατώντας τα κουμπιά με ένα κουτάλι. Το λατρεύω και το μισώ ταυτόχρονα. Έχει τίτλο «Η καλύτερη μαμά του κόσμου» («Η καλύτερη μαμά του κόσμου / η καλύτερη μαμά του κόσμου / είναι απ’ όλες τις μανούλες η δική μου μαμά / που με παίρνει αγκαλιά και μου δίνει φιλιά / αχ, πώς σ’ αγαπάω μαμά»!). Υπάρχει και αντίστοιχο τραγούδι για μπαμπάδες, που ανήκει όμως στην ηρωική εποποιία («Αν πάει ο λύκος να με δαγκώσει / εκείνος θα ’ρθει να με σώσει / κι αν μες στη ζούγκλα θα ’χω χαθεί εκείνος ξέρει πώς να με βρει / Είν’ ο μπαμπάς μου, είν’ ο μπαμπάς μου / ο αγαπημένος ήρωάς μου./ Ποιος Σούπερμαν, Ζορό, Μπρους Λι, τους βάζει κάτω όλους μαζί»!).
Δεν μπορώ να πω ότι όλη αυτή η ανελέητη σύγκριση (στην καλύτερη), αυτή η συνεχής κριτική (στη χειρότερη) που κάνουν οι μανάδες στις άλλες μανάδες και στον εαυτό τους μου κάνει εντύπωση. Έχουμε μεγαλώσει σε μια κοινωνία που μας έμαθε ότι οι άλλες γυναίκες είναι αντίπαλοί μας και ο μόνος τρόπος να «ανέβουμε» είναι να πατήσουμε όλες τις υπόλοιπες κάτω σαν τα χταπόδια. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο προσωπικό και συναισθηματικά φορτισμένο από τη βαθιά μας ανάγκη, και ανασφάλεια, να είμαστε καλές μανάδες.
Σε όλο αυτό προστίθεται και κάτι απόλυτα ελληνικό: η μόνιμη σκιά της «Αγίας Μάνας», αυτής της σύγχρονης Παναγίας που μαγειρεύει σκυφτή πάνω από τη χύτρα, τυλιγμένη με ένα σάλι, και φωνάζει με τρεμάμενη φωνή: «Αγόρι μου, ζακέτα να πάρεις». Πρέπει όμως να θυμόμαστε και να επαναλαμβάνουμε σαν μάντρα: δεν υπάρχει Αγία Μάνα. Καμία μας δεν θα κερδίσει στον διαγωνισμό μαμαδοσύνης. Πολλές φορές δεν ξέρουμε τι κάνουμε, απλώς προσπαθούμε να κρατηθούμε στον αφρό και να μην πνιγούμε. Αμήν.