Alexandre Costanzo
Το μερίδιο της πλέμπας
Μέσα από το βλέμμα του Παζολίνι για τη Ρώμη, όπως και του Μπένγιαμιν και της Λάσις για τη Νάπολη, ο κριτικός Τέχνης Alexandre Costanzo επιχειρεί να ανιχνεύσει το περίγραμμα αυτού που ο Μισέλ Φουκώ ονόμαζε "μερίδιο της πλέμπας": εκείνο πάνω στο οποίο ασκείται η εξουσία και που όμως προσπαθεί συνεχώς να της ξεφύγει.
"Υπάρχει πάντα κάτι στο κοινωνικό σώμα, στις τάξεις, στις ομάδες, στα ίδια τα άτομα που διαφεύγει με έναν τρόπο απέναντι στις εξουσιαστικές σχέσεις: κάτι που δεν είναι η λιγότερο ή περισσότερο υπάκουη ή αντιδραστική πρώτη ύλη, αλλά η φυγόκεντρος κίνηση, η αντεστραμμένη ενέργεια, η φυγή [...] "Η" πλέμπα δεν υπάρχει μάλλον, αλλά υπάρχει πλέμπα. Υπάρχει πλέμπα στα σώματα και στις ψυχές, υπάρχει στα άτομα, στο προλεταριάτο, στην αστική τάξη, αλλά με διαφορετικές προεκτάσεις, μορφές, ενέργειες, αδιαλλαξίες. Το μερίδιο της πλέμπας δεν είναι τόσο αυτό που είναι έξω από τις σχέσεις της εξουσίας, όσο το όριό της, το αντιθετό της, το αντίκτυπό της· είναι αυτό που απαντάει σε κάθε προέκταση της εξουσίας μέσα από μία κίνηση απεμπλοκής και που κάνει επομένως αναγκαία κάθε νέα ανάπτυξη των δικτύων εξουσίας".
Μισέλ Φουκώ
Εξουσία και στρατηγικές, συνομιλία του Ζακ Ρανσιέρ με τον Μισέλ Φουκώ (Les révoltes logiques, n°4, 1977)
*
1. Παζολίνι: η χυδαία γλώσσα
Σε μια ομιλία του στη βιβλιοθήκη του Λυκείου Palmieri στο Λέτσε, στις 21 Οκτωβρίου 1975, λίγες μέρες δηλαδή πριν από το θάνατό του, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι σκόπευε να μιλήσει για τις ιδιαίτερες κουλτούρες της ιταλικής γλώσσας που έβλεπε να καταστρέφονται. Είχε επιλέξει να ονομάσει την ομιλία του αυτή "η χυδαία γλώσσα", επειδή τον είχε μαγέψει αναμφισβήτητα η κουλτούρα των φτωχών ανθρώπων, μια "φυσική πραγματικότητα" που είχε αρχικά βιώσει ως ένα από τα τοπία της παιδικής του ηλικίας, και αργότερα, μέσα από τις περιπλανήσεις του στις borgates [1], σε τυχαίους δρόμους, στην εξοχή ή στις αλάνες. Η χυδαία γλώσσα παρέπεμπε πάνω απ' όλα, σύμφωνα με τον ίδιο, σε "έναν τρόπο να είσαι άνθρωπος, να βλέπεις, να μιλάς, να συμπεριφέρεσαι, να χειρονομείς". Επομένως, δεν είχε ακριβώς την πρόθεση να καλέσει σε μια υπεράσπιση των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων, αλλά ήθελε να πεί ότι μαζί με τις γλώσσες αυτές εξαφανίζονταν πολύ απλά και τρόποι ζωής, τρόποι σύλληψης και βίωσης του κόσμου. Απαντώντας όμως στην παρέμβαση ενός καθηγητή που τον ρωτούσε αν ήταν πραγματικά πεπεισμένος ότι η κατάσταση του προλεταριάτου και του υπο-προλεταριάτου, όσο και η λαϊκή κουλτούρα, είχε φέρει την ευτυχία στις τάξεις αυτές, ο Παζολίνι θα χαρακτήριζε αυτούς τους τρόπους ζωής χυδαίους.
"Για την ευτυχία," έλεγε, "μπορώ να δώσω μια απάντηση για την οποία δεν έχω καμία αμφιβολία. Αν και κατατρώγομαι πάντα από αμφιβολίες, πάνω σ' αυτό δεν έχω καμία. Στις borgates της Ρώμης που είναι ο κόσμος που γνωρίζω και που το έχω περιγράψει στα μυθιστορήματά μου πριν από δέκα χρόνια, οι νέοι άνθρωποι και οι άνθρωποι γενικά ήταν πολύ πιο ευτυχισμένοι απ' ό, τι τώρα. Δεν ξέρω τι είναι η ευτυχία· αλλά αν η ευτυχία είναι να χαμογελάς και να τραγουδάς και να δημιουργείς κάθε μέρα με το λόγο ένα αστείο, ένα ευφυολόγημα, μια ιστορία, αν η ευτυχία είναι όλα αυτά, τότε ήταν πολύ πιο ευτυχισμένοι απ' ό, τι σήμερα. Αλλά έχω συνηθίσει από την πιο τρυφερή μου παιδική ηλικία να διακρίνω την ευτυχία σε ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα, τον τρόπο που χαμογελάει κανείς, τον τρόπο που κοιτάει. Έτσι, στις ρωμαϊκές borgates - κι αυτό επίσης το έγραψα, αλλά το επαναλαμβάνω - στις βόλτες μου με τα πόδια, όλοι οι προμηθευτές των μπακάλικων, των κρεοπωλείων, των αρτοποιείων, πάνω στα ποδήλατά τους, με τα μανταρισμένα στο πίσω μέρος παντελόνια τους, διέσχιζαν την πόλη τραγουδώντας. Δεν υπήρχε κανένας που να μην τραγουδούσε, δεν υπήρχε κανένας που, όταν τον κοίταζαν, δεν ανταπέδιδε το βλέμμα με ένα χαμόγελο. Αυτό είναι μια μορφή ευτυχίας. Τώρα, όταν τους βλέπουμε, είναι χλωμοί, νευρωτικοί, σοβαροί, εσωστρεφείς [...] ζουν μια μορφή κακοτυχίας, μια μορφή αδυναμίας, ακριβώς επειδή η οικονομική τους κατάσταση δεν τους επιτρέπει προς το παρόν να συνειδητοποιήσουν το μικροαστικό μοντέλο που τους προσφέρεται σε αντάλλαγμα για το υπο-προλεταριακό μοντέλο που καταστράφηκε."
Και ο Παζολίνι στο τέλος κατέληγε στο εξής συμπέρασμα:
"Η αλήθεια πρέπει να λέγεται όποιο κι αν είναι το κόστος, και όποιο κι αν είναι το κόστος που πρέπει να καταβάλουμε, λέω πως το χαμόγελο ενός νέου πριν από δέκα χρόνια ήταν ένα γέλιο χαράς".
Θα μπορούσαμε ασφαλώς να του αντιτείνουμε ότι και σήμερα ακόμη μας συμβαίνει να ανακαλύπτουμε τυχαία στο δρόμο χαμόγελα που να τα μοιραζόμαστε. Θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε πως η αποψή του μαρτυράει ένα πένθος για την απώλεια ενός αγαπημένου κόσμου και λαού, και ίσως αυτό να τον εμποδίζει να διακρίνει και άλλες ευτυχίες. Αλλά θα πρέπει κυρίως να ειπωθεί ότι δεν υπάρχει ένα προνομιακό μέρος όπου εφευρίσκονται δυνατότητες, ότι πάντα θα συμβαίνει εδώ ή εκεί, όπως στην περίπτωση ενός χαμόγελου που φωτίζει ξαφνικά ένα πρόσωπο και μερικές φορές ακόμη και μια κοινότητα. Λέγοντας αυτά, ίσως είναι απαραίτητο κατ' αρχάς να κατανοήσουμε καλά τι εξέφραζε με αυτή την οργή. Γιατί αυτό που ο Παζολίνι λέει, είναι ότι είχε συναντήσει τότε μια ζωντανή κοινότητα, κόσμους όπου δοκιμάζονταν με όλη την χοντροκοπιά και την ομορφιά τους τρόποι να είσαι άνθρωπος. 'Επρεπε απλώς να έχεις μάτια για να τους βλέπεις και αυτιά για να ακούς σε ένα χαμόγελο, ένα πραγματικό γέλιο χαράς. Διευκρίνιζε ότι δεν θεωρούσε γκέτο το Quarticciolo - μια ρωμαϊκή συνοικία όπου έμεναν εκείνη την περίοδο κυρίως μετανάστες από το Νότο της Ιταλίας. Σίγουρα υπήρξε ως τέτοιο, αλλά μόνο αν υιοθετούσε κάποιος την άποψη και την γλώσσα ενός αστού. Ωστόσο, η άποψη ενός αστού, "δεν υπάρχει", λέει με έμφαση, πράγμα που σημαίνει ότι αυτό ακριβώς μας εμποδίζει να αντιληφθούμε κάτι άλλο. Για τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί, όπως πίστευε, δεν ήταν απλώς ένα γκέτο, "ήταν ένας κόσμος, ήταν ένα σύμπαν στο οποίο ολοκληρώνονταν, του οποίου βίωναν την κουλτούρα, στα πλαίσια των αξιών που πίστευαν ". Το γεγονός είναι ότι δεν υπήρχε μία μόνο άποψη αλλά πολλές. Το ζήτημα επομένως δεν ήταν να βλέπουμε μόνο την -όντως έκδηλη εκεί- δυστυχία, αλλά να συλλάβουμε ή να χτίσουμε μία άλλη ύλη.
Σε μια περίφημη επιστολή του, ο Παζολίνι εξηγεί ότι έχει και μια άλλη ζωή και ότι για να τη ζήσει, πρέπει να διαρρήξει τα φυσικά εμπόδια των τάξεων, να γκρεμίσει τους τοίχους, να κινηθεί σε έναν άλλο κόσμο. Αλλά διασχίζοντάς το, αντιλαμβανόταν επίσης αλλιώς τα πράγματα, και είναι αυτή η απαγκίστρωσή του που χαρακτηρίζει τη ματιά του. Επομένως, το πρωταρχικό πρόβλημα που θέτει ο Παζολίνι αφορά την αντίληψη, γιατί αποδεικνύεται πως αλλάζοντας θέση, μπορούσε να δει κάτι διαφορετικό σε αυτούς τους υπο-προλετάριους. Υπήρχε εξέγερση, θυμός, αταξία και, κυρίως, υπήρχαν άλλοι τρόποι.
Συνεπώς, δεν πρέπει απλά να αντιμετωπίσουμε τις παρεμβάσεις του ως το λυκόφως μιας ανθρωπολογικής καταστροφής, αλλά μάλλον σαν μια σειρά από πυξίδες, που εναπόκειται σε εμάς να συλλέξουμε εδώ και εκεί. Πού είχε πάει το χαμόγελο των ανθρώπων; Αυτή είναι η ερώτηση απέναντι στην οποία μας φέρνει αντιμέτωπους ο Παζολίνι, ο οποίος είχε συνηθίσει να ανιχνεύει τη χαρά, από την πιο τρυφερή του ηλικία, όπου κι αν βρισκόταν. Αυτό που ήθελα να πω τελικά συνοψίζεται ακριβώς σ' αυτό. Οι υπο-προλετάριοι, οι περιθωριακοί ή οι μικροί αγρότες, δεν κατείχαν τον χώρο, τον χρόνο, ούτε μιλούσαν ιταλικά όπως η αστική τάξη, και παρά την τρομερή δυστυχία, σε αυτές τις χυδαίες χρήσεις μπορούσε κανείς να δει άντρες, γυναίκες ή παιδιά που είχαν κι αυτοί την ικανότητα να εφεύρουν για τους ίδιους έναν κόσμο και τις χαρές του. Όλα αυτά αντιπροσώπευαν για τον Παζολίνι τον ομφαλό αυτού που καλεί την πραγματικότητα, ή τουλάχιστον όσα είχε συναντήσει, δει, ακούσει, αισθανθεί, μοιραστεί και αγαπήσει: οι άνθρωποι ήταν ικανοί, εκεί όπου βρίσκονταν, να επιβάλουν άλλους τρόπους ζωής. Και βλέπουμε πολύ καλά ποιό σχήμα εφηύρε ο Πασολίνι, παραμένοντας όσο γίνεται πιο κοντά σε ένα σημείο αδυνατότητας. Αντιμέτωπος πάντα με τις αντιφάσεις του, προσπαθούσε να κρατηθεί πάνω σε μια γραμμή, σε μια εφαπτομένη που ξεκινάει από το μικροαστικό σύμπαν της παιδικής του ηλικίας για να φτάσει ως την χώρα των υπο-προλετάριων. Το να στέκεσαι πάνω σε μια γραμμή, κι όχι ένα σημείο, αλλά μια γραμμή, και να μετακινείσαι συνεχώς πάνω σ' αυτήν για να συλλάβεις μια νέα όψη του κόσμου, αυτήν ήταν και η ανέφικτη θέση που είχε εφεύρει.
Alexandre Costanzo
lundimatin#192, 21.05.2019
[1] Οι "borgates" χτίστηκαν στη δεκαετία του '50 από άπορους πληθυσμούς πάνω σε μη οικοδομήσιμα οικόπεδα. Χαρακτηρίστηκαν κάποιες φορές και "αδιάβατες συνοικίες", λόγω της αντίστασης των κατοίκων απέναντι στην εξουσία. Οι στιγμές που πέρασε ο Παζολίνι στην φτωχή γειτονιά της Rebbibia, κατά την πρώτη του διαμονή στη Ρώμη, αντιπροσώπευαν πιθανότατα γι' αυτόν ένα είδος χαμένου παραδείσου.
Μτφ. Σ.Σ.