Είναι εννέα το πρωί ώρα Αγγλίας όταν συνδεόμαστε μέσω Zoom για την προγραμματισμένη συνέντευξη, και ο Simon McBurney έχει μόλις ξυπνήσει. «Με συγχωρείτε», μου λέει, «κοιμήθηκα πολύ αργά χθες το βράδυ... Σας πειράζει να φτιάξω έναν καφέ ενόσω μιλάμε;».
Ακολουθώ τις κινήσεις του και νιώθω σαν να βρίσκομαι στην κουζίνα μαζί του. Με χαρά διαπιστώνω ότι, παρά τη φαινομενικά ταλαιπωρημένη όψη του, ο λόγος του ρέει χειμαρρώδης και δεν είναι λίγες οι στιγμές που αγγίζει μια συγκινητική ποιητικότητα. Από την άλλη, σκέφτομαι, δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς αυτός ο τόσο χαρισματικός άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο θέατρο και έχει κατακτήσει παγκόσμια φήμη ως σκηνοθέτης και συνιδρυτής της διάσημης πλέον ομάδας του ονόματι Complicité.
Επτά χρόνια μετά το συναρπαστικό Encounter, θα έχουμε τώρα την ευκαιρία να δούμε τη νέα δουλειά της ομάδας στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης. Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της βραβευμένης με Νόμπελ συγγραφέως Όλγκα Τοκάρτσουκ, η παράσταση «Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών» φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή του McBurney.
«Ένα από τα πράγματα που μου χαρίζουν ανακούφιση αυτήν τη στιγμή είναι ότι –δόξα τω Θεώ– η τρέχουσα γενιά των Βρετανών πολιτικών θα πεθάνει και τότε δεν θα είναι πια εδώ∙ κι εγώ δεν βλέπω την ώρα να συμβεί αυτό».
Το μυθιστόρημα της Τοκάρτσουκ –ένα εκπληκτικό αμάλγαμα αστυνομικού μυστηρίου, σκοτεινής φεμινιστικής κωμωδίας και ωδής στον Ουίλιαμ Μπλέικ, αλλά και ένα φλογερό μανιφέστο για τα δικαιώματα των ζώων και του περιβάλλοντος– προκάλεσε αναστάτωση στην Πολωνία κατά τη δημοσίευσή του, με τον δεξιό Τύπο της χώρας να βαφτίζει τη συγγραφέα «οικοτρομοκράτισσα» και εθνική προδότρια.
Στα βάθη του χειμώνα, σε μια απομακρυσμένη κοινότητα κοντά στα σύνορα Τσεχίας-Πολωνίας, οι κυνηγοί της περιοχής αρχίζουν να πεθαίνουν κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Η Γιανίνα Ντουσέικο, μια εκκεντρική ηλικιωμένη γυναίκα, πρώην μηχανικός, αστρολόγος και ενθουσιώδης μεταφράστρια του Ουίλιαμ Μπλέικ, έχει τις υποψίες της. Παρακολουθεί τα ζώα γύρω της και πιστεύει ότι συμπεριφέρονται περίεργα... Ποια η σχέση τους με τους φόνους; Η Ντουσέικο θα μεταμορφωθεί σε αυτοσχέδια ντετέκτιβ για να βρει την απάντηση.
Αν και το βιβλίο λειτουργεί άψογα ως νουάρ αστυνομικό, στον πυρήνα του πάλλεται μια βαθύτερη μετα-ανθρωπιστική προβληματική. Τι σημαίνει, διερωτάται, να είσαι άνθρωπος και τι σημαίνει να είσαι ζώο; Ποιες αντικειμενικές διακρίσεις μπορούν να γίνουν μεταξύ των δύο; Γιατί η θανάτωση ενός ελαφιού είναι απλώς άθλημα, ενώ η θανάτωση ενός ανθρώπου φόνος;
— Έχετε κάποιο είδος επετείου, αν δεν κάνω λάθος, φέτος γιορτάζετε τα σαράντα χρόνια από την ίδρυση της ομάδας σας, της Complicité.
Βρίσκω την ιδέα του χρόνου λίγο περίεργη, γι’ αυτό δεν είμαι φανατικός οπαδός των επετείων. Αλλά, ναι, αυτό που λέτε είναι αλήθεια. Η δική μου αντίληψη για τον χρόνο επανεξετάζεται διαρκώς υπό το πρίσμα του θανάτου. Τιμώ, φυσικά, όλη τη δουλειά που έχουμε κάνει ως ομάδα, αλλά δεν νιώθω την ανάγκη να γιορτάσω ή να σκεφτώ το γεγονός ότι πέρασαν τέσσερις δεκαετίες γιατί αυτό θα υπονοούσε μια αίσθηση μονιμότητας, ενώ στην πραγματικότητα η δουλειά που έχουμε κάνει με την ομάδα τα τελευταία σαράντα χρόνια βρισκόταν πάντοτε σε διαρκή διαδικασία εξέλιξης και αλλαγής, ήταν σε κάθε στάδιο διαφορετική.
Δεν μπορώ, λοιπόν, να το γιορτάσω σαν να ήταν μία ενιαία οντότητα, μου φαίνεται ελαφρώς ανειλικρινές αυτό ή, έστω, περίεργο. Φυσικά, νιώθω ενθουσιασμένος που βρίσκομαι ακόμα εδώ, που είμαι ζωντανός. Ο φίλος μου με τον οποία ίδρυσα την ομάδα, ο Μαρτσέλο Μάνι, πέθανε πριν από έναν χρόνο και αυτό είναι ακόμη εξαιρετικά επώδυνο για μένα. Και ήρθε αμέσως στο μυαλό μου, μόλις αναφέρατε την ιδέα της επετείου (συμπτωματικά μιλούσα για εκείνον και χθες το βράδυ).
— Λυπάμαι πολύ...
Όχι, χαίρομαι πολύ να μιλάω γι’ αυτόν. Είναι καλό να «σημειώνουμε» τα πράγματα μερικές φορές, να έχουμε τελετουργίες και τελετές. Αλλά, ναι, για να απαντήσω στην ερώτησή σας, είναι πράγματι πολύς καιρός τα σαράντα χρόνια και μου θυμίζει προπαντός ότι δεν έχω σταματήσει να εργάζομαι όλο αυτό το διάστημα. Είναι κάπως... ασυνάρτητη η απάντησή μου, ίσως δεν έχω ξυπνήσει καλά ακόμη, αλλά αυτές είναι οι σκέψεις μου.
— Πώς αποφεύγει κανείς την απόγνωση, όταν έρθει αντιμέτωπος με τη θνητότητά του;
Ω, Θεέ μου, δεν νιώθω απόγνωση μπροστά τη θνητότητά μου, νιώθω μάλλον ανακούφιση. Ένα από τα πράγματα που μου χαρίζουν ανακούφιση αυτήν τη στιγμή είναι ότι ‒δόξα τω Θεώ‒ η τρέχουσα γενιά των Βρετανών πολιτικών θα πεθάνει και τότε δεν θα είναι πια εδώ∙ κι εγώ δεν βλέπω την ώρα να συμβεί αυτό. Αν και μερικοί από αυτούς είναι νεότεροι από εμένα, θα με χαροποιούσε ιδιαιτέρως αν πέθαιναν πρώτοι. Αυτό είναι απαίσιο να το λέει κανείς, αλλά είναι απαίσιοι άνθρωποι, δίχως συνείδηση.
— Μπορώ να συμπεριλάβω αυτό το σχόλιό σας στη συνέντευξη;
Ναι, δεν ανησυχώ. Οι ηγέτες της Αγγλίας είναι αποκρουστικοί και ντροπιαστικοί. Πέραν αυτού, θα πρόσθετα ακόμη ότι πανηγυρίζουν για την ίδια την εγκληματικότητά τους. Όχι ότι τα πράγματα ήταν καλύτερα στο παρελθόν. Όλα τα αποκιοκρατικά έθνη οφείλουν να επανεξετάσουν αυτό που είναι και τις αξίες τους πολύ βαθιά, να αναλογιστούν τι έχουν κάνει στο παρελθόν και τι πρέπει να κάνουν τώρα, που έχουμε συνειδητοποιήσει, υποτίθεται, κάποια πράγματα. Αντιθέτως, η συντηρητική κυβέρνηση της χώρας συνασπίζεται εγκληματικά με τη νέα παγκόσμια τάξη, μια συμμαχία που ξεκίνησε με την άφιξη της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Ρόναλντ Ρέιγκαν, την ίδια περίοδο που άρχισα να δουλεύω στο θέατρο.
Έκτοτε έχουμε εκτοξευθεί παγκοσμίως σε μια ολέθρια δίνη. Όλοι ζούμε τα αφηγήματά μας, και το εθνικιστικό αφήγημα, εν προκειμένω το αφήγημα του να είσαι Βρετανός, έχει υφαρπαχθεί προκειμένου να υποστηριχθεί το μεγαλείο της βρετανικότητας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι σε αυτό το πλαίσιο έχει επιστρατευθεί και ο Σαίξπηρ, προκειμένου να εκπροσωπήσει τη σπουδαιότητα των Βρετανών. Ο κακόμοιρος ο Σαίξπηρ θα έφριττε.
— Αυτή η πολιτκή κατάσταση σας απασχόλησε όταν επεξεργαζόσασταν τη νέα σας παράσταση που θα δούμε στην Αθήνα;
Φυσικά. Τους πολιτικούς τούς νοιάζει μόνο η οικονομική αξία των πραγμάτων, το αέναα αυξανόμενο κέρδος. Και τι σημαίνει αυτό; Έχουμε ένα σύστημα που γεννήθηκε από την πατριαρχία και διατρανώθηκε μέσα στον καπιταλισμό. Το Οδήγησε το αλέτρι σου, λοιπόν, προκαλεί αυτό το πατριαρχικό σύστημα, για να το πω απλά. Και υπονοεί ότι μας εμπλέκει σε έναν τρόπο σκέψης που είναι βίαιος, καταστρεπτικός και επί της ουσίας μηδενιστικός, όσον αφορά την εξελιξή μας σε τούτη τη γη. Σε ένα ευρύτερο λεξικό εννοιών, η Φύση ήταν πάντοτε θηλυκού γένους. Και με γιουνγκιανούς όρους, η anima, η θηλυκή πλευρά της εσωτερικής ζωής μας, είναι αδιαχώριστη από αυτό που αποκαλούμε Φύση.
Εννοώ, είμαστε όλοι κομμάτι της φύσης, δεν μπορούμε να το αποφύγουμε, όπως δεν μπορούμε να δραπετεύσουμε από αυτον τον πλανήτη. To animus όμως –η αρσενική πλευρά– θέλει να ελέγχει και να κανονίζει τα πάντα. Έτσι, προκειμένου να διατηρεί τον έλεγχο, μας παραδίδει τον καπιταλισμό: την ιδέα της εκμετάλλευσης, της κυριαρχίας, την ιδέα ότι η φύση υπάρχει για το κέρδος του ανθρώπου και ως εκ τούτου αυτό μας το δίνει το δικαίωμα να την ξεζουμίζουμε, να την εξοντώνουμε κ.ο.κ.
— Ποιος είναι ο αντίλογος της Τοκάρτσουκ και, κατ’ επέκταση, της παράστασής σας σε αυτή την αντίληψη για τη φύση;
Ένα από τα υπέροχα πράγματα στο Οδήγησε το αλέτρι σου είναι η θηλυκή φωνή του: αυτήν προσπαθούμε να συλλάβουμε στην παράσταση, γιατί εκεί κατοικεί ο αντίλογος στην αρσενική, εξουσιαστική και αρπακτική διάθεση των ιθυνόντων. Η κεντρική ηρωίδα είναι μια γυναίκα που λέει μια ιστορία. Μια πολύ έξυπνη γυναίκα γύρω στα εξήντα πέντε που λέει μια ιστορία. Και η ιστορία αφορά την κοινωνία γύρω της και τη σχέση της με τη φύση, ενόσω τα παρατηρεί. Δεν είναι μια γυναίκα προερχόμενη από τη φύση, με την έννοια ότι μεγάλωσε σε κάποια φάρμα ή σε μια αγροτική περιοχή: ήταν πολιτικός μηχανικός, έγινε δασκάλα και τώρα έχει καταλήξει σε μια ξεχασμένη γωνιά της Πολωνίας.
Και επειδή καταλήγει εκεί, αρχίζει να παρατηρεί τη ζωή των ζώων γύρω της και να έχει μια ιδιαίτερη οπτική επάνω σε αυτή. Επίσης, εκφράζει τι συμβαίνει στις γυναίκες καθώς μεγαλώνουν: γίνονται αόρατες. Κανένας δεν τις βλέπει, κανένας δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτές, εξαφανίζονται. Και, σε ένα πολύ απλό επίπεδο, σημειώνει τι συμβαίνει αντίστοιχα όταν οι άντρες μεγαλώνουν, ποια αφηγήματα χρησιμοποιούν εκείνοι, έτσι ώστε να συνεχίσουν τη διαδικασία με την οποία κυριαρχούν και καταστρέφουν. Φυσικά, το μυθιστόρημα είναι πολύ πιο πολύπλοκο από αυτό.
— Τι άλλο σας γοήτευσε στο μυθιστόρημα;
Ότι είναι γραμμένο με τέτοιον τρόπο ώστε η ιδέα της αφήγησης μοιάζει διαρκώς να υπονομεύεται. Για να καταλάβετε τι εννοώ, ας σκεφτούμε ένα λεπτό τη διαφορά μεταξύ μιας ιστορίας και ενός ποιήματος: τα ποιήματα, ακόμη κι όταν είναι αφηγηματικά, δεν μοιάζουν με ιστορίες, γιατί όλες οι ιστορίες αφορούν μάχες, κυριολεκτικές ή μεταφορικές, οι οποίες καταλήγουν σε νίκη ή σε ήττα – όλα τα στοιχεία σε μια ιστορία προσανατολίζονται προς την έκβαση, προς το τέλος. Στα ποιήματα, όμως, συμβαίνει κάτι διαφορετικό: με τα λόγια του φίλου μου Τζον Μπέργκερ αυτό που κάνουν τα ποιήματα είναι ότι διασχίζουν τα πεδία μάχης («they cross the battlefields»): ακούνε τις κραυγές των πληγωμένων και φέρνουν ένα είδος γαλήνης. Όχι μέσω ενός εύκολου εφησυχασμού αλλά μέσω της υπόσχεσης πως ό,τι συνέβη δεν μπορεί να εξαφανιστεί σαν να μη συνέβη ποτέ.
Έτσι και στο μυθιστόρημα της Τοκάρτσουκ, η πλοκή δεν εξελίσσεται γραμμικά, όπως σε ένα αστυνομικό μυστήριο, αλλά παρεκκλίνει προς διάφορες κατευθύνσεις. Η συγγραφέας μιλάει για την ιδέα των αστερισμών: το γράψιμο ως μια φόρμα θρυμματισμένη, «κομμάτια» που διασκορπίζονται, αλλά μπορείς να τραβήξεις γραμμές ανάμεσά τους και να δεις τα σχήματα που δημιουργούνται. Δεν διαβάζεται –ούτε εξελίσσεται– γραμμικά αλλά με μια άλλη γεωμετρία, με μια ποιητική αντίληψη του κόσμου που έρχεται να συνδέσει τις «κουκίδες» αντί να τις βάλει σε τάξη και να τις «αναγκάσει» να παραγάγουν μια «λύση». Και αυτό ήταν πολύ ερεθιστικό όσον αφορά το βιβλίο, αλλά και την παράστασή μας, επειδή το δράμα συχνά αναζητά έναν πρωταγωνιστή, αναζητά τις συγκρούσεις, τους «ψυχολογικούς» τύπους, τον Θείο Βάνια, την ψυχολογική πάλη ανάμεσα σε έναν ήρωα και έναν άλλο, τη εξέλιξή τους: εδώ δεν το έχουμε αυτό.
Aκολουθούμε μια άλλη γεωμετρία. Το έργο δίνει φωνή σε μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας και αυτό που εμείς κάναμε ήταν να προσπαθήσουμε να μην κατασκευάσουμε ένα «δράμα» από το μυθιστόρημα (η Ανιέσκα Χόλαντ γύρισε μια ταινία βασισμένη στο ίδιο βιβλίο, με τίτλο Ίχνη στο χιόνι, είναι καλή ταινία, αλλά, κατ’ εμέ, δεν λειτουργεί αρκετά ικανοποιητικά, επειδή η δράση δεν περνάει μέσα από τη φωνή της αφηγήτριας). Στο μυθιστόρημα νιώθεις ότι η αφηγήτρια μιλάει απευθείας στον αναγνώστη, κι αυτό είναι κάτι που από νωρίς αποφασίσαμε ότι θέλουμε να διατηρήσουμε. Βγαίνει η ηρωίδα στη σκηνή και λέει «θα σας πω μια ιστορία», και μας μιλάει απευθείας. Αν έχετε δει το Encounter, ε, τότε ξέρετε ότι μου αρέσει πολύ να μιλάω στο κοινό. (γελάει)
«Ο πολιτισμός είναι το κυρίως πιάτο της ανθρώπινης ύπαρξης, η μοναδική τροφή που έχουμε, το μόνο πράγμα που μας κάνει ανθρώπους, το ότι μπορούμε να επικοινωνήσουμε ανταλλάσσοντας λέξεις. Η γλώσσα είναι η ουσία μας, είμαστε οι λέξεις που επιλέγουμε».
— Έχουμε αποτύχει ως είδος; Πώς καταφέραμε να καταστρέψουμε τα πάντα γύρω μας; Ποια είναι τα όρια του πολιτισμού μας;
Στην Αγγλία έχουν γίνει περικοπές σε όλα τα κονδύλια για τον πολιτισμό, έχουν απομονώσει ανθρώπους, τους ζητούν να μη μιλήσουν για ένα πράγμα και να μιλήσουν για ένα άλλο, ελέγχουν το BBC, λένε «αυτό το θέμα είναι ακατάλληλο», όλα οδεύουν προς μια τρομακτική κατεύθυνση. Την ίδια στιγμή, ο Τύπος ανήκει σε πολυεκατομμυριούχους, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν ζουν στην Αγγλία ή δεν είναι Άγγλοι, αλλά επιθυμούν να συντηρήσουν το υπάρχον σύστημα, δηλαδή πληρώνουν τους πολιτικούς για να το κάνουν. Η εκμεταλλευση των πολλών φέρνει χρήματα στα χέρια των λίγων, όπως γινόταν τον 19ο αιώνα. Τι σχέση έχει αυτό με τον πολιτισμό και με τη φύση;
Το κλειδί, αυτό που πρέπει να προσέξουμε, γιατί από εκεί ξεκινά η διαστρέβλωση, είναι η χρήση της γλώσσας. Όταν μιλάμε για τη φύση, την αντιμετωπίζουμε καταρχάς ως κάτι «εξωτερικό» σε σχέση μ’ εμάς, κάτι που βρίσκεται έξω από την ανθρώπινη εμπειρία. Λένε, παραδείγματος χάριν, οι άνθρωποι «πήγα στην εξοχή, ήταν υπέροχα, είδα κατσίκες και αγελάδες», ενώ στην πραγματικότητα η φύση είναι μέσα μας, είναι εμείς και ό,τι κάνουμε. Είναι ο αέρας που αναπνέουμε, το νερό που πίνουμε, τα ποτάμια και οι θάλασσες που κολυμπάμε, η γη που αγγίζουμε, τα φυτά και τα ζώα που καταναλώνουμε. Αλλά εκείνοι –όσοι ανήκουν στο σύστημα που περιέγραψα προηγουμένως– επιθυμούν να τη σκεφτόμαστε ως «πόρο» («resource»): γι’ αυτούς ένα δάσος είναι χρήσιμο επειδή η κοπή των δέντρων μπορεί να αποφέρει χρήματα, μια θάλασσα είναι χρήσιμη επειδή εξασφαλίζει την αλιεία ή τα δρομολόγια των πλοίων που μεταφέρουν προϊόντα. Και αυτό το αποκαλούν «ανάπτυξη». Έτσι, με τον ίδιο τρόπο που διαχωρίζουν τη φύση από εμάς, διαχωρίζουν και τον πολιτισμό.
Ο πολιτισμός μετατρέπεται σε κάτι σαν ένα φλιτζάνι τσάι, κάτι για το οποίο δεν υπάρχει πραγματική ανάγκη αλλά λειτουργεί ως ψυχαγωγικό πτι-φουρ, ως γλυκό έδεσμα, ή, όπως έγραψε ένας όχι και τόσο ενδιαφέρων Αμερικανός κριτικός για τη μουσική, ως ένα «πνευματικό cheesecake». Δεν το αντιλαμβανόμαστε βέβαια έτσι εμείς, δηλαδή όσοι συνειδητοποιούμε πως ο πολιτισμός είναι το κυρίως πιάτο της ανθρώπινης ύπαρξης, η μοναδική τροφή που έχουμε, το μόνο πράγμα που μας κάνει ανθρώπους, το ότι μπορούμε να επικοινωνήσουμε ανταλλάσσοντας λέξεις. Η γλώσσα είναι η ουσία μας, είμαστε οι λέξεις που επιλέγουμε. Και οι λέξεις που διαλέγουν οι τωρινοί πολιτικοί μας είναι εντελώς αδιάφορες και γεμάτες κλισέ, γεγονός εξόχως αποκαλυπτικό όσον αφορά το γλωσσικό αφήγημα που πρεσβεύουν.
— Πώς μπορεί να μας σώσει η γλώσσα, αυτό το «κλειδί» που περιγράφετε;
Η γλώσσα είναι σύνδεση. Όταν ζωγραφίζεις, το σώμα σου δημιουργεί μια γραμμή την οποία ακολουθούν άλλοι άνθρωποι, κι αυτός είναι ένας τρόπος σύνδεσης μεταξύ μας. Και η μουσική ενώνει τις εσωτερικές ζωές μας με έναν άλλο τρόπο, αυτές τις ζωές μας που υπάρχουν πέρα από τα λόγια. Και ίσως αυτό προσπαθούμε να κάνουμε όταν γράφουμε ‒είναι σχεδόν ένα είδος λαχτάρας‒, ψάχνουμε έναν τρόπο να πούμε κάτι διαμέσου του οποίου να τα πούμε όλα, γράφουμε ποίηση για να πούμε πράγματα που δεν λέγονται, που δεν μπορούμε να τα βρούμε στη γλώσσα, γιατί η γλώσσα μοιάζει να μας παγιδεύει.
Και αυτό ίσως μας οδηγεί πίσω στην ιδέα της ποίησης ως «θηλυκής» κατανόησης του κόσμου, ως μιας προσπάθειας να επινοήσουμε μια γλώσσα που θα είναι διαφορετική, που θα συνδέει πραγματικά τους ανθρώπους. Στο Οδήγησε το αλέτρι σου έχουμε μια γυναίκα που μας λέει μια ιστορία η οποία αρχίζει με τον θάνατο ενός άνδρα που πνίγηκε από ένα κόκαλο ζώου το οποίο του στάθηκε στον λαιμό. Πηγαίνοντας να επισκεφτεί το πτώμα του, η ηρωίδα παρατηρεί ένα ελάφι που τους κοιτάζει. Και αρχίζει να αναλογίζεται για ποιον λόγο πέθανε ο άνδρας που ήταν βίαιος και ηδονιζόταν να σκοτώνει ζώα με ωμό, βάρβαρο τρόπο. Μετά πεθαίνει κάποιος άλλος κυνηγός και μετά κάποιος άλλος κ.ο.κ.
Κι ενώ η Γιανίνα, η ηρωίδα, λέει αυτή την ιστορία, ταυτόχρονα λέει κι άλλες. Αγαπά να κοιτάζει τα άστρα και τους πλανήτες και καταλαβαίνει ότι η θέση μας στο σύμπαν είναι πολύ μικρή, παρ’ όλα αυτά υπάρχουν μοτίβα, ύλης, ενέργειας, νοήματος. Ο κόσμος όλος είναι ένας ιστός μοτίβων, όπως ο εγκέφαλος είναι ένας ιστός νεύρων. Κι έτσι, το Οδήγησε το αλέτρι σου δεν είναι απλώς μια ιστορία γι’ αυτούς τους άνδρες που πεθαίνουν αλλά και ένας στοχασμός για τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο: τι μπορεί να συμβεί αν ακολουθήσουμε το anima και την τάση του να συντονίζεται με το πνευματικό στοιχείο της ζωής.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.