Γραμμένο στην αυγή του 20ού αιώνα, το 1901, το «Ονειρόδραμα» επιφέρει τεράστια τομή στην ιστορία της δραματουργίας: δεν καταπιάνεται με το όνειρο ως έννοια αφηρημένη, δεν το ανακαλεί μέσα από περιγραφές, δεν το αναθέτει στους «τρελούς» που επικοινωνούν με μια άλλη διάσταση, όπως γινόταν έως τότε. Αντιθέτως, το προτάσσει ως την πιο αληθινή όψη της πραγματικότητας, το υιοθετεί ολόψυχα και το αναπαράγει αριστοτεχνικά, μετατρέποντάς το σε ατόφια θεατρική ύλη.
Το έργο του Στρίντμπεργκ αψηφά όλους τους καθιερωμένους κανόνες και ανοίγει διάπλατα την πόρτα προς ένα θέατρο του μέλλοντος. Καταργεί τη γραμμική αφήγηση και την αντικαθιστά με μια μεθυστική περιπλάνηση, παραδομένη στο ελεύθερο ξετύλιγμα των αναμνήσεων, των συνειρμών, των συναισθημάτων. Υπονομεύει την ενότητα του χώρου και του χρόνου, υιοθετεί απροκάλυπτα την αρχή της αποσπασματικότητας, αγκαλιάζει το παράλογο, αφουγκράζεται το ασυνείδητο, θρυμματίζει τους χαρακτήρες στις αντανακλάσεις τους, προάγει την πολλαπλότητα έναντι της ατομικότητας, και, το κυριότερο, καλεί τους θεατές να γίνουν συνδημιουργοί, να βουτήξουν κατά βούληση σε αυτό το αλλόκοτο σύμπαν και να το ερμηνεύσουν με την ίδια ελευθερία που θα προσέγγιζαν τα δικά τους όνειρα.
Ένας πύργος ψηλώνει χρόνο με τον χρόνο κι ένα πλεκτό σάλι βαρυγκομά μουσκεμένο από τα δάκρυα και τους καημούς των σωμάτων που το φόρεσαν. Τα γένια και τα μαλλιά των ηρώων γίνονται γκρίζα από τη μια μέρα στην άλλη. Οι εποχές αλλάζουν όπως ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα.
Η σκηνή είναι γυμνή, τα «σωθικά» της ανοιχτά: εδώ η «είσοδος», εδώ και η «έξοδος», εδώ γεννιούνται και πεθαίνουν όλα. Κανένα σκηνικό δεν χρειάζεται για να διεγερθεί η φαντασία. Ακόμη περισσότερο: ας απαλλαγούμε από τα συνήθη τερτίπια, τα φαντεζί ευρήματα, τα πολυτελή υλικά.
Οι άνθρωποι είναι περίεργοι: θέλουν να μάθουν τι κρύβεται πίσω από την πόρτα με το τετράφυλλο τριφύλλι και καλούν έναν Τζαμά να την ανοίξει με το διαμάντι του. Οι άνθρωποι είναι στοργικοί: μια Μητέρα ετοιμάζεται να πεθάνει και τακτοποιεί τα ασπρόρουχα για να τα βρουν καθαρά τα παιδιά της. Οι άνθρωποι ερωτεύονται δίχως ανταπόκριση: επτά ολόκληρα χρόνια περιμένει ο Αξιωματικός την αγαπημένη του στην είσοδο της Όπερας, αλλά εκείνη δεν λέει να κατέβει. Οι άνθρωποι διαπράττουν εγκλήματα: το κοστούμι του Δικηγόρου έχει μολυνθεί από τη δυσωδία του μίσους και του φθόνου που εκπέμπουν οι πελάτες του. Οι άνθρωποι είναι αξιολύπητοι: μια άσχημη γυναίκα κάθεται στο πιάνο και παίζει Μπαχ κοιτάζοντας τα ζευγάρια να στροβιλίζονται γύρω της. Κανένας δεν θέλει να χορέψει μαζί της.
Η Επιστήμη αδυνατεί να τους βοηθήσει: η Φιλοσοφία αφιερώνει τις δυνάμεις της στη γελοιοποίηση της Θεολογίας και η Ιατρική στη διάψευση της Φιλοσοφίας. Όσο για τη Νομική, εκείνη υπηρετεί πάντοτε τους ισχυρούς. Αλλά κι ο Έρωτας δεν τους εξασφαλίζει την πολυπόθητη πλήρωση: μετά τον γάμο, η αγάπη δίνει τη θέση της σε μια μικροαστική κόλαση.
Χρέη, ατελείωτα χρέη που ποτέ δεν εξοφλούνται. Πάντοτε επιστρέφουμε εκεί απ’ όπου νομίζαμε πως δραπετεύσαμε: ο Αξιωματικός γυρίζει ξανά στο σχολείο, στέκεται κάθιδρος μπροστά στον Δάσκαλο που τον ρωτά πόσο κάνει δύο επί δύο. Το ντουλάπι με το τεκμήριο ενός ντροπιαστικού παιδικού μυστικού εμφανίζεται μυστηριωδώς σε όσα σπίτια και αν μετακομίσει κανείς.
Πόνος, αγωνία, στέρηση: απέναντι από τα Όμορφα Ακρογιάλια καραδοκεί ο Μαύρος Βάλτος. Απέναντι από τις ιταλικές βίλες και τα μαρμάρινα αγάλματα βρίσκονται κομμένα δέντρα, στάβλοι και γουρουνοστάσια βαμμένα κόκκινα. Από εκεί οι «υγιείς», από εδώ οι «άρρωστοι»...
Εξοχή δεν υπάρχει, παντού συρματοπλέγματα. Οι φτωχοί απαγορεύεται να κολυμπήσουν στη θάλασσα, θα τους συλλάβει η αστυνομία.
Οι Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης συνωστίζονται γύρω από τον Τζαμά που ακόμη παιδεύεται να ανοίξει την πόρτα με το τετράφυλλο τριφύλλι. Μα πόσος καιρός έχει περάσει; «Πόσος καιρός;... Εδώ;... Νομίζεις λοιπόν πως ο χρόνος και ο τόπος υπάρχουν στ’ αλήθεια;», ειρωνεύεται ο Δάσκαλος τον Αξιωματικό-μαθητή του.
«Γιατί οι άνθρωποι δεν κάνουν κάτι να βελτιώσουν τη μοίρα τους;» ρωτά η Αγνή, Κόρη του θεού Ίντρα, που κατέβηκε στη Γη για να μας γνωρίσει. «Όσοι το επιχειρούν καταλήγουν στη φυλακή ή στο φρενοκομείο», της εξηγεί ο Δικηγόρος. Η πόρτα ανοίγει, αλλά δεν κρύβει κανένα μυστικό. Ο Πρύτανης ζητά τον λιθοβολισμό της Αγνής.
Η οδύνη της ύπαρξης αποδεικνύεται αβάσταχτη ακόμη και για μια καλοπροαίρετη θεότητα. Αποχαιρετώντας τον Ποιητή, τον μόνο απ’ όλους τους ανθρώπους που ξέρει πώς να διασχίζει τον βούρκο χωρίς να λερωθεί, η Κόρη επιστρέφει στον Ουρανό.
Επιχειρώντας να αποδώσει αυτήν τη «φαινομενικά ασύνδετη μορφή ενός ονείρου που υπακούει στη δική του λογική», όπως το περιγράφει ο συγγραφέας στον περίφημο πρόλογο του έργου του, η Γεωργία Μαυραγάνη επέλεξε να μιλήσει για το ίδιο το θέατρο: το μεγαλύτερο, ζωτικότερο όνειρο, φαίνεται να λέει η παράσταση, δεν είναι άλλο από την ομαδική δουλειά των ηθοποιών. Μέσα από αυτή την ενορχηστρωμένη συνεύρεση σωμάτων και φωνών αφοσιωμένων στην ύφανση μιας πολυπρισματικής συλλογικής αφήγησης μπορούμε όλοι μαζί να οδηγηθούμε πέρα από την προσχηματισμένη λογική τάξη, σε μια άλλη διάσταση, εκεί όπου «τα πάντα μπορούν να συμβούν».
Η σκηνή είναι γυμνή, τα «σωθικά» της ανοιχτά: εδώ η «είσοδος», εδώ και η «έξοδος», εδώ γεννιούνται και πεθαίνουν όλα. Κανένα σκηνικό δεν χρειάζεται για να διεγερθεί η φαντασία. Ακόμη περισσότερο: ας απαλλαγούμε από τα συνήθη τερτίπια, τα φαντεζί ευρήματα, τα πολυτελή υλικά. Κανένας επιτηδευμένος φωτισμός, καμία χρήση της τεχνολογίας. Ακόμη περισσότερο: κανένας «πρωταγωνιστής», καμία ιεραρχία, μονάχα πλήρης ισοτιμία και ισομερισμός. Τίποτε από όλα αυτά που έχετε μάθει, αγαπητοί θεατές, δεν θα βρείτε εδώ, σε τούτη την παράσταση. Εμείς διακηρύσσουμε την «επιστροφή στα βασικά», στην ουσία του θεάτρου που έχει χαθεί, στον αγώνα για ένα κοινό όραμα, όπως αυτός εκπονείται μέσα από τον κάματο της συντονισμένης καλλιτεχνικής προσπάθειας.
Πράγματι, ακούγονται πολύ ωραία όλα αυτά, έστω κι αν είναι κάπως ξεπερασμένα. Στην πράξη, όμως, συναντούμε τη χειρότερη δυνατή υλοποίηση των προαναφερθεισών ευγενών προθέσεων. Η άγαρμπη τοποθέτηση των σωμάτων υπακούει στις πιο στοιχειώδεις ιδέες του «μαζευόμαστε», «σκορπιζόμαστε», «παρατασσόμαστε» χωρίς ουδεμία αίσθηση πλαστικότητας. Η πρωτόλεια, μονοεπίπεδη εκφορά του λόγου εντυπωσιάζει με την αφέλειά της, που μόνον από πρωτοετείς φοιτητές Σχολής θα κρινόταν δικαιολογημένη (κι αν υπάρχει εδώ μια εξαίρεση, όπως αυτή της Μαρίας Τσιμά, πνίγεται αναπόφευκτα μέσα στο σύνολο). Η ερωτοτροπία των αντικατοπτρισμών, το «σπάσιμο» του Εγώ στις πολυποίκιλες εκδοχές του, συρρικνώνεται σ’ ένα απλοϊκό θεατρικό παιχνίδι του στυλ «βάλε το σάλι, γίνε κι εσύ η Αγνή, μπορείς».
Καμία ονειρική υποβλητικότητα δεν επιχειρείται, παρά μόνο φευγαλέα, κάποια στιγμή που τυλίγονται όλα σε ένα θερμό πορτοκαλί φως. Τα κοστούμια αδιάφορα, ουδέτερα, σε γήινες αποχρώσεις, επιτείνουν ακόμη περισσότερο την αφόρητη μονοτονία της δράσης. Η γλυκερή μουσική αναδιπλασιάζει τη γλυκερότητα του λόγου. Το κείμενο αναδύεται ανερμήνευτο, χαοτικό, ένα κουβάρι από μικρο-επεισόδια που δεν σημαίνουν τελικά τίποτα στο άθροισμά τους, εξοντώνοντας κάθε περιθώριο δημιουργικού διαλόγου μεταξύ μας. Η μόνη εντύπωση που εξασφαλίζεται δεν είναι άλλη από εκείνη ενός άχαρου μπουλουκιού που κινείται πέρα δώθε, ενώνεται και χωρίζεται, υψώνει τα χέρια, εκφέρει τις ατάκες ατομικά ή «εν χορώ» (αλλά χωρίς καμία μουσικότητα), και, στη λήξη, μας απευθύνει τον ίδιο πανομοιότυπο χαιρετισμό –«Έχε γεια»– δεκαεπτά φορές, όσες και τα μέλη του θιάσου.
Σπάνια μια παράσταση γεμίζει με τόση δυσφορία τον θεατή, που αποχωρεί από το θέατρο αποσβολωμένος, άδειος, εξαντλημένος, θυμωμένος, με ένα (αναπάντητο) ερώτημα σφηνωμένο στο θολωμένο μυαλό του: δεν θα έπρεπε το Εθνικό Θέατρο να μας προφυλάσσει από «σχολικές» παραστάσεις όπως η συγκεκριμένη;