Ήταν ακόμα ισχυρό το χανγκόβερ από την άγρια μέθη της κατάκτησης του Euro, που ήρθε κι έκατσε πάνω στη φρενήρη ατμόσφαιρα των Ολυμπιακών της Αθήνας (it’s coming home!), και η πόλη έμοιαζε πραγματικά με αδιάκοπη γιορτή (το χανγκόβερ από την Ολυμπιάδα θα ερχόταν πολύ αργότερα, με τη μορφή ποικίλων υπέρογκων και ανεξόφλητων λογαριασμών).
Κάθε μέρα που περνούσε υποσχόμουν στον εαυτό μου να πάω να παρακολουθήσω κάποιο αγώνισμα –πιο κοντά βρέθηκα στον τελικό του μπάσκετ ανδρών, νομίζω, αλλά τελευταία στιγμή κάτι, διόλου σημαντικό εκ των υστέρων, προέκυψε–, τελικά όμως δεν βρέθηκα ποτέ μέσα σε κάποιον από τους χώρους διεξαγωγής των αθλημάτων, πολλοί από αυτούς νεοσύστατοι.
Οι πιο χαρακτηριστικές αναμνήσεις προέρχονται από το νεοσύστατο επίσης downtown της πόλης (θυμάμαι είχε ανοίξει «παραδοσιακό» all day μαγαζί στου Ψυρρή που έγραφε ειρωνικά «since 2004» κάτω από το όνομά του) το οποίο κατακλυζόταν μέρα-νύχτα από πλήθος επισκεπτών –ανάμεσά τους και αθλητές– από όλο τον κόσμο, οι οποίοι τα έσπαγαν κυριολεκτικά σαν να μην υπήρχε αύριο.
Το ευφορικό κλίμα ήταν διάχυτο και συνέπαιρνε ακόμα και κυνικούς σαν κι εμένα, που μόνο περιστασιακά παρακολουθώ πραγματικά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Όσο βρισκόσουν υπό την επήρεια, όλο αυτό έμοιαζε με κάποιο λαμπρό ξεκίνημα, ασχέτως αν κατόπιν φάνηκε ότι στην πραγματικότητα ήταν ένα τέλος εποχής.
— Δημήτρης Πολιτάκης
Στην Αθήνα η μασκότ έδωσε σίγουρα έναν έξτρα τόνο γκρίνιας, και αν υπήρχαν social media μαντεύω ότι θα είχαν χωριστεί σε μασκοτ-λάτρες και μασκοτ-μάχους, γύρω από τον σχεδιασμό του Φοίβου και της Αθηνάς θα γραφόντουσαν σεντόνια και θα μοιράζονταν μπλοκ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ έναρξης ελάχιστα θυμάμαι, από την τελετή λήξης μού έχει μείνει η τούμπα του Σάκη Ρουβά, θυμάμαι επίσης να έχω παρακολουθήσει από μακριά, και ενώ κάναμε διακοπές σε κάποιο νησί που μου διαφεύγει αυτήν τη στιγμή, τις καταδύσεις που εξακολουθούν να με εντυπωσιάζουν – το πόσο νερό θα «πετάξουν» οι αθλητές προκαλεί ένα σασπένς. Αυτό που θυμάμαι πολύ καθαρά όμως είναι όλη αυτήν τη συζήτηση που είχαν προκαλέσει οι μασκότ των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
Ήμουν δεκατριών, έκλεινα τα δεκατέσσερα εκείνον τον Αύγουστο, δεν είναι ότι καιγόμουν και να αποκτήσω κάποιο memorabilia σχετικό με την Ολυμπιάδα, αλλά θυμάμαι γύρω μου να κυκλοφορούν μπλουζάκια, τσαντάκια, καπελάκια, μπρελόκ, λούτρινα με τον Φοίβο και την Αθηνά.
Από την αναστάτωση που είχε προκληθεί σχετικά με το αν είναι καλαίσθητες ή όχι, μου έχει μείνει ότι πρόκειται για μασκότ βασισμένες σε κάποια αρχαία κούκλα. Διαβάζω πια πως σχεδιάστηκαν ελεύθερα με έμπνευση από τα αρχαϊκά ελληνικά κωδωνόσχημα ειδώλια από τερακότα του 7ου αιώνα π.Χ., που λέγονται δαίδαλα και βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο της Ραφήνας – πρόκειται για μια κούκλα που είχαν λάβει ως δώρο οι ολυμπιονίκες της πρώτης σύγχρονης Ολυμπιάδας του 1896.
Η μασκότ είναι ένας θεσμός που εγκαινιάστηκε το 1968 στην Γκρενόμπλ της Γαλλίας και «έκτοτε προσθέτει ξεχωριστό τόνο σε όλους τους Ολυμπιακούς Αγώνες», όπως αναφέρει ένα άρθρο του 2002. Στην Αθήνα έδωσε σίγουρα έναν έξτρα τόνο γκρίνιας, και αν υπήρχαν social media μαντεύω ότι θα είχαν χωριστεί σε μασκοτ-λάτρες και μασκοτ-μάχους, γύρω από τον σχεδιασμό του Φοίβου και της Αθηνάς θα γραφόντουσαν σεντόνια και θα μοιράζονταν μπλοκ.
Το άλλο που θυμάμαι είναι να φτάνει στα χέρια μου μια μπάλα μπέιζμπολ με τις μασκότ πάνω και να μου λένε να μην τη βγάλω από τη θήκη της, ότι μπορεί κάποτε να είναι συλλεκτική. Χαριτωμένη ήταν πάντως, αν και θα προτιμούσα να έχω έναν λούτρινο Μίσα.
— Ζωή Παρασίδη
ΗΤΑΝ 12 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ του 2004 όταν στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας άναβε η φλόγα των 28ων Ολυμπιακών Αγώνων. Για μένα εκείνο ήταν ένα περίεργο καλοκαίρι, αφού δεν μπόρεσα να χαρώ ή να απολαύσω όσο θα ήθελα τους Ολυμπιακούς Αγώνες εξαιτίας του απρόσμενου θανάτου του παππού μου. Τουλάχιστον, αυτό το μεγάλο αθλητικό γεγονός λειτούργησε κάπως ως μια ευκαιρία διαφυγής απ’ το πένθος που επικρατούσε στο σπίτι μας στην Πάτρα.
Οι αναμνήσεις που ανακαλώ είναι συγκεκριμένες αλλά όχι τόσες όσες θα επιθυμούσα, αφού δεν κατάφερα ποτέ να έρθω στην Αθήνα για να παρακολουθήσω κάποιο άθλημα από κοντά. Ωστόσο, τώρα που το σκέφτομαι, αυτό που διατηρώ πολύ έντονα στη μνήμη μου είναι ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν smartphones. Τα κινητά μας τηλέφωνα δεν είχαν κάμερες, δεν υπήρχε ακόμη στην Ελλάδα το Facebook, το Spotify και το Twitter, και σίγουρα αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι ότι είχα γράψει σ’ ένα παλιό βίντεο τις τελετές έναρξης και λήξης.
Κάθε φορά που επιστρέφω στο πατρικό μου και τις βλέπω, σκέφτομαι αυτές τις αλησμόνητες στιγμές. Αν επέλεγα πάντως μια ατάκα που μου έχει αποτυπωθεί πολύ έντονα στο μυαλό από εκείνους τους αγώνες, θα ήταν αυτή του άλλοτε προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, Ζακ Ρογκ, ο οποίος στην ομιλία του είχε πει το αξέχαστο «Ευχαριστούμε, Αθήνα. Ευχαριστούμε, Ελλάδα».
Τέλος, μια άλλη σκηνή την οποία έχω ταυτίσει φουλ με τους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν όταν έγιναν τα εγκαίνια της Γέφυρας Ρίου - Αντιρρίου. Όλοι παρακολουθούσαμε έκθαμβοι την ολυμπιακή φλόγα να ενώνει τις δυο πλευρές, έχοντας ως κεντρικό λαμπαδηδρόμο τον προπονητή (της τότε πρωταθλήτριας Ευρώπης, Ελλάδας), Ότο Ρεχάγκελ. Η εικόνα του να διασχίζει τη γέφυρα είναι πλήρως ταυτισμένη με τις αναμνήσεις που κουβαλώ από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του μακρινού πλέον 2004.
— Γιάννης Πανταζόπουλος
ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΦΑΝ της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, αλλά αφού τα έργα τελείωσαν στην ώρα τους και η διεξαγωγή τους θα με έβρισκε στην Αθήνα, αποφάσισα να κανονίσουμε να πάμε με τη μητέρα μου και τον αδελφό μου να δούμε κάποιο άθλημα που δεν θα είχαμε ξανά την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε.
Αυτό το άθλημα ήταν το μπέιζμπολ, το οποίο ήξερα περίπου πώς παίζεται γιατί κάπως είχε βρεθεί στα χέρια μου ένα παιχνίδι μπέιζμπολ στο Game Gear. Ο αγώνας που παρακολουθήσαμε στο Ελληνικό ήταν το Ελλάδα - Κούβα.
Η ελληνική ομάδα αποτελούνταν από κάποιους ψιλοτυχάρπαστους όσον αφορά την καριέρα τους στο άθλημα Ελληνοαμερικανούς, οι οποίοι είχαν να αντιμετωπίσουν την ομάδα που μετέπειτα κέρδισε το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο. Η ατμόσφαιρα στο γήπεδο ήταν και αυτή «ελληνοαμερικανική», λόγω του αθλήματος αλλά και του εκφωνητή που μίλαγε με αμερικανική προφορά.
Απολαύσαμε αυτή την ιδιαίτερη εμπειρία, πήραμε το ελληνοελληνικότατο λεωφορείο που ήταν πήχτρα σε εθελοντές, που τους ξεχώριζες από τη στολή, και τουρίστες και γυρίσαμε στο σπίτι μας κρατώντας για πάντα αυτή την περίεργη οικογενειακή ανάμνηση.
— Γιώργος Τσαγκόζης
ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ, ΩΣ 17ΧΡΟΝΟΣ, το καλοκαίρι του 2004 θα έπρεπε να έχω στο μυαλό μου μόνο μαθήματα, θερινά φροντιστήρια και τις Πανελλήνιες της επόμενης χρονιάς. Δεν κατηγορώ το σύμπαν, αλλά μιας και Ιούνιος - Ιούλιος με βρήκαν στις σκαλωσιές των οικοδομών πέριξ της Ομόνοιας να φωνάζω σεξουαλικώς φορτισμένα συνθήματα απευθυνόμενος στον Τρεζεγκέ, τον Πιρές, τον Παουλέτα και τον Φίγκο, ο Αύγουστος δεν θα μπορούσε να κυλήσει διαφορετικά.
Εντάξει, ίσως ελαφρώς πιο πολιτισμένα, αφού μιλάμε για Ολυμπιακούς Αγώνες. Στήθηκα 2-3 φορές, μέσα στο λιοπύρι, στη μεγάλη ουρά για να πάρω εισιτήρια από το λυόμενο που βρισκόταν έξω από το Παναθηναϊκό Στάδιο, επέλεξα ως εκκολαπτόμενος φασέο-χίπστερ τα λιγότερο mainstream αθλήματα, και οι μέρες του Αυγούστου με βρήκαν κατά σειρά να παρακολουθώ κανόε καγιάκ, beach volley, μπέιζμπολ και γυναικείο ποδόσφαιρο.
Τι μου έχει μείνει από τότε; Tο σλάλομ στον περιβάλλοντα χώρο (γιαπί) του νεόκτιστου τότε γηπέδου Καραϊσκάκη μέσα από μπάζα και προχειροστημένους φράκτες, η μπάλα που έπαιζε η Μπίργκιτ Πριντς με το 9 στην πλάτη και το πρωτόγνωρο αίσθημα ευφορίας/συμφιλίωσης που έφερε μαζί του εκείνο το καλοκαίρι και δεν επέστρεψε ποτέ ξανά.
— Βασίλης Καψάσκης
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΤΟΥ 2004 ήταν ο μόνος Αύγουστος που δεν έφυγα καθόλου από την Αθήνα. Αφενός επειδή φιλοξενούσα ένα φιλικό ζευγάρι που είχε έρθει από το εξωτερικό για να παρακολουθήσει ζωντανά τους αγώνες –πήγαιναν σχεδόν καθημερινά στο ΟΑΚΑ και το σπίτι τούς βόλευε γιατί είναι σχετικά κοντά–, αφετέρου γιατί η Αθήνα φάνταζε εκείνες τις μέρες μια πόλη «του ονείρου»: καθαρή –δεν τη θυμάμαι ποτέ καθαρότερη!–, λαμπερή, με μια σειρά μεγάλα έργα (Αττική Οδός, μετρό, ανάπλαση ΗΣΑΠ κ.ά.) να έχουν ήδη βιαστικά έως εκβιαστικά αποπερατωθεί, αλλάζοντας την εικόνα της (και σημειώνοντας ρεκόρ εργατικών ατυχημάτων), «καλτ» και ταυτόχρονα σπορτίβ, κοσμοπολίτισσα και σφύζουσα από ζωή μέρα και νύχτα, αποστειρωμένη (τζάνκια, επαίτες, άστεγοι, μέχρι και αδέσποτα σκυλιά είχαν «μαντρωθεί»), με υποδειγματικές (ω ναι!) συγκοινωνίες και με την ευγένεια, την ευδαιμονία και την αισιοδοξία –λέξεις που τώρα ακούγονται σαν ανέκδοτα– να περισσεύουν στην ατμόσφαιρα.
Ένα καλοστημένο (και καταχρεωμένο, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση) σκηνικό που ακόμα και οι πιο φανατικοί «δεθελοντές» δεν φαντάζονταν πόσο σύντομα και με πόσο πάταγο θα κατέρρεε, αν και η ιστορία με τους Κεντέρη - Θάνου είχε ήδη δώσει ένα στίγμα του τι «ντόπα» είχαμε φάει πανεθνικώς με εκείνους τους Ολυμπιακούς.
— Θοδωρής Αντωνόπουλος
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 2004, κάτι που γινόταν ένας πανικός στην Αθήνα, έργα, φασαρία, κάτι ένα εθνικό κλίμα ανάτασης που δεν ήμουν σίγουρη αν με ενθουσίαζε, αποφάσισα να φύγω και να κάνω κάμπινγκ για πρώτη φορά στη ζωή μου. Η χώρα δοκιμαζόταν σε παγκόσμια διοργάνωση και εγώ σε ελεύθερο κάμπινγκ στη Γαύδο. Φυσικά όλα πήγαν λάθος, σαν την περίπτωση Κεντέρη.
Εν ολίγοις, αφίχθην στο νησί με οκτώ αποσκευές, αφού με είχε ψάξει στα Σφακιά –εμένα με το ροζ Lacoste φόρεμα– η Δίωξη Ναρκωτικών. Όταν το γκαζοζέν μάς άφησε στον Άι-Γιάννη, στην καντίνα, δυο μάγκες που έπαιζαν τάβλι και άκουγαν σε ένα φορητό κασετόφωνο Στράτο γύρισαν τα κεφάλια, με κοίταξαν και από το τίναγμα του σβέρκου του ενός κατάλαβα ότι τα μελλούμενα θα ήταν δύσκολα.
Η Σοφία στην καντίνα κράτησε τις μισές αποσκευές –ευτυχώς– και εγώ με τις υπόλοιπες και σανδάλια (το έπος συνεχίζεται) ξεκίνησα ζωσμένη σαν χάσκι για να φτάσω στην παραλία, περπατώντας κάνα δεκάλεπτο πάνω σε άμμο και πέτρες με κολασμένη ζέστη. Εκεί πέρασα τους Ολυμπιακούς, δεν άκουσα ποτέ τον Κωστάλα να φλυαρεί, μια τηλεόραση έπαιζε βουβά σε έναν καφενέ, ενώ κάτι διπλανοί μου τραγουδούσαν αντάρτικα, και όταν επέστρεψα με περίμενε η Έλλη, που μου είχε κρατήσει κάτι στάχυα από την τελετή λήξης. Πρέφα δεν πήρα, αλλά την έναρξη την είδα χρόνια αργότερα και έκλαψα στο παιδάκι μέσα στο βαρκάκι του.
— Αργυρώ Μποζώνη
ΥΠΗΡΧΕ ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΕΥΦΟΡΙΑ το καλοκαίρι του ’04. Η στιγμή για την οποία προετοιμαζόμασταν επί χρόνια είχε φτάσει. Τα ολυμπιακά ακίνητα θα άνοιγαν τις πύλες τους για να μας υποδεχτούν, η γέφυρα Καλατράβα γινόταν αντικείμενο θαυμασμού και ο Φοίβος και η Αθηνά χοροπηδούσαν εκστατικά, αγνοώντας τους αρνητές που τους αποκαλούσαν κοροϊδευτικά «τερακαπότες» – μιλάμε για comedy gold.
Ήταν το πρώτο μου γεμάτο καλοκαίρι στην Αθήνα και αν ο φοιτητής μέσα μου, που ακόμα έψαχνε να βρει τη φυλή του και εξασκούσε αφειδώς τη βλαχοδημαρχοσύνη, χαιρόταν μπρος στην προοπτική γνωριμίας με ανθρώπους από όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ, ο σινεφίλ είχε μαραζώσει λίγο, καθώς είχαν παγώσει οι νέες κυκλοφορίες στους κινηματογράφους – μόνο ο (ωραιότατος) Σπαρτιάτης του Ντέιβιντ Μάμετ κατάφερε να τρυπώσει στον προγραμματισμό, ίσως λόγω τίτλου.
Τελικά, από Ολυμπιακούς Αγώνες πήγα σε ένα ποδοσφαιρικό ματς μεταξύ Ιράκ και Κόστα Ρίκα, κυρίως για να θαυμάσω το νέο γήπεδο Καραϊσκάκη, ως αγνός «κωλόγαυρος», και είδα κι έναν αγώνα χόκεϊ επί χόρτου σε αδειανές κερκίδες, καθώς οι περισσότεροι θεατές είχαν σκαρφαλώσει ψηλά και κοιτούσαν το διπλανό, γεμάτο γήπεδο, όπου έπαιζε το Πακιστάν.
Όσο για νέες γνωριμίες, γνώρισα μια υπάλληλο στην Εφορία, όταν πήγα για να μου χορηγήσουν κλειδάριθμο. Κατά κάποιον τρόπο, ο προσωπικός μου απολογισμός συνοψίζει και τη γενικότερη εικόνα. Από όλο το πανηγύρι, στο τέλος μας έμειναν γήπεδα κι ακίνητα που δεν είχαμε τι να τα κάνουμε, μια γέφυρα που πλέον ούτε χρησιμοποιεί ούτε θαυμάζει κανείς, ένας σκασμός αδιάθετες λούτρινες τερακότες και, φυσικά, ο λογαριασμός, τον οποίο πληρώσαμε με δόσεις στις απανταχού ΔΟΥ.
— Γιάννης Βασιλείου
+ Η εμπειρία ενός εθελοντή
ΤO NA ΠΕΙΣ ΟΤΙ θα σπαταλήσεις ένα καλοκαίρι της φοιτητικής σου ζωής για να πας να εργαστείς εθελοντικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν είναι εύκολη απόφαση. Ειδικά όταν (όπως και το μεγαλύτερο μέρος των γνωστών σου) δεν έχεις ξανακάνει κάποια αντίστοιχη εθελοντική εργασία. Σχεδόν από όλους υπήρχε η αντιμετώπιση «μα καλά, θα πας να δουλέψεις τσάμπα, τι είσαι, κορόιδο;».
Παρ’ όλα αυτά, η εμπειρία μου ως εθελοντή στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν μια από τις πιο συναρπαστικές της ζωής μου. Άρχισε τον Μάιο, όταν σε ένα τεράστιο ολυμπιακό ακίνητο στη Νέα Ιωνία, σε μια αίθουσα γεμάτη εθελοντές, μας μοίρασαν τα ρούχα μας, τις θέσεις εργασίας μας και βασικές οδηγίες. Η θέση ήταν «πύλη Νερατζιώτισσας στο ΟΑΚΑ» και στην ουσία δίναμε οδηγίες και κατευθύνσεις στον κόσμο που ερχόταν στο ΟΑΚΑ από εκείνη την είσοδο.
Υπήρχε μια ιεραρχία τύπου κατασκήνωσης, με μεγαλύτερους να είναι υπεύθυνοι υποομάδων, και εβδομαδιαίο πρόγραμμα με το οχτάωρο εργασίας. Αλλά σε γενικές γραμμές δεν υπήρχε ούτε πίεση ούτε υποχρέωση να πας οπωσδήποτε, καθώς υπήρχε πληθώρα εθελοντών.
Έλα όμως που ήταν τόσο φανταστικό το κλίμα των αγώνων, η ενέργεια και ο ενθουσιασμός που επικρατούσαν, που δεν ήθελες να χάσεις λεπτό από τη φάση. Η συναναστροφή με θεατές από κάθε γωνιά του κόσμου, που χαίρονταν και να απολάμβαναν τις εκδηλώσεις, ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή μου. Μετά από κάθε βάρδια σίγουρα θα κάναμε κάποια βόλτα στην Αθήνα (που ήταν στα καλύτερά της εκείνη την περίοδο) με τους υπόλοιπους εθελοντές και αναπτύχθηκαν σχέσεις μεταξύ μας που προφανώς προχωρούσαν και σε παραπάνω από φιλικό επίπεδο.
Ακόμα θυμάμαι ομαδάρχη να μας λέει ότι έγινε παρατήρηση από το ζέπελιν (που εκείνη την περίοδο πετούσε πάνω από την Αθήνα για να παρακολουθεί και να «ακούει» αν υπάρχει κάτι ύποπτο) ότι πάνω από το ΟΑΚΑ ακούγεται μόνο σεξ από τις τουαλέτες. Πάντως, η εικόνα των εθελοντών στο τέλος της τελευταίας βάρδιας να βλέπουμε τα πυροτεχνήματα της τελετής λήξης και το έξαλλο πάρτι που έγινε μετά το τέλος παραμένουν από τις πιο δυνατές στιγμές που θυμάμαι στη ζωή μου.
— Μενέλαος Νικόπουλος
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.