Μπλε: Ένα χρώμα που λάτρεψαν οι μεγάλοι ζωγράφοι
Από το λάπις λάζουλι μέχρι το γαλάζιο «χρώμα της χιλιετίας», οι αποχρώσεις του μπλε άλλαξαν τη ροή της Ιστορίας.
La couleur des mes rêves
Τη δεκαετία του 1920 ο Καταλανός καλλιτέχνης Χουάν Μιρό δημιούργησε ένα σύνολο από ζωγραφικούς πίνακες που διέφεραν ριζικά από οτιδήποτε είχε φτιάξει ως τότε. Ένας μεγάλος καμβάς από τη σειρά με τίτλο «Ρeinture-Ρoésie» (ζωγραφική ποίηση), φιλοτεχνημένος το 1925, ήταν σχεδόν εξολοκλήρου κενός. Στην πάνω αριστερή πλευρά είναι γραμμένη με κομψά, περίτεχνα καλλιγραφικά γράμματα η λέξη «Photo», στη δεξιά πλευρά υπάρχει μια μουτζούρα σε σχήμα ποπκόρν, στο χρώμα του λουλουδιού «μη με λησμόνει», ενώ από κάτω γράφει με καθαρά, απλά γράμματα: «Αυτό είναι το χρώμα των ονείρων μου» (ceci est la couleur des mes rêves).
Μόλις δύο χρόνια νωρίτερα ο Αμερικανός γενετιστής Κλάιντ Κίλερ, μελετώντας τα μάτια τυφλών ποντικιών, έκανε ορισμένες ανακαλύψεις που έδειχναν ότι ο Μιρό ίσως είχε βρει κάτι. Παρόλο που τα ποντίκια δεν διαθέτουν τους φωτοϋποδοχείς που επιτρέπουν στα θηλαστικά να αντιλαμβάνονται το φως, οι κόρες των ματιών τους συστέλλονται ανεξήγητα ανταποκρινόμενες σε αυτό. Θα έπαιρνε περίπου εβδομήντα πέντε χρόνια για να αποδειχθεί οριστικά ότι όλοι οι άνθρωποι, ακόμα και όσοι στερούνται την όραση, διαθέτουν έναν ειδικό υποδοχέα που αντιλαμβάνεται το μπλε φως. Το γεγονός αυτό είναι καίριας σημασίας γιατί αποτελεί την αντίδρασή μας στο τμήμα του φάσματος που φυσιολογικά εντοπίζεται στις πιο υψηλές συγκεντρώσεις του στο πρώτο φως της ημέρας και συντονίζει τον κιρκάδιο ρυθμό, δηλαδή το εσωτερικό ρολόι που μας βοηθάει να κοιμηθούμε τη νύχτα και να παραμείνουμε δραστήριοι κατά τη διάρκεια της ημέρας. Το ζήτημα είναι ότι σήμερα, που στα δωμάτιά μας έχουμε σποτάκια και έξυπνα κινητά που φωτίζουν στο σκοτάδι, υπερφορτωνόμαστε με μπλε φως σε περίεργες ώρες της ημέρας και αυτό επηρεάζει αρνητικά τον ύπνο μας. Ενήλικες Αμερικανοί ανέφεραν, στο πλαίσιο μιας έρευνας του 2015, ότι κοιμούνταν κατά μέσο όρο 6,9 ώρες. Ο μέσος όρος πριν από 150 χρόνια ήταν 8-9 ώρες.
Αν και παραδοσιακά το μπλε ήταν το χρώμα της θλίψης, πολλοί πολιτισμοί, μεταξύ των οποίων αυτοί των αρχαίων Αιγυπτίων, των ινδουιστών και της φυλής των Τουαρέγκ στη Βόρεια Αφρική, κρατούσαν μια ξεχωριστή θέση στη ζωή τους για το μπλε χρώμα και τα μπλε αντικείμενα.
Ο δυτικός κόσμος έχει μακρά παράδοση στην απαξίωση των μπλε αντικειμένων. Κατά την Παλαιολιθική και τη Νεολιθική Εποχή οι κυρίαρχες αποχρώσεις ήταν εκείνες του κόκκινου, του μαύρου και του καφέ. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι θαύμαζαν την τριαρχία του μαύρου, του λευκού και του κόκκινου. Οι Ρωμαίοι συγκεκριμένα συνέδεαν το μπλε με τη βαρβαρότητα· συγγραφείς της εποχής αναφέρουν ότι οι Κέλτες στρατιώτες έβαφαν το σώμα τους μπλε, ενώ ο Πλίνιος κατηγορούσε τις γυναίκες ότι έκαναν το ίδιο πριν συμμετάσχουν σε όργια. Στη Ρώμη τα μπλε ρούχα σχετίζονταν με το πένθος και την κακοτυχία. Το χρώμα απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό και από τις πρώιμες χριστιανικές πηγές. Μια έρευνα του 19ου αιώνα για τους χρωματικούς όρους που χρησιμοποιούσαν οι χριστιανοί συγγραφείς πριν από τον 13ο αιώνα αποκαλύπτει ότι το μπλε είναι το χρώμα που χρησιμοποιούσαν λιγότερο, αντιστοιχούσε μόλις στο 1% των συνολικών αναφορών.
Από τον 12ο αιώνα άλλαξε ριζικά αυτή η συνθήκη. Η Παναγία απεικονιζόταν όλο και πιο συχνά με έντονα μπλε ενδύματα – παλιότερα την έδειχναν συνήθως με σκούρα χρώματα που συμβόλιζαν το πένθος για τον θάνατο του γιου της. Το κύρος της και η αφοσίωση στο πρόσωπό της αυξήθηκαν τον Μεσαίωνα, όπως και η τύχη του χρώματος που είχε υιοθετήσει.
Από τον Μεσαίωνα η χρωστική ουσία που κατεξοχήν συνδεόταν με την Παναγία ήταν η πολύτιμη ουλτραμαρίνα, η οποία παρέμεινε για αιώνες, και με διαφορά, η πιο περιζήτητη χρωστική. Ωστόσο δεν ήταν η μοναδική ουσία που επηρέασε τόσο έντονα την ιστορία του μπλε χρώματος. Το ίντιγκο ήταν επίσης καθοριστικής σημασίας. Αν και το πρώτο φτιάχνεται από ένα πέτρωμα και το δεύτερο είναι μια βαφή από φύλλα φυτών τα οποία έχουν υποστεί ζύμωση, έχουν πολλά περισσότερα κοινά απ' ό,τι ενδεχομένως φανταζόμαστε. Και τα δυο, για να εξαχθούν και να παρασκευαστούν, απαιτούν φροντίδα, υπομονή αλλά και σεβασμό. Ενώ οι χρωματοποιοί και οι ζωγράφοι πάσχιζαν να κονιορτοποιήσουν το πέτρωμα και να πλάσουν το ίντιγκο, οι βαφείς, γυμνοί μέχρι τη μέση, προσπαθούσαν με μεγάλο κόπο να διοχετεύσουν αέρα μέσα σε αηδιαστικά καζάνια. Το κόστος των χρωστικών βοήθησε στο να τροφοδοτηθεί ένας ιλιγγιώδης κύκλος επιθυμίας και ζήτησης που σταμάτησε μόνο όταν δημιουργήθηκαν εναλλακτικές συνθετικές χρωστικές τον 19ο αιώνα.
Αν και παραδοσιακά το μπλε ήταν το χρώμα της θλίψης, πολλοί πολιτισμοί, μεταξύ των οποίων και αυτοί των αρχαίων Αιγυπτίων, των ινδουιστών και των Τουαρέγκ στη Βόρεια Αφρική, είχαν σε ξεχωριστή θέση το μπλε ως χρώμα. Μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και οργανισμών χρησιμοποιεί μια σκουρόχρωμη απόχρωσή του στους λογότυπους και στις στολές του λόγω της απρόσωπης αξιοπιστίας που εκπέμπει, πιθανώς λαμβάνοντας υπόψη ότι ξεκίνησε να είναι καθωσπρέπει χάρη στις Ένοπλες Δυνάμεις, συγκεκριμένα λόγω των ναυτών του Πολεμικού Ναυτικού (απ' όπου προέρχεται και το μπλε μαρέν), οι οποίοι έπρεπε να φορούν χρώματα με τη μεγαλύτερη δυνατή αντοχή στον ήλιο και στη θάλασσα.
Στα τέλη του 12ου αιώνα η βασιλική οικογένεια της Γαλλίας υιοθέτησε ως οικόσημο ένα χρυσό λουλούδι κρίνου (fleur-de-lis) σε φόντο μπλε αζούρ προς τιμήν της Παναγίας και η αριστοκρατία της Ευρώπης, στη βιασύνη της να το υιοθετήσει, φόρεσε τα γάντια της για περικνημίδες. Το 1200 μόνο το 5% των οικόσημων της Ευρώπης περιείχε μπλε αζούρ. Μέχρι το 1250 το ποσοστό είχε ανέλθει στο 15%, το 1300 στο 25% και μέχρι το 1400 είχε φτάσει στο 35%. Μια πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη σε 10 διαφορετικές χώρες και σε τέσσερις ηπείρους έδειξε ότι το μπλε είναι μακράν το αγαπημένο χρώμα των ανθρώπων. Παρόμοιες έρευνες που έχουν διεξαχθεί από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά κατέληξαν σε παρόμοια συμπεράσματα. Το μπλε, που κάποτε το θεωρούσαν ως το χρώμα των εκφυλισμένων και των βαρβάρων, φαίνεται πως έχει κατακτήσει τον κόσμο.
Μπλε cerulean
Στις 17 Φεβρουαρίου 1901 ο Ισπανός ποιητής και καλλιτέχνης Κάρλος Κασαχέμας, ενώ έπινε ποτό με τους φίλους του στο καινούργιο στυλάτο καφέ του Παρισιού L' Hippodrome κοντά στη Μονμάρτρη, έβγαλε πιστόλι και αυτοπυροβολήθηκε στον δεξιό κρόταφο. Οι φίλοι του ήταν συντετριμμένοι, περισσότερο απ' όλους όμως ο Πάμπλο Πικάσο, ο οποίος δεν είχε συνέλθει ακόμη από τον θάνατο της αδελφής του, την οποία είχε χάσει από διφθερίτιδα έξι χρόνια νωρίτερα. Το πένθος έριξε ένα πέπλο θλίψης στο έργο του για αρκετά χρόνια. Ο Πικάσο είχε εγκαταλείψει σχεδόν όλη την παλέτα εκτός από το χρώμα που μπορούσε να εκφράσει επαρκώς το πένθος και την απώλεια που βίωνε: το μπλε.
Οι αποχρώσεις του μπλε έχουν έναν τρόπο να βοηθούν τους ανθρώπους να εκφράζουν ζητήματα του πνεύματος. Όταν σχηματίστηκαν τα Ηνωμένα Έθνη στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με σκοπό τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης επέλεξαν ως σύμβολό τους έναν παγκόσμιο χάρτη περιβαλλόμενο από δύο κλαδιά σε ένα ελαφρώς γκριζωπό-μπλε χρώμα. Ο Όλιβερ Λούντκουιστ, ο αρχιτέκτονας και σχεδιαστής του εμβλήματος, διάλεξε αυτή την απόχρωση γιατί είναι το «αντίθετο του κόκκινου, του χρώματος του πολέμου».
Το μπλε cerulean σχετίζεται με το πνεύμα αλλά και με τη γαλήνη. Το δέρμα πολλών θεών του ινδουισμού, όπως ο Κρίσνα, ο Σίβα και ο Ράμα, αποδίδεται με ένα γαλάζιο του ουρανού, το οποίο συμβολίζει τη σύνδεσή τους με το άπειρο. Οι Γάλλοι αποκαλούν αυτή την απόχρωση bleu celeste, δηλαδή ουράνιο γαλάζιο. Σύγχυση προκαλεί το γεγονός ότι αυτό είναι το χρώμα που έχουν πολλά από τα κτίρια της Εκκλησίας της Σαϊεντολογίας στην Καλιφόρνια, ανάμεσά τους και η έπαυλη που προορίζεται για τη μετενσάρκωση του ιδρυτή της θρησκείας Λ. Ρον Χάμπαρντ. (Ο ίδιος, όταν ίδρυσε τη Σαϊεντολογία, φέρεται να είπε σ' έναν συνάδελφό του: «Ας πουλήσουμε σ' αυτούς τους ανθρώπους ένα κομμάτι από το γαλάζιο του ουρανού»). Η εταιρεία Pantone χαρακτήρισε την ανοιχτόχρωμη γαλάζια απόχρωση του «μη με λησμόνει» ως χρώμα της χιλιετίας, εικάζοντας ότι με τη βοήθειά του οι καταναλωτές θα «αναζητούσαν εσωτερική γαλήνη και πνευματική πλήρωση τη νέα χιλιετία».
Μια αληθινά cerulean χρωστική, που εντάσσεται στην οικογένεια χρωστικών του κοβαλτίου, άρχισε να διατίθεται στους καλλιτέχνες μόλις τη δεκαετία του 1860, αλλά και τότε μόνο για χρήση σε ακουαρέλα. Ήταν ένα μείγμα οξειδίων του κοβαλτίου και του κασσίτερου, γνωστό ως κασσιτερικό κοβάλτιο, που δεν σημείωσε ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία έως τη δεκαετία του 1870, όταν κυκλοφόρησε σε μορφή ελαιοχρώματος, χάνοντας την ελαφριά υφή κιμωλίας που έπαιρνε στην ακουαρέλα, ξελογιάζοντας έτσι μια γενιά ζωγράφων. Ο Βαν Γκογκ προτιμούσε να φτιάχνει τη δική του εκδοχή μπλε cerulean, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα από μπλε του κοβαλτίου, λίγο κίτρινο του καδμίου και λευκό. Άλλοι καλλιτέχνες όμως δεν ήταν τόσο επιφυλακτικοί. Ο Πολ Σινιάκ, που ήταν γνωστός για τον αέρινο πουαντιγισμό του, άδειασε αμέτρητα σωληνάρια, όπως έκαναν και πολλοί συνάδελφοί του, μεταξύ αυτών και ο Μονέ. Όταν ο φωτογράφος και συγγραφέας Μπρασάι πέτυχε τυχαία τον προμηθευτή χρωμάτων του Πικάσο στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 1943, ο τελευταίος τού έδειξε ένα κομμάτι χαρτί με τον γραφικό χαρακτήρα του Πικάσο. «Με μια πρώτη ματιά μοιάζει με ποίημα», γράφει ο Μπρασάι, «όμως συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο για την τελευταία παραγγελία χρωμάτων του Πικάσο. Τρίτο στη λίστα, αμέσως μετά το "λευκό, μόνιμο" και το "λευκό ασημί", ήταν το "μπλε cerulean".
Πρωσικό μπλε
Στο βιβλίο του Μπενχαμίν Λαμπατούτ «Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο» υπάρχει η ιστορία του κυανού της Πρωσίας, του πρωσικού μπλε.
Δεκαετίες νωρίτερα, ένας πρόδρομος του δηλητηρίου που χρησιμοποιήθηκε από τους ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, το Zyklon A, είχε χρησιμοποιηθεί ως φυτοφάρμακο στους πορτοκαλεώνες της Καλιφόρνιας και για την απεντόμωση των βαγονιών με τα οποία ταξίδευαν κρυφά δεκάδες χιλιάδες Μεξικανοί μετανάστες για να περάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο ξύλο των βαγονιών έμεινε ένα πανέμορφο μπλε, το ίδιο μπλε που βλέπει κανείς μέχρι σήμερα στα τούβλα στο Άουσβιτς· και στις δύο περιπτώσεις το χρώμα παραπέμπει στην αρχική προέλευση του κυανίου, το οποίο προέκυψε το 1782 ως υποπροϊόν της πρώτης σύγχρονης συνθετικής ουσίας, του κυανού της Πρωσίας.
Το κυανό της Πρωσίας προκάλεσε αμέσως αίσθηση στην ευρωπαϊκή τέχνη. Χάρη στη χαμηλότερη τιμή του, μέσα σε λίγα μόλις χρόνια αντικατέστησε πλήρως το χρώμα που χρησιμοποιούσαν από την Αναγέννηση και μετά οι ζωγράφοι για τους χιτώνες των αγγέλων και τους μανδύες της Παρθένου. Το ουλτραμαρίν, η πιο ακριβή και ευγενής μπλε χρωστική ουσία, παρασκευαζόταν από λάπις λάζουλι, το οποίο εξορυσσόταν από τις σπηλιές της κοιλάδας του ποταμού Κότσα στο Αφγανιστάν. Το ορυκτό αυτό, κονιορτοποιημένο, έδινε ένα λουλακί τόσο πλούσιο που η χημική απομίμησή του έγινε δυνατή μόλις στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν ένας Ελβετός παρασκευαστής χρωμάτων ονόματι Γιόχαν Γιάκομπ Ντίσμπαχ ανακάλυψε κατά λάθος το 1704 το κυανό της Πρωσίας. Στην πραγματικότητα, προσπαθούσε να μιμηθεί το κόκκινο ρουμπινί που φτιάχνεται από κονιορτοποιημένες θηλυκές κονεχίλες, μικρά παρασιτικά έντομα του κάκτου νοπάλ που απαντούν στο Μεξικό και στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Οι κονεχίλες είναι τόσο εύθραυστες που απαιτούν μεγαλύτερη φροντίδα και από τους μεταξοσκώληκες, καθώς ο άνεμος, η βροχή και ο παγετός μπορούν εύκολα να προξενήσουν ζημιά στο λευκό κυλινδρικό σώμα τους, ενώ κινδυνεύουν διαρκώς από τους αρουραίους, τα πουλιά και τις κάμπιες. Το κατακόκκινο αίμα τους υπήρξε, μαζί με το ασήμι και τον χρυσό, ένας από τους μεγάλους θησαυρούς που έκλεψαν οι Ισπανοί κονκισταδόρες από τους λαούς της Νότιας Αμερικής, δίνοντας στο ισπανικό στέμμα τη δυνατότητα να κατέχει το μονοπώλιο του καρμινίου για αιώνες. Ο Ντίσμπαχ θέλησε να βάλει ένα τέλος σε αυτό το μονοπώλιο· πρόσθεσε sale tartari (καυστική ποτάσα) σε ένα απόσταγμα ζωικών υπολειμμάτων που είχε ετοιμάσει κάποιος από τους βοηθούς του, ο νεαρός αλχημιστής Γιόχαν Κόνραντ Ντίπελ, αλλά, αντί για ένα ρουμπινί ακόμη πιο ζωηρό από εκείνο της Dactylopius coccus, είδε να σχηματίζεται ένα βαθυκύανο ίζημα, τόσο εκθαμβωτικό που αρχικά ο Ντίσμπαχ νόμισε πως είχε ανακαλύψει το hsbd-iryt, το αυθεντικό χρώμα του ουρανού, το θρυλικό μπλε με το οποίο οι Αιγύπτιοι χρωμάτιζαν το δέρμα των θεών τους. Η μυστική εκείνη φόρμουλα, την οποία φύλαγαν επί αιώνες οι ιερείς της Αιγύπτου, κλάπηκε από έναν Έλληνα και χάθηκε για πάντα μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Ντίσμπαχ ονόμασε το νέο του χρώμα «κυανό της Πρωσίας», θέλοντας να δημιουργήσει μια μακρόπνοη σύνδεση μεταξύ της τυχαίας ανακάλυψής του και της αυτοκρατορίας που αναμφίβολα θα ξεπερνούσε τη δόξα των αρχαίων, αφού μόνο ένας άνθρωπος πολύ πιο ικανός, προικισμένος, ίσως, με το χάρισμα της προφητείας, θα μπορούσε έστω να διανοηθεί τη μελλοντική της πτώση…
Χρησιμοποιήθηκαν κείμενα από τα βιβλία «Τα χρώματα και οι μυστικές ζωές τους» της Kassia St Clair (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) και «Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο» του Μπενχαμίν Λαμπατούτ (Δώμα).