ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΒΛΕΨΕΙ κανείς την ουσία του Σαλό, δηλαδή να μείνει στην προφανή «σοκαριστική» αισθητική συνεισφορά του και στην καταγγελία του φασισμού ως «δικτατορίας» και «πολιτικής ανωμαλίας» (ένα «σεξο-φασιστικό παραλήρημα», όπως το χαρακτήριζε κάποτε κομμάτι της εγχώριας radical φιλμοκριτικής), αν δεν δει το διαλεκτικό σχήμα Σαντ - Σαλό - μικροαστισμός που το διαπνέει απ’ άκρη σ’ άκρη.
Τα δηλωμένα ιστορικά του στοιχεία –ο Μαρκήσιος ντε Σαντ γράφοντας τις 120 μέρες των Σοδόμων μες στα μπουντρούμια της Βαστίλης, ενώ έξω ήδη σιγοσφυρίζει η χύτρα της Γαλλικής Επανάστασης, και τα πεπραγμένα της εφήμερης και φαρσικής «Δημοκρατίας του Σαλό»– λειτουργούν ως στιβαρά συμβολικά μοτίβα ώστε ο Παζολίνι να κινηματογραφήσει το μη κινηματογραφίσιμο: τον φασισμό της δικής του εποχής – την «εκτροπή» μέσα μας.
Η κάμερά του είναι αλύπητα στραμμένη προς τον μικροαστό του ’70 και του λέει «αυτό είσαι», όχι τότε αλλά τώρα και ανά πάσα στιγμή, αυτή είναι η σχέση σου με το διαρκές φαινόμενο της εξουσίας, παρακμιακέ μέσε άνθρωπε, αφημένε στην κατανάλωση και στα ιερά τοτέμ και στο θέαμα, εσύ κρύβεις μέσα σου τον πιο τερατώδη σαδομαζοχισμό, εσύ εκθρέφεις το δυναμικότερο σύστημα οικειοθελούς υποταγής και καταναγκασμού που βάζει ο νους.
Αν ο φασίστας είναι ένας έκπτωτος μικροαστός που θέλει το αίμα του πίσω, τότε ο έκπτωτος φασίστας είναι ένας μικροαστός που τρώει το αίμα του σε μαύρη πουτίγκα τα βράδια μελαγχολώντας.
Αυτό που καυτηριάζεται εδώ, δηλαδή, δεν είναι η «πολιτική ανωμαλία» αλλά ακριβώς η πολιτική ομαλότητα μέσα απ’ τα θεσμικά της πρόσωπα, τον Δούκα, τον Επίσκοπο, τον Δικαστή και τον Πρόεδρο – η συνύπαρξη Δούκα (Ντούτσε) και Προέδρου στο μακάβριο παρεάκι των σαδιστών είναι ένα από τα πολλά κλειδιά της παζολινικής πρόκλησης: ο φασισμός και η αστική δημοκρατία βρίσκονται να είναι δύο διαφορετικές εκφάνσεις του ίδιου ψυχωτικού παραλογισμού, τα δε μεσαία στρώματα του μεταπολέμου είναι οι νέοι γκροτέσκοι μελανοχίτωνες.
Ποιος είναι, όμως, ο Ντούτσε του Παζολίνι; Τι είναι αυτό το αλλόκοτο κύκνειο άσμα του ιταλικού φασισμού που ακούει στο όνομα «Σαλό», και που του χρησιμεύει εδώ ως τέλεια σκηνογραφική αφορμή;
Το εύρημα του παραλληλισμού με τον Ντε Σαντ είναι αριστουργηματικό. Ακριβώς όπως ο Μαρκήσιος βρίσκεται κλεισμένος στη φυλακή εν έτει 1785, τον καιρό της οριστικής παρακμής των Βουρβώνων, και περιγράφει μια ακραία σεξουαλική φαντασίωση που συμβαίνει εβδομήντα χρόνια νωρίτερα (κατά τις λαμπρές ώρες του Ancien Régime), έτσι και ο Παζολίνι διηγείται την ιστορία ενός εγκλεισμού, ενός ερμητικού κολαστηρίου, όπου τα απομεινάρια κάποιου παλιότερου ισχυρού καθεστώτος επιχειρούν την εκτρωματική του αναβίωση. Οι σοφοί γεροφασίστες θα δείξουν στους κωλονέους τι εστί δύναμη και μεγαλείο, θα τους τα βάλουν κυριολεκτικά στο στόμα να τα φάνε.
Η επίκληση και μόνο της λέξης «Σαλό» είναι, φυσικά, μια μπουνιά στο στομάχι της ωραίας Ιταλίας του ’70. Της θυμίζει κάτι που αυτή επιχειρεί με κάθε τρόπο να ξεχάσει – προσοχή, όχι αναγκαστικά τον φασισμό του ventennio (1922-1942) αλλά την ανείπωτη ξεφτίλα της δεκαοκτάμηνης γερμανικής κηδεμονίας που τον ακολούθησε: το να πρέπει ξαφνικά να παίρνεις εντολές από κάτι βλάχους Γερμαναράδες μες στο ίδιο σου το σπίτι, ενώ προηγουμένως ηδονιζόσουν με τις νεορωμαϊκές φανφάρες περί nuovo impero και με ρήσεις όπως «καλύτερα να ζήσεις μια μέρα σαν λιοντάρι παρά εκατό χρόνια σαν πρόβατο».
Αν ο φασίστας είναι ένας έκπτωτος μικροαστός που θέλει το αίμα του πίσω, τότε ο έκπτωτος φασίστας είναι ένας μικροαστός που τρώει το αίμα του σε μαύρη πουτίγκα τα βράδια μελαγχολώντας. Κι η πουτίγκα αυτή ουδέποτε υπήρξε πιο μελαγχολική και μαύρη από ένα φθινόπωρο του 1943 στις όχθες της λίμνης Γκάρντα, στο ειδυλλιακό θέρετρο του Σαλό.
Όλα ξεκινούν λίγους μήνες νωρίτερα, με την απόβαση των Συμμάχων στη Σικελία. Τη νύχτα μεταξύ 9ης και 10ης Ιουλίου, δύο στρατιές (με μονάδες ως επί το πλείστον βρετανικές και αμερικανικές) εισβάλλουν συντονισμένα στην ιταλική μεγαλόνησο από θάλασσα και αέρα. Την επιχείρηση διευθύνουν οι Αλεξάντερ και Μοντγκόμερι απ’ τους Βρετανούς, και οι Πάτον και Αϊζενχάουερ απ’ τους Αμερικανούς – η αφρόκρεμα της στρατιωτικής τους διοίκησης. Μέσα σε έναν μήνα η Σικελία έχει πέσει. Ταυτόχρονα μ’ αυτήν τη σημαντική εξέλιξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (καθώς ανοίγει δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη, φεύγουν γερμανικά στρατεύματα απ’ τη Ρωσία για να το ενισχύσουν και κερδίζεται ταχύτερα η καθοριστική μάχη του Κουρσκ) συμβαίνουν δύο αρκετά αναπάντεχα γεγονότα.
Πρώτον, στο άκουσμα της εισβολής, όλες οι ιταλικές μεραρχίες των Βαλκανίων (περίπου ογδόντα) καταθέτουν τα όπλα· δεύτερον, πριν καν πέσει ολόκληρη η Σικελία –μέχρι τις 16 Αυγούστου αντιστέκεται ακόμα η πόλη της Μεσσήνης– το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο (το ανώτατο όργανο του φασιστικού κόμματος) διατάσσει την καθαίρεση του Μπενίτο Μουσολίνι, τη σύλληψή του, την κατάργηση του καθεστώτος και την αντικατάστασή του με μια κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης υπό τον στρατάρχη Πιέτρο Μπαντόλιο. Ο τελευταίος έρχεται αμέσως σε επαφή με τους Συμμάχους με την πρόθεση να συνθηκολογήσει και να φέρει την Ιταλία όσο γίνεται πιο γρήγορα στο απέναντι στρατόπεδο.
Ασφαλώς, οι Γερμανοί δεν τα παρακολουθούν αυτά με σταυρωμένα χέρια. Το σχέδιο κατάληψης της εξουσίας στην Ιταλία υπάρχει εδώ και καιρό. Τόσο τα πενιχρά στρατιωτικά αποτελέσματα του ιταλικού στρατού, που μόνο με τη Λιβύη και την Αλβανία μπόρεσε να δείξει την πυγμή του και περίπου οπουδήποτε αλλού διασύρθηκε, όσο και η εγγενής καχυποψία των Γερμανών για τους άρχηστους και απείθαρχους Νότιους είχαν κάνει τα ναζιστικά επιτελεία να απεργάζονται αυτήν την ενδοοικογενειακή αλλαγή φρουράς ήδη από τις πρώτες ώρες του πολέμου (αν όχι ολότελα πριν από τον πόλεμο, για λόγους αρχής). Έτσι, όταν ήρθε η ώρα της ιταλικής κωλοτούμπας, το Βερολίνο ήταν απολύτως έτοιμο.
Στις 12 Σεπτεμβρίου, ομάδα αλεξιπτωτιστών υπό τον λοχαγό των SS Ότο Σκορτσένι εντοπίζει το μέρος όπου κρατείται ο Μουσολίνι και πραγματοποιεί μια εντυπωσιακή καταδρομική επιχείρηση για να τον απελευθερώσει και να τον μεταφέρει σώο και αβλαβή στη Βιέννη (βλ. Επιχείρηση Δρυς-Operation Eiche). Δέκα μέρες αργότερα, ο ιταλικός φασισμός έχει ξαναστηθεί στα πόδια του για μια τελευταία γύρα, αυτήν τη φορά ως γερμανική μαριονέτα.
Το κόμμα εκκαθαρίζεται από τους αποστάτες και μετονομάζεται σε Δημοκρατικό Φασιστικό Κόμμα(!), το κράτος λέγεται Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία και αναγνωρίζεται μόνο απ’ το Ράιχ και τους δορυφόρους του (ούτε καν η Ισπανία του Φράνκο δεν συνάπτει διπλωματικές σχέσεις μαζί του), η πρωτεύουσα φεύγει απ’ τη Ρώμη, που βρίσκεται πλέον στο βεληνεκές των συμμαχικών πυρών, για να πάει στην κωμόπολη του Σαλό, και κουμάντο κάνει κατευθείαν η Βέρμαχτ που έχει εισβάλει μαζικά απ’ την Αυστρία και στηρίζεται μόνο στους τελευταίους πραγματικούς φασίστες που δεν αλλαξοπίστησαν, τους πιο ιδεολόγους, τους πιο άρρωστους ή απλώς αυτούς με ποινικό μητρώο πέραν διασώσεως.
Τέτοιους τοπικούς δωσίλογους, υποκοσμιακά καθάρματα με μαύρα πουκάμισα που τώρα πια δεν έδιναν καν λογαριασμό σε ιταλικούς φορείς κι είχαν αποχαλινωθεί εντελώς έζησε στο πετσί του ο Πιερ Πάολο Παζολίνι στην Καζάρσα, το χωριό της μάνας του στην επαρχία του Φρίουλι. Ζει τα γεγονότα όχι ως παιδί αλλά ως νέος εικοσάρης – δηλαδή, οφείλουμε να παρατηρήσουμε, στην ηλικία των νεαρών θυμάτων της ταινίας του. Λέει, σε συνέντευξή του στον Γκίντεον Μπάχμαν, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Σαλό:
«Θυμάμαι τις μέρες που έζησα υπό τη Δημοκρατία του Σαλό, στο Φριούλι. Είχε ανακηρυχθεί γερμανική επαρχία, είχε προσαρτηθεί διοικητικά, και υπήρχε κι ένας Γκαουλάιτερ (σ.σ. έπαρχος), του οποίου όμως δεν θυμάμαι το όνομα. Ονομαζόταν “Αδριατική Παράκτια Γραμμήˮ (...). Έζησα δραματικά γεγονότα σ’ αυτό το μέρος. Ήταν μια περιοχή εκτεταμένης αντιστασιακής δράσης, ο αδελφός μου σκοτώθηκε εκεί. Οι φασίστες στα μέρη μας ήταν κανονικοί αντεροβγάλτες. Και γινόντουσαν συνεχείς βομβαρδισμοί, είχαμε τα Flying Fortress (σ.σ. τα γιγαντιαία αμερικανικά βομβαρδιστικά Β-17) μέρα νύχτα πάνω απ’ τα κεφάλια μας να πετάνε προς τη Γερμανία. Ήταν μια εποχή τρομερής ωμότητας, με εφόδους, εκτελέσεις, εγκαταλελειμμένα χωριά, κι όλα αυτά για το τίποτα. Υπέφερα πάρα πολύ».
Το καθεστώς του Σαλό είναι μια κατάσταση έντονης παθολογίας σε όλα τα επίπεδα. Και όσο τα συμμαχικά στρατεύματα συνεχίζουν την αναπόφευκτη προέλασή τους προς τα βόρεια και η γερμανο-ιταλική γραμμή άμυνας (η λεγόμενη «γοτθική γραμμή») μετακινείται προς τα πάνω, μικραίνοντας όλο και περισσότερο τη φασιστική επικράτεια, τόσο η κατάσταση αυτή γίνεται ακόμα πιο παθολογική – μπαίνει, δηλαδή, σε αυτό που ο Παζολίνι βλέπει ως το σαδομαζοχιστικό της στάδιο. Τα πράγματα που μπορεί να κάνεις ελαχιστοποιούνται, το πεδίο της ελευθερίας σου συρρικνώνεται στο επίπεδο των καθαρών συμβόλων της εξουσίας και η έννοια της ιεραρχίας ανταποκρίνεται πια μόνο στην ίδια την ντελιριακή της αυτοεικόνα χωρίς κανένα άλλο ουσιαστικό περιεχόμενο.
Η βία της Ιταλίας ενάντια στο ίδιο της το σώμα γίνεται η νέα Ιταλία. Το γεγονός, δε, ότι όλα αυτά συμβαίνουν, διοικητικά μιλώντας, στο αλλόκοτο, αριστοκρατικό ησυχαστήριο του Σαλό με τα πολυτελή ξενοδοχεία, τις επαύλεις και τα ανάκτορά του, μέρη όπου άλλοτε η μεγαλοαστική τάξη πήγαινε για να κάνει beauté και τώρα έχει καταληφθεί από αξιωματικούς με δερμάτινα σακάκια σλιμ φιτ και μονόκλ, μετατρέπει τη λέξη και μόνο «Σαλό» σε μια ιδανική μεταφορά της δυστοπίας: το μέρος όπου δεν γίνεται να υπάρξεις, και όμως σου ’λαχε να είσαι εκεί.
Με τη σύγχρονη διασκευή του Ντε Σαντ, ο Παζολίνι πραγματοποιεί ένα μοναδικό διαλεκτικό πάντρεμα των εποχών και καταφέρνει να απεικονίσει την απόλυτη μικροαστική φαντασίωση: αυτό που ένας ήσυχος μικροαστός του ’70 πιστεύει στο πίσω μέρος του κεφαλιού του ότι είναι το «Σαλό» (αυτό δηλαδή που θα ’κανε κι αυτός, ο μη γένοιτο, «στη θέση τους», ως θύτης ταυτόχρονα και θύμα). Και το καταφέρνει με βαθιά επίγνωση των αρχετύπων που έχει στα χέρια του:
«Η ιστορική περίοδος και το ντεκόρ είναι μια ιταλική εκδοχή του Μπάουχαους, ξέρετε, εκείνες οι “αυτοκρατορικέςˮ μουσολινικές προσεγγίσεις με πίνακες του Φάινινγκερ, του Σεβερίνι, του Ντισάν και άλλων της εποχής. Ο Ντάντε Φερέτι, ο σκηνογράφος μας, τα έδωσε όλα για να αναπλάσει την ατμόσφαιρα ενός τρόπου ζωής που επί Μουσολίνι θα είχε θεωρηθεί “παρακμιακόςˮ, ώστε ο θεατής να θεωρήσει ότι η βίλα που χρησιμοποιούν οι κακοποιητές είναι απαλλοτριωμένη, κι ότι προηγουμένως ανήκε σε κάποιον μορφωμένο Εβραίο. Επίσης, για τις εκτελέσεις προσέτρεξα στους τέσσερις τρόπους θανάτωσης που εξακολουθούν να είναι σε χρήση απ’ τους σημερινούς μας θεσμούς Δικαιοσύνης, την κρεμάλα, τον τουφεκισμό, τον στραγγαλισμό και την ηλεκτρική καρέκλα, μεθόδους που ο Ντε Σαντ δεν θα μπορούσε να είχε διανοηθεί. Επιπλέον, υπάρχουν πολλές σύγχρονες επινοήσεις: η γυναίκα που αυτοκτονεί, το αγόρι που πεθαίνει με υψωμένη γροθιά».
Το εν λόγω αγόρι μπορούμε κάλλιστα να υποθέσουμε ότι είναι ο μικρός αδελφός του Πιερ-Πάολο, ο ωραίος Γκουίντο Παζολίνι, που εκτελέστηκε στα είκοσί του χρόνια, το 1945, με ψηλά τη γροθιά, καθότι παρτιζάνος. Ίσως όμως να είναι και ο ίδιος ο Πιερ-Πάολο, μια απεικόνιση του πώς αισθάνεται μες στην εποχή του καθώς κινηματογραφεί το Σαλό, απομονωμένος, εγκλωβισμένος, σε άμεσο κίνδυνο.
«Είμαστε όλοι σε κίνδυνο» τιτλοφόρησε ο ίδιος την τελευταία συνέντευξη που έδωσε λίγες ώρες πριν τον σκοτώσουν στο ξύλο στις 2 Νοεμβρίου 1975. Ήταν και λίγα μόνο εικοσιτετράωρα μετά την πρώτη δημόσια προβολή της ταινίας που τον καταδίκασε σε θάνατο. Δεν θα προλάβει να πραγματοποιήσει την Τριλογία του θανάτου που είχε βάλει μπρος, μόνο το πρώτο της μέρος, καθώς, αν η Ιταλία και ο κόσμος τον είχαν αφήσει να το κάνει, ίσως να ήταν σε κίνδυνο αυτοί.
«Υπάρχει μια κάποια έλξη προς τον φόνο εδώ πέρα, κι η έλξη αυτή μας δένει όλους, σαν άθλια αδέλφια, με την άθλια αποτυχία ενός ολόκληρου κοινωνικού συστήματος. Υποθέτω ότι θα ήταν πιο απλό να απομονώσουμε τα μαύρα πρόβατα. Εγώ τα βλέπω τα μαύρα πρόβατα. Για την ακρίβεια υπάρχουν πολλά εδώ τριγύρω, κι εγώ τα βλέπω όλα. Όπως είπα στον Μοράβια, το πρόβλημα είναι το εξής: πληρώνω το τίμημα της ζωής που κάνω... Είναι σαν να κατεβαίνω στην Κόλαση. Στην επιστροφή μου απ’ αυτό το ταξίδι –αν ποτέ επιστρέψω– θα έχω βιώσει αλλιώτικα πράγματα, περισσότερα απ’ τους άλλους ανθρώπους. Δεν λέω ότι θα πρέπει να πιστέψετε όλα όσα θα σας διηγηθώ απ’ το ταξίδι μου, αλλά θα χρειαστεί να αλλάζετε συνέχεια θέμα συζήτησης ώστε να μην αντικρίσετε ποτέ την αλήθεια».
H Δημοκρατία του Σαλό καταλύθηκε οριστικά στις 29 Απριλίου 1945 με τη Συμφωνία της Καζέρτας και την παράδοση των τελευταίων γερμανικών και ιταλικών στρατευμάτων. Κι όταν ο κουρνιαχτός του πολέμου κατακάθισε επιτέλους στη Σικελία, στο Άντσιο, στη Ρώμη, κι οι τελευταίες του στάχτες σκέπασαν σαν πέπλο δημοκρατικής ομαλότητας μέχρι και το ειδυλλιακό θέρετρο του Σαλό, χρόνια αργότερα μια γροθιά εξακολουθούσε να είναι απεπαίσθητα υψωμένη κάτω απ’ τη βρεγμένη άμμο, στην ερημική παραλία της Όστια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.