Parthenope ονόμασαν τη Νάπολη οι πρώτοι Έλληνες που την εποίκισαν τον 8ο αιώνα π.Χ., και για την πόλη της νιότης του, που τόσο επιτυχημένα και συγκινητικά αφηγήθηκε στο αυτοβιογραφικό, αμέσως προηγούμενο φιλμ του, Το χέρι του Θεού, ξαναμιλά ο Πάολο Σορεντίνο, αν και με μια εκζήτηση που γιγαντώνεται όσο η πρωταγωνίστρια βγαίνει στον κόσμο και, όπως την παρακινούν οι γύρω της, παραδίδεται στη ζωή, ενώ μέχρι τότε παρέμενε μια δακτυλοδεικτούμενη έφηβη, νωχελικά ξαπλωμένη στην ασφάλεια της εστίας, σαν πίνακας αθωότητας και πειρασμού ταυτόχρονα, ταμπουρωμένη μέσα στην καρότσα που της χάρισε πριν ακόμη γεννηθεί ο πληθωρικός νονός της, ένα με το γαλάζιο της θάλασσας που συνεχώς κοιτάζει μέχρι τον ορίζοντα χωρίς να βιάζεται να το σκάσει, αβέβαιη για τη δική της παρέμβαση, παίζοντας το κρυφτούλι της ανάφτρας χωρίς καν να το επιδιώκει.
Η ομορφιά της «αναδυομένης της Νάπολης» (αφού γεννήθηκε κυριολεκτικά μέσα στο νερό) είναι ικανή να διακόψει οτιδήποτε συμβαίνει στον χώρο, όπως παρατηρεί ο μεθυσμένος συγγραφέας Τζον Τσίβερ (Γκάρι Όλντμαν, φευγαλέος και θλιμμένος μέχρι τελικής πτώσης) που συναντά στο Κάπρι και προθυμοποιείται να κάνει σεξ μαζί του, αλλά εκείνος αρνείται. Είναι το πρώτο της ταξίδι έξω από το εντυπωσιακό λίκνο της, την παραθαλάσσια, παλιά οικογενειακή έπαυλη, και, όπως αποδεικνύεται, το πιο κομβικό στη διαμόρφωση της αινιγματικής προσωπικότήτάς της. Είναι εκεί όπου ο μεγαλύτερος αδελφός της, κι αυτός αέναα συνεπαρμένος από την ύπαρξή της, αφήνεται στο κενό και τον παίρνει μαζί του το πέλαγος, σκορπώντας θλίψη σε όλους και τύψεις στον παιδικό, κοινό τους φίλο, τον πρώτο που κατάφερε να μοιραστεί μαζί της το σκίρτημα του έρωτα.
Η εικόνα του «Parthenope» είναι τελειότερη από ποτέ, με στιλπνότητα και ευκρίνεια που αγγίζουν τον φωτορεαλισμό, αντανακλώντας την άπιαστη και ιδανική προβολή μιας πόλης που γίνεται ιδέα και αναπόδραστη εμμονή στο μυαλό όσων την έχουν ζήσει, και καθόλου αυτών που τη χαζεύουν τουριστικά.
Από τη μέρα της επίσημης ενηλικίωσής της, το 1968, η Παρθενόπη ποζάρει αγέρωχα σαν άγαλμα και μειδιά ευγενικά στους έκθαμβους άνδρες και στις φθονερές γυναίκες, σαν μια σειρήνα που αποκτά συναίσθηση της καλλονής της μόνο διά του βλέμματος των άλλων, διαβάζει Αμερικανούς λογοτέχνες, αριστεύει στις σπουδές Ανθρωπολογίας και μοιάζει ολοένα και περισσότερο με αλληγορική κατασκευή, μια μεταφορά της ίδιας της Νάπολης, παρά με γυναίκα με ψυχή και πραγματικά αισθήματα.
Είναι προφανές πως στο πρόσωπο της grande bellezza που ανακάλυψε, της αποθεωτικά φωτογενούς 27χρονης Τσελέστε Ντάλα Πόρτα, ο Ιταλός δημιουργός συγκεντρώνει τα ανάμεικτα, αντιφατικά του αισθήματα για τη γειτονιά της μνήμης του, τοποθετώντας φελινικά και στρατηγικά χαρακτηριστικούς τύπους που συναποτελούν το φρέσκο της πόλης: έναν ψευτοθαυματοποιό ιερέα με μαγιό, έναν μαγκίτη που κλαίει όταν κάνουν έρωτα και την υποχρεώνει να δουν μαζί το ξεπαρθένεμα ενός ζευγαριού ως μέρος παλιάς παράδοσης των ντόπιων, έναν Λατίνο εραστή με πολλά λεφτά, ελικόπτερο και θράσος να την προσβάλει επειδή δεν του κάθεται, τον τυπικό Βρετανό καλλιτέχνη που παρεπιδημεί για να μαραθεί μυθιστορηματικά, μια σακατεμένη από κακές πλαστικές επεμβάσεις casting director που τρελαίνεται για πρωκτικό σεξ, μια ξεφτισμένη δόξα του ιταλικού σινεμά που φτύνει τους κουτσομπόληδες συμπατριώτες της γιατί σιχαίνεται την ιδέα της επιστροφής στον επαρχιωτισμό, και πολλά ragazzi τέλειων αναλογιών, ντυμένα στην πένα από τον Άντονι Βακαρέλο, με τον οίκο Yves Saint Laurent να το παρακάνει ενδυματολογικά, βγαίνοντας συχνά εκτός κλίματος και εκτός εποχής, σε επιδεικτικά και υπερσιδερωμένα πλαίσια υψηλής ραπτικής.
Όπως μεταφράζεται και από τους στίχους του υπέροχου «Che cosa c’è» του Τζίνο Πάολι, που ακούμε δύο φορές στο σάουντρακ της ταινίας, κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει γιατί είναι ερωτοχτυπημένος με αυτό το κορίτσι που ψάχνει ακαδημαϊκά να μάθει τι εστί άνθρωπος, αλλά δεν μας παρασύρει με την απελπισμένη λαχτάρα του Τζεπ Γκαμπαρντέλα στην παρακμιακή Ρώμη της Τέλειας Ομορφιάς. Η εικόνα του Parthenope είναι τελειότερη από ποτέ, με στιλπνότητα και ευκρίνεια που αγγίζουν τον φωτορεαλισμό, αντανακλώντας την άπιαστη και ιδανική προβολή μιας πόλης που γίνεται ιδέα και αναπόδραστη εμμονή στο μυαλό όσων την έχουν ζήσει, και καθόλου αυτών που τη χαζεύουν τουριστικά.
Η εκζήτηση του Σορεντίνο χτυπάει κόκκινο και είναι κρίμα, γιατί η ταινία όχι μόνο ξεχειλίζει από γοητεία και μεθυστικές σεκάνς αλλά δείχνει πως ο σκηνοθέτης, αν και επιμένει να πλαγιοδρομεί με σχεδόν διαφημιστικής λογικής επαναληπτικότητα, γνωρίζει τον συγκινητικό πυρήνα των ταινιών του και κάποια στιγμή μάς τον παραδίδει. Όπως εδώ, στο ωραίο φινάλε, με τη θρυλική Στεφανία Σαντρέλι να συνειδητοποιεί, ως ώριμη Παρθενόπη, σιωπηλά και παρατηρώντας, ποιος επιτέλους ήταν ο ρόλος της αποτραβηγμένης σφίγγας σ’ αυτήν τη ζωή…