ΔIABAZΩ ΟΤΙ ΕΧΕΙ, λέει, υδράργυρο ο τόνος. Ο τίτλος σ' ένα newsletter που λαμβάνω από σάιτ ποπ ειδησεογραφίας είναι «8 τρόποι που τα φυτικά λάδια σε δηλητηριάζουν». Ανοίγω το Instagram και ένας συμπαθής fitness influencer σχολιάζει ότι ναι μεν η κανέλα βοηθάει στη διαχείριση της ινσουλίνης, αλλά παίζει ρόλο και το είδος της κανέλας – μόνο η Κεϋλάνης, μας ενημερώνει. Η άλλη, γνωστή ως κινέζικη κανέλα, αν καταναλώνεται συχνά, μπορεί να επιβαρύνει το συκώτι. Το πρώτο σχόλιο είναι «σ’ ευχαριστούμε για το σχόλιο, αλλά, ρε παιδιά, όλο αυτό είναι too much, κάθε μέρα είναι και κάτι». Στο επόμενο βίντεο μαθαίνουμε ότι ο σολομός ιχθυοκαλλιέργειας είναι το χειρότερο πράγμα που μπορείς να βάλεις στον οργανισμό σου.
Η διατροφική κόπωση που συλλογικά έχουμε υποστεί είναι απίστευτη. Σε ελάχιστα χρόνια έχουμε περάσει από το «καλή διατροφή είναι αυτή που είναι πλούσια σε φρούτα και λαχανικά με σποραδική κατανάλωση κρέατος και ψαριού» στον βομβαρδισμό από ειδήσεις, περιεχόμενο και βιβλία που μας λένε πως ό,τι και να κάνουμε είναι κακό για την υγεία τη δική μας και των αγαπημένων μας· ότι η κουζίνα, το ψυγείο και τα ντουλάπια μας είναι γεμάτα δηλητηριώδεις τροφές που σχετίζονται με το προβληματικό τρίπτυχο «αϋπνία, πονοκέφαλος, κούραση». Ποιο άτομο μπορεί να είναι σίγουρο σήμερα ότι «τρώει καλά»; Τι μπορεί να σημαίνει «υγιεινή διατροφή» σε ένα πλαίσιο στο οποίο ο τρόπος παραγωγής και διάθεσης κάθε τροφής την καθιστά εκ προοιμίου ύποπτη
Είναι πάρα πολύ δύσκολο μέσα σε μια γεμάτη καθημερινότητα να βρει κανείς τον χρόνο να ψάξει τι σημαίνει κάθε είδηση, να τη μεταφράσει, να κρατήσει την ουσία και να την επανεγγράψει μέσα του με διαφορετικές λέξεις.
Έχω την εντύπωση ότι το φαγητό είναι κάτι που αρκετοί άνθρωποι αρχίζουν να φοβούνται· άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με διατροφικές διαταραχές, άνθρωποι που μέχρι πρότινος ήταν ικανοποιημένοι με τις επιλογές τους. Απ’ όσα βλέπω, μου γίνεται ολοένα πιο δύσκολο να καταλάβω, ως αποδέκτρια περιεχομένου, αν ο άνθρωπος που μου μιλάει για φαγητό είναι ειδήμων ή όχι. Πότε είναι φορέας επιστημονικού λόγου και πότε θέλει να τρομοκρατήσει ένα κοινό για να πουλήσει μια λύση. Είναι απλώς πάρα πολλοί, σε πάρα πολλές πλατφόρμες, πολύ πειστικοί και πάρα πολύ φωτογενείς.
Ανάμεσα σε ειδήσεις όπως «επικίνδυνος για κατανάλωση ο τόνος» και «θανατηφόρες ποσότητες καδμίου στα όστρακα» ψάχνω να βρω τη χρήσιμη πληροφορία που απαντάει σε πρακτικές ερωτήσεις όπως: ποια ποσότητα υδραργύρου δεν είναι επικίνδυνη; Τι μπορώ να κάνω αν έχω καταναλώσει πολύ υδράργυρο; Βιοσυσσωρεύεται ή αποβάλλεται; Υπάρχει κάποιο σχετικό τεστ που μπορώ να κάνω; Φταίει η κονσέρβα ή το ψάρι; Τα αλιεύματα στην Ελλάδα είναι ασφαλή; Τέτοιες απλές, πρακτικές απαντήσεις θα άλλαζαν εντελώς την αίσθηση που αφήνει η πληροφορία· θα έμοιαζε περισσότερο ενημερωτική και λιγότερο φοβιστική. Και αν ήταν λιγότερο φοβιστική δεν θα ενίσχυε το αφήγημα πως ό,τι αγοράζουμε μπορεί να προκαλέσει κάποια σοβαρή πλην αόριστη βλάβη.
Ο τρόπος που παρουσιάζονται οι σχετικές με τη διατροφή πληροφορίες μού μοιάζει με τον τρόπο που παρουσιάζονται τα έμφυλα εγκλήματα: αποσπασματικός, μεμονωμένος. Σαν απαγκιστρωμένος απ’ τη συστημικότητα, το μοναδικό πλαίσιο που τους δίνει ουσιαστικό νόημα. Μια είδηση για υδράργυρο σε ψάρι δεν θα ’πρεπε να οδηγεί σε τρομοκρατία για την κονσέρβα αλλά σε συζήτηση για την ποιότητα των ωκεανών και τις πιθανές εστίες μόλυνσης των ιχθυαποθεμάτων. Ενώ το φαγητό και οι ιδιότητές του είναι κυριολεκτικά παντού, η συζήτηση για την αλιεία, την αγροδιατροφή και την πορεία των γεωργικών προϊόντων μέχρι τον καταναλωτή δεν είναι σχεδόν πουθενά. Άλλη μία φορά περνάμε τη μέρα μας βλέποντας αποτελέσματα και όχι αιτίες.
Και, πραγματικά, είναι δύσκολο να κάνουμε αλλιώς. Είναι πάρα πολύ δύσκολο μέσα σε μια γεμάτη καθημερινότητα να βρει κανείς τον χρόνο να ψάξει τι σημαίνει κάθε είδηση, να τη μεταφράσει, να κρατήσει την ουσία και να την επανεγγράψει μέσα του με διαφορετικές λέξεις.
Πιστεύω, ωστόσο, ότι υπάρχει λύση και προϋποθέτει το να αποδεχτούμε ότι χρειάζεται να «κόψουμε ταχύτητα». Είναι σχεδόν απίθανο να αποκωδικοποιήσουμε όλ’ αυτά με τα οποία μας βομβαρδίζουν τη στιγμή του βομβαρδισμού. Χρειάζεται να χτίσουμε αργά και σταδιακά τις γνώσεις μας, να αντισταθούμε στον φόβο για το φαγητό. Για να γίνει αυτό, μπορούμε να ξεκινήσουμε από κάποιο ντοκιμαντέρ, κάποιο βιβλίο που περιγράφει τα πράγματα με ουδετερότητα. Μόνο έτσι, δηλαδή αν επιλέξουμε τη στιγμή που ανάμεσα σ’ εμάς και την τροφή θα μπει συναίθημα, θα οδηγήσει το συναίσθημα αυτό σε μια υγιή πολιτικοποίηση, σε αιτήματα για καλύτερο έλεγχο των τροφών και δημιουργία μέσων αξιόπιστης, ανεξάρτητης διατροφικής ενημέρωσης. Αν δεν το κάνουμε αυτό, κάθε είδηση θα προκαλεί πανικό, κάθε εμφανίσιμος, γυμνασμένος influencer θα κλείνει το μάτι στις διατροφικές μας ενοχές και κάθε νεαρή food coach θα μας πείθει να αγοράσουμε το «καθαρό» από κάθε κακό brand της. Στο ενδιάμεσο, άγνωστο θα παραμείνει ποιες εταιρείες χρηματοδοτούν άμεσα ή έμμεσα ποιες έρευνες, τι διαφορές παρατηρούνται καταναλωτικά μετά τη λογική ή παράλογη δαιμονοποίηση του κακού τροφίμου της εβδομάδας και ποιες είναι οι πολιτικές που ακολουθεί η κυβέρνηση σε σχέση με το διατροφικό προφίλ των τροφίμων.
Κλείνω με μια διευκρίνιση: δεν εννοώ «ας τρώμε ό,τι να ’ναι, δεν έχει σημασία, αρκεί να είμαστε καλά ψυχικά» αλλά ότι ένα σύστημα ενημέρωσης που επικεντρώνεται σε ένα τρομακτικό τσιτάτο, απογυμνωμένο από τις αληθινές του συνέπειες, αίτια και λύσεις, προκαλεί κοινωνικό πανικό που αντί να στρέψει το άτομο στη συλλογική διεκδίκηση, το κάνει να νιώθει ότι είναι σε όλα λάθος. Προκαλείται παράλυση, ενώ θα έπρεπε να προκληθεί κοινωνική αντίδραση. Κι αυτό δεν το προκαλεί ούτε ο υδράργυρος ούτε το ακρυλαμίδιο.