ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ '60, ο καθηγητής Χένρι Κίσινγκερ είχε ήδη καταφέρει να αποδείξει ότι δεν ήταν ένας απλός σύμβουλος και γραφειοκράτης αλλά ένας υψηλός παράγοντας της στρατηγικής και διπλωματικής εξουσίας των ΗΠΑ. Ψυχή της μυστικής διπλωματίας που κορυφώθηκε τον Ιούλιο του 1971, βρίσκεται πίσω από την εντυπωσιακή ανακοίνωση του Προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον για το ταξίδι στην Κίνα και τη συνάντηση με τον Μάο Τσετούνγκ.
Είχε ηγετικό ρόλο, επίσης, στις διαπραγματεύσεις στο Παρίσι με το Ανόι για τη συνθήκη ειρήνης που επισφράγισε την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Βιετνάμ. Για το δεύτερο από αυτά τα κατορθώματα μοιράστηκε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης με τον Λε Ντουκ Το, διαπραγματευτή του Βόρειου Βιετνάμ, αν και ο τελευταίος αρνήθηκε να δεχτεί το βραβείο. Το βραβείο προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις γιατί συνέπεσε με τις αποκαλύψεις ότι ο Κίσινγκερ είχε υποστηρίξει την απόφαση του Νίξον να οργανώσει μια μυστική εκστρατεία βομβαρδισμού της Καμπότζης το 1969.
Από πολλές απόψεις είχε απόλυτο δίκιο ο Κρίστοφερ Χίτσενς κάνοντας λόγο για έναν εγκληματία πολέμου που έπρεπε να συναντήσει μια Νυρεμβέργη της διεθνούς κοινότητας και προφανώς όχι το Βραβείο Νόμπελ.
Η Καμπότζη ήταν επισήμως ουδέτερη και ο ηγέτης της πρίγκιπας Νοροντόμ Σιχανούκ προσπαθούσε να διατηρήσει με δυσκολία ισορροπίες. Η κυβέρνηση Νίξον έψαχνε όμως να στείλει ένα «ισχυρό μήνυμα» στο Βόρειο Βιετνάμ ότι ο νέος Πρόεδρος θα ήταν πιο σκληρός από τον Λίντον Τζόνσον που είχε ενδοιασμούς για βομβαρδισμό τρίτων χωρών πέραν του Βιετνάμ. Μαγνητοφωνημένες συνομιλίες του Λευκού Οίκου (οι κασέτες του Γουότεργκεϊτ) αποκάλυψαν ότι ο Νίξον εκθείαζε τη «θεωρία του τρελού». «Θέλω οι Βορειοβιετναμέζοι να πιστέψουν ότι έχω φτάσει στο σημείο όπου θα μπορούσα να κάνω οτιδήποτε», έλεγε ο Νίξον στον προσωπάρχη του, Μπομπ Χάλντεμαν. Ο Κίσινγκερ ήταν υπέρμαχος της ίδιας ιδέας, υποστηρίζοντας ότι η πολιτική των ΗΠΑ πρέπει πάντα να διατηρεί έναν απρόβλεπτο χαρακτήρα.
Τον Μάρτιο του 1969 ο Νίξον και ο Κίσινγκερ εξαπέλυσαν κύματα B52 σε αποστολές ισοπεδωτικών βομβαρδισμών (carpet bombs) πάνω από την Καμπότζη, όπως είχαν ήδη κάνει στο Βιετνάμ. Οι επιδρομές συνεχίστηκαν για δεκατέσσερις μήνες, αν και επισήμως η κυβέρνηση προσποιήθηκε ότι οι στόχοι ήταν όλοι στο Νότιο Βιετνάμ. Αρχικά, ο Κίσινγκερ δεν ήθελε καν να γνωρίζουν οι πιλότοι ότι έπλητταν την Καμπότζη, αλλά τον συμβούλεψαν ότι σύντομα θα το μάθαιναν και θα ήταν πιο πιθανό να διαρρεύσουν οι πληροφορίες, εκτός αν ορκίζονταν να κρατήσουν το απόρρητο πριν από τις επιδρομές. Οι βομβαρδισμοί παρέμειναν μυστικοί στην Ουάσιγκτον για μια τετραετία και έγιναν γνωστοί μόνο όταν ένας πληροφοριοδότης του στρατού έγραψε σε έναν γερουσιαστή, καλώντας τον να ερευνήσει το θέμα. Στην Καμπότζη οι βομβαρδισμοί οδήγησαν σε περίπου 700.000 θανάτους καθώς και σε δύο εκατομμύρια ανθρώπους που εγκατέλειψαν τις εστίες τους. Οδήγησαν επίσης έναν φιλοαμερικανό στρατηγό του στρατού, τον Λον Νολ, να καταλάβει την εξουσία από τον Νοροντόμ Σιχανούκ το 1970 και να ευθυγραμμίσει τη χώρα με τις ΗΠΑ. Οι βομβαρδισμοί και το πραξικόπημα τροφοδότησαν λαϊκές εξεγέρσεις, ενισχύοντας έτσι το αντάρτικο της Καμπότζης, τους «Κόκκινους Χμερ» του Πολ-Ποτ που πήραν την εξουσία το 1975 (οδηγώντας εκατομμύρια σε λιμό και θάνατο σε στρατόπεδα).
Σχόλιο: ας αφήσουμε την Ελλάδα, την Κύπρο ή τη Χιλή και την ανατροπή του Αλιέντε, στην οποία είχε κάποια ανάμειξη ο εκλιπών. Το γεγονός και μόνο πως οι ανελέητοι βομβαρδισμοί διαρκείας στην Καμπότζη, πέρα από τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς που προκάλεσαν, έδωσαν ώθηση στους γενοκτόνους «Κόκκινους Χμερ», μετατρέποντάς τους σε ήρωες προτού αποκαλυφθούν σφαγείς, θα αρκούσε για να μη γράφει κανείς για έναν «αμφιλεγόμενο» Κίσινγκερ. Από πολλές απόψεις είχε απόλυτο δίκιο ο Κρίστοφερ Χίτσενς κάνοντας λόγο για έναν εγκληματία πολέμου που έπρεπε να συναντήσει μια Νυρεμβέργη της διεθνούς κοινότητας και προφανώς όχι το Βραβείο Νόμπελ. Στην περίπτωση του Κίσινγκερ δεν μπορούμε εν τέλει να βρούμε ίχνος αντι-ολοκληρωτικής συνείδησης, και ας υπήρξε ένας από τους νέους Γερμανοεβραίους που δραπέτευσαν από τον ναζισμό για χάρη της ελευθερίας. «Μεγάλος πολιτικός» ναι (με κάποια κριτήρια), αλλά ακόμα μεγαλύτερος παλιάνθρωπος.