Η μέριμνα για τα ηλεκτροφόρα πεδία του λόγου, τους παλμούς και τα φορτία του στριμώχτηκε στα οικεία, βολικά καλούπια του ρεαλισμού, μετατρέποντας αυτό το κείμενο φαντασμάτων, αυτή την εργασία θανάτου, σε ένα σύνηθες δράμα οικογενειακής επανένωσης.
Τον θέλουν. Τον λαχταρούν. Τους λείπει. Καθημερινά εύχονται να γύριζε κοντά τους... έστω για λίγες ώρες: να τον δουν με τα μάτια τους, να τον αγγίξουν, να μοιραστούν λεπτομέρειες από τη ζωή του, την άγνωστη ζωή του, αφού τίποτα δεν ξέρουν πια για κείνον, ούτε καν τη διεύθυνση του σπιτιού του στο Παρίσι – ή μήπως δεν μένει καν στο Παρίσι;.
Πράγματι εκείνος καταφθάνει. Μετά από αμέτρητα χρόνια απουσίας –αδιαφορίας θα έλεγε κανείς, κρίνοντας από τις ψυχρές, λακωνικές καρτ-ποστάλ που τους έστελνε από κάθε του ταξίδι («Είμαι καλά, επιθυμώ το ίδιο και για σας»)– ο Λουί αποφασίζει να επιστρέψει στο πατρικό του. Έχει κάτι πολύ σημαντικό να τους πει: σε λίγο καιρό θα πεθάνει.
Όλη η χαρά, όλη η αμηχανία, όλος ο εκνευρισμός και η αγωνία της επανένωσης –μητέρας με γιο, αδελφής με αδελφό, αδελφού με αδελφό– γεμίζουν τώρα τη σάλα υποδοχής της μονοκατοικίας όπου μεγάλωσε και την οποία εγκατέλειψε οριστικά και αμετάκλητα, υποκινούμενος «από μια ατελείωτη εσωτερική οδύνη που δεν μπορώ καν να φανταστώ την απαρχή της», όπως θα πει πολύ αργότερα ο αδελφός του, ο Αντουάν.
Η μέριμνα για τα ηλεκτροφόρα πεδία του λόγου, τους παλμούς και τα φορτία του στριμώχτηκε στα οικεία, βολικά καλούπια του ρεαλισμού, μετατρέποντας αυτό το κείμενο φαντασμάτων, αυτή την εργασία θανάτου, σε ένα σύνηθες, κουραστικό δράμα οικογενειακής επανένωσης, με εντάσεις, έριδες κι εκρήξεις.
Πώς να φέρει εις πέρας αυτόν τον άθλο; Πώς να φανερωθεί ενώπιόν τους; Με ποια μορφή; Πόσα να κρύψει και πόσα ν’ αποκαλύψει; Το μόνο που είχε να κάνει ο άσωτος υιός ήταν να εμφανιστεί στο κατώφλι του βιβλικού σπιτιού του κι αμέσως του συγχωρέθηκαν όλα, χωρίς καν ν’ ανοίξει το στόμα του. Όμως εδώ, τώρα, ετούτος ο υιός, εξίσου άσωτος, γνωρίζει πολύ καλά πως θα χρειαστεί να πει πολλά, πάρα πολλά, σίγουρα περισσότερα απ’ όσα δύναται, προκειμένου να καθησυχάσει τα παράπονά τους, να μαλακώσει την πικρία τους, να δικαιώσει τις προσδοκίες τους, να επουλώσει τις πληγές της εγκατάλειψης, να εξασφαλίσει ένα αίσιο τέλος, μια ύστατη στιγμή επαφής και αμοιβαίας συγχώρεσης.
«Δεν βρίσκω κάτι να πω ή να μην πω, δεν βρίσκω κάτι», λέει ο Λουί στην Κατρίν, τη νύφη του, γυναίκα του αδελφού του, που τη συναντά για πρώτη φορά. Πώς να κερδίσει τον χαμένο χρόνο; Ετούτη εδώ την Κυριακή που φέρνει στον νου όλες τις ξεχασμένες Κυριακές της παιδικής του ηλικίας, όταν εξορμούσαν οικογενειακώς με το «αεροδυναμικό» μαύρο αυτοκίνητο για πικνίκ στις όχθες του ποταμού, ετούτη εδώ την Κυριακή που γνωρίζει ότι θα πεθάνει, ενώ εκείνοι το αγνοούν, ετούτη εδώ την Κυριακή που τον κατακλύζει ο φόβος ότι «μια ημέρα των ημερών δεν θα με αγαπούν πια,/ δεν με αγάπησαν/ και δεν με αγαπούν», ο Λουί νιώθει σαν φάντασμα: αυτός, ο επιτυχημένος συγγραφέας, ο επαγγελματίας διαχειριστής του λόγου, τώρα είτε σιωπά, είτε ξεστομίζει δυο-τρεις λέξεις «πεταμένες σαν ψίχουλα», είτε μονολογεί (εντός του;) ακατάσχετα, χωρίς ποτέ να τους προσφέρει αυτό που διψούν να λάβουν από τα χείλη του. «Πες τους κάτι! Έστω κι αν είναι ψέμα», τον εκλιπαρεί εις μάτην η μητέρα του.
Όλοι φοβούνται ότι «δεν θα τα πουν καλά ή θα τα πουν πολύ γρήγορα»: η αγωνία της έκφρασης, της πληρότητας και της ορθότητας της διατύπωσης τούς διαπερνά ανελέητα. Να πει κανείς ή να μην πει; Το κατακλυσμιαίο μέγεθος των απωθημένων συναισθημάτων ορθώνει προπετάσματα καπνού, φλύαρες αναπολήσεις, εσωτερικούς μονολόγους, έμμεσες διεκδικήσεις, έντεχνες παρακάμψεις. Σπάνια επιτυγχάνεται μια γνήσια, θαρραλέα εξομολόγηση που θέτει σε κίνδυνο το Εγώ ενώπιον του άλλου, όπως συμβαίνει στην τελική, σπαρακτική απογύμνωση του Αντουάν. Η τραγωδία του ανομολόγητου. «Για μια παράλειψη σαν αυτή θα μετανιώνω για πάντα», ομολογεί ο Λουί αποχωρώντας από κοντά τους, χωρίς να έχει εκμυστηρευθεί το μυστικό του.
Η συνομιλία δεν συνεπάγεται επικοινωνία, όπως μας δίδαξε το θέατρο του 20ού αιώνα, ούτε καν αληθινή παρουσία. Το να μιλάμε δεν σημαίνει ότι ακουγόμαστε, ούτε ένας λεκτικός χείμαρρος αρκεί για να γεφυρώσει την απόσταση μεταξύ δύο ανθρώπων. Τα πολυποίκιλα μοτίβα γλωσσικής συνύπαρξης, όλες αυτές οι κρίσιμες χειρονομίες αναγνώρισης και απόρριψης, λυτρωτικές ή καταστρεπτικές, απασχολούν βαθύτατα τον Λαγκάρς εδώ. Είναι η γλώσσα αυτή που οικοδομεί την πραγματικότητα: εδώ όπου φαινομενικά τίποτα δεν συμβαίνει (ή συμβαίνει «Ακριβώς το τέλος του κόσμου»), είναι η γλώσσα αυτή που διαστέλλει τον χρόνο, αφήνει αβοήθητη την επιθυμία, ενορχηστρώνει απανωτούς πνιγμούς και πασχίζει για ανέλπιδες διασώσεις.
Και είναι ακριβώς αυτή η προεξάρχουσα σημασία της γλώσσας που δεν εκτιμήθηκε σωστά από τον σκηνοθέτη της παράστασης. Η μέριμνα για τα ηλεκτροφόρα πεδία του λόγου, τους παλμούς και τα φορτία του στριμώχτηκε στα οικεία, βολικά καλούπια του ρεαλισμού, μετατρέποντας αυτό το κείμενο φαντασμάτων, αυτή την εργασία θανάτου, σε ένα σύνηθες, κουραστικό δράμα οικογενειακής επανένωσης, με εντάσεις, έριδες κι εκρήξεις.
Βρισκόμαστε σε μια χώρα μοναξιάς, όπου δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ήδη νεκρός και ποιος μελλοντικός: αυτός που έχει διαγνωστεί με μια μοιραία ασθένεια ή αυτός που ζει την πλέον τυποποιημένη ζωή, ονειρευόμενος μια αενάως αναβαλλόμενη απόδραση; «Είναι όπως τη νύχτα μέσα στη μέρα, δεν βλέπω τίποτα, ακούω μόνο θορύβους, ακούω, έχω χαθεί και δεν ξαναβρίσκω κανέναν», λέει ο Λουί στο Ιντερμέδιο συνοψίζοντας τη γενικότερη, ονειρική αίσθηση που αναβλύζει από το κείμενο του Λαγκάρς. Εδώ όμως, στην παράσταση, είναι όλα «κανονικά»: οι συνομιλίες, η εκφορά του λόγου, τα αμήχανα ζεύγη, η μετακίνηση από δωμάτιο σε δωμάτιο, πάμε λίγο στο σαλόνι, λίγο στην κουζίνα, άντε και να δημιουργήσουμε την εντύπωση ότι κάτι συμβαίνει, κάτι κινείται, ενώ αυτό που πραγματικά συμβαίνει, αυτό που πραγματικά κινείται παραμένει αδούλευτο, ασχημάτιστο, παραμελημένο.
Ούτε αναιρείται ή σπάει πραγματικά το καβούκι του ρεαλισμού, επειδή ενσωματώνουμε στην παράσταση μερικά κινησιολογικά σκέρτσα, εμφατικές επαναλήψεις «σπαστικών» κινήσεων ή (κάτι σαν) τον χορό των ζόμπι, ώστε να δείξουμε την «άλλη» διάσταση. Φοβούμαι ότι η διάσταση αυτή χρειάζεται πολύ περισσότερο κόπο και περίσκεψη για να αναδυθεί. Η υποκριτική ανομοιογένεια αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτή την έλλειψη συνεκτικού και διαυγούς οράματος: η μητέρα της Γιώτας Φέστα παραπέμπει σε μια ακατέργαστη εκδοχή της Αμάντα από τον Γυάλινο Κόσμο –συμφιλιωτική, ψευδο-χαρωπή–, ο Λουί (Λουκάς στην παρούσα διασκευή) του Γιώργου Καραμίχου προσπαθεί για κάτι πιο μοντέρνο, πιο αφαιρετικό, πιο casual, που αποδεικνύεται τελικά στεγνό και άκαρπο, ενώ ο Αντουάν (Αντώνης) του Σταύρου Λιλικάκη, στο βίαιο ξέσπασμα του τέλους, μας μεταφέρει ξαφνικά στο Σπιρτόκουτο του Γιάννη Οικονομίδη.
Είναι γνωστή η αυτοβιογραφική διάσταση του θεατρικού έργου, το οποίο γράφτηκε ενόσω ο συγγραφέας νοσούσε από AIDS (πέθανε το 1995, σε ηλικία τριάντα οκτώ ετών). Καίτοι αυτό αυξάνει τη δύναμη του κειμένου, ο ίδιος ο συγγραφέας επέλεξε να μην αναφερθεί ανοιχτά στην ομοφυλοφιλία του κεντρικού ήρωα και άλτερ έγκο του, του Λουί, όχι από δειλία φυσικά αλλά επειδή θεώρησε πως αυτή η «παράλειψη» αυξάνει τον πλούτο των νοημάτων και των αναγνώσεων του έργου.
Ο σκηνοθέτης της παρούσας παράστασης, στη δική του διασκευή, έκρινε, αντιθέτως, πως είναι απαραίτητο να προβάλει το θέμα της ομοφυλοφιλίας, και μάλιστα να το κάνει με τον πλέον στερεοτυπικό, απλουστευτικό τρόπο, προσθέτοντας μια σκηνή δικής του επινόησης: «Έχεις κάποια κοπέλα;» ρωτά η μητέρα τον Λουί (Λουκά). «Όχι, ούτε και θα ’χω, γιατί είμαι γκέι», της απαντά. «Δηλαδή ομοφυλόφιλος;» «Ναι, αυτό, παλιόπουστα, πες το όπως θες». «Πέφτω από τα σύννεφα... Από πότε;» «Από ανέκαθεν». «Πάλι καλά, δεν φαίνεσαι γκέι». «Και τι σημαίνει αυτό;» «Ξέρεις τι σημαίνει: να μην έχεις πρόβλημα, να μη σε κοροϊδεύουν, να μη γίνεσαι περίγελος». «Πάντως, εγώ το έχω αποδεχθεί». «Και πώς ζεις; Αυτό ήρθες να μας πεις;» Κάπως έτσι συνεχίζεται ο διάλογος και, κάπως έτσι, η ποιητικότητα του κειμένου εισπράττει το τελειωτικό της χτύπημα.