ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, παραφράζοντας τον τίτλο του νέου έργου του Γιάννη Μαυριτσάκη, «πού οφείλεται τόση δίψα για το θέατρο»· θα μπορούσε να διαπιστώσει επίσης ότι το πιο δύσκολο ή και προκλητικό είναι να διαλέξει ανάμεσα στις τόσες παραστάσεις κάποιες που θα δικαιώσουν αληθινά την επιλογή του, θα τον διασκεδάσουν, θα τον προβληματίσουν ή θα τον συγκινήσουν.
Το θέατρο εξακολουθεί να προκαλεί debates και ζωηρές συζητήσεις, παρά τις κρίσεις και τις οικονομικές περικοπές που έχει υποστεί, παρά το γεγονός ότι οι παραγωγές είναι κάθε χρόνο πιο ακριβές και το ρίσκο του καλλιτεχνικού εγχειρήματος μεγαλύτερο.
Ωστόσο όλοι ρισκάρουν και τολμούν να παρουσιάσουν τη δουλειά τους σε μεγαλύτερες ή μικρότερες αίθουσες και κάθε χρονιά αποδεικνύεται ότι δεν υστερούμε σε σχέση με καμία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα σε ποικιλία αρχικά, με το καλλιτεχνικό δυναμικό της χώρας να επιστρατεύει έργα, ονόματα και επικοινωνιακά εργαλεία με στόχο να γεμίζει τις αίθουσες και κάθε χρόνο να κερδίζει το στοίχημα της αύξησης του κοινού. Και μπορεί να το καταφέρει, αφού, σε σύγκριση με άλλα θεάματα, το θέατρο εξακολουθεί να αποτελεί μια έξοδο προσιτή. Μάλιστα, αν κάποιος είναι προνοητικός και χρησιμοποιεί τη δυνατότητα του early bird, έχει τη δυνατότητα να βρίσκει εισιτήρια σε τιμές που ξεκινούν από δέκα ή δώδεκα ευρώ.
Το ελληνικό έργο, μετά από χρόνια που ήταν στην αφάνεια και κανένας δεν το τολμούσε, κερδίζει το ενδιαφέρον του κοινού, μιλάει στη γλώσσα του και αφηγείται ιστορίες οικείες, ανοίγοντας τη θεματική του σε όλο και πιο ενδιαφέρουσες περιοχές.
Κάθε χρόνο επιδιδόμαστε σε μια αναζήτηση των τάσεων που υπάρχουν και δείχνουν πού στρέφεται ο προβληματισμός των δημιουργών και των ομάδων. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δύσκολα ανιχνεύεται σε ένα τόσο πυκνό και πλουραλιστικό τοπίο, και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη χώρα μας. Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών είναι ο παράγοντας που περισσότερο από κάθε άλλο έχει επηρεάσει τις παραγωγές. Δεν πρόκειται για τάση αλλά για επιλογή ή προτίμηση έργων ολιγοπρόσωπων, ευέλικτων, ώστε να αντιμετωπιστεί η ενδεχόμενη μικρή ανταπόκριση από το κοινό.
Έτσι, όλο και πιο σπάνια πολυπρόσωπα έργα όπως αυτά του Σαίξπηρ ανεβαίνουν με πλήρη διανομή και εκτός κρατικών σκηνών. Δεδομένου όμως ότι ο Άγγλος βάρδος και άλλοι μεγάλοι συγγραφείς αποτελούν μια διαρκή και διαχρονική πηγή έμπνευσης, πολλοί επιχειρούν μια μεταγραφή των κλασικών έργων σε «έργα δωματίου» και δεν είναι λίγες οι επιτυχημένες ή ενδιαφέρουσες προτάσεις που προκύπτουν.
Ο Τσέχοφ, ο Μίλερ, ο Τενεσί Ουίλιαμς, το βαρύ πυροβολικό του θεάτρου, αποτελούν σταθερό πόλο έλξης για το κοινό, όμως, αν θέλουμε να σημειώσουμε μια τάση αυτήν τη χρονιά, μπορούμε να μιλήσουμε για έργα σύγχρονα, συγγραφέων άγνωστων σχετικά, βραβευμένα, επίκαιρα, που ανεβαίνουν σε περισσότερο ή λιγότερο κεντρικά θέατρα. Μια δεύτερη αισιόδοξη διαπίστωση είναι το ανέβασμα αρκετών σύγχρονων ελληνικών έργων, η απόφαση ιδιωτών παραγωγών να τα συμπεριλάβουν στο ρεπερτόριο των παραγωγών τους. Το ελληνικό έργο, μετά από χρόνια που ήταν στην αφάνεια και κανένας δεν το τολμούσε, κερδίζει το ενδιαφέρον του κοινού, μιλάει στη γλώσσα του και αφηγείται ιστορίες οικείες, ανοίγοντας τη θεματική του σε όλο και πιο ενδιαφέρουσες περιοχές.
Στην αναζήτηση για καινούργια έργα, έχει δημιουργηθεί και ένα άλλο ρεύμα που επίσης είχε υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια, το ανέβασμα κινηματογραφικών επιτυχιών που ο τίτλος τους είναι μαγνήτης για τους θεατές.
Στο ελληνικό θέατρο όλο και περισσότερο βλέπουμε έργα τολμηρά σε περιεχόμενο ή κειμενικές συνθέσεις που μιλούν για τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας, ανοίγοντας από σκηνής συζητήσεις που ήδη έχουν ανοίξει περί ορατότητας, συμπερίληψης, διαφορετικότητας, σεξουαλικής προτίμησης, της αγωνίας για το σώμα και την ομορφιά, και του διακαούς πόθου να γίνουμε αποδεκτοί όπως είμαστε, όχι μόνο ως πάσχοντα πρόσωπα.
Κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια και το πολιτικό έργο, με τους σκηνοθέτες να συνδέουν την εποχή μας με δύσκολες περιόδους πρόσφατες ή ιστορικές πλέον μέσα από έργα που, εκτός από σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά θέματα, φέρνουν στο προσκήνιο την ελευθερία έκφρασης του σύγχρονου πολίτη και την ελεύθερη βούληση, θέματα που πλέον βρίσκονται στην ατζέντα της καθημερινής συζήτησης.
Πολλοί είναι οι ηθοποιοί που φέτος σκηνοθετούν. Αυτό σημαίνει ότι οι σκηνοθέτες είναι είδος περιζήτητο, δουλεύουν σε συγκεκριμένα θέατρα και έχει ενδιαφέρον τελικά να διαπιστώσουμε αν, μέσα από το επάγγελμα του ηθοποιού, θα ξεπηδήσει ένα ταλέντο σκηνοθετικό που θα κινήσει το ενδιαφέρον μας με μια νέα ανάγνωση. Σε ένα τόσο ποικίλο τοπίο καθένας παίρνει την ευκαιρία του και δοκιμάζεται, και το ίδιο το θέατρο, ως συνθήκη, δίνει αυτό το περιθώριο ελευθερίας.
Στο ελληνικό θέατρο υπάρχουν μερικές παραστάσεις-φαινόμενο. Σχεδόν αφανείς, παίζονται επί σειρά ετών με επιτυχία και φιγουράρουν στις επαναλήψεις που φέτος είναι ίσως οι περισσότερες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Ακόμα και αν δεν γέμισαν την περασμένη χρονιά τα θέατρα, οι παραστάσεις αυτές παίρνουν παράταση –έχουμε δει και έργα που γίνονται επιτυχία τη δεύτερη χρονιά– και δίνουν μια ανάσα στον παραγωγό, απαλλάσσοντάς τον από τα έξοδα μιας νέας παραγωγής, αλλά και στους συντελεστές που μπορούν να ασχοληθούν πιο προσεκτικά με το επόμενο βήμα τους.
Ειδικά αυτήν τη χρονιά η ζήτηση για θεατρικές αίθουσες είναι ίσως μεγαλύτερη από ποτέ. Με λίγες εξαιρέσεις, όλα τα θέατρα λειτουργούν επτά ημέρες την εβδομάδα, με δυο και τρεις παραστάσεις· ακόμα και θέατρα που ήταν κλειστά ή υπολειτουργούσαν άναψαν πάλι τα φώτα τους. Αυτό θολώνει μεν το τοπίο, αλλά κάνει τα θέατρα βιώσιμα, καλύπτει τις πάγιες ανάγκες που είναι πολλές φορές δυσβάστακτες και δίνει βήμα σε απόπειρες που, αν το σύστημα δεν ήταν έτσι φτιαγμένο, δεν θα έβλεπαν τα φώτα της σκηνής. Ωστόσο, λίγα θέατρα διατηρούν τη φυσιογνωμία τους σε επίπεδο ρεπερτορίου και όλοι δοκιμάζουν να ανοιχτούν σε νέες περιοχές για να κερδίσουν την «ψήφο» του κοινού.
Μια συζήτηση που γίνεται διαρκώς εδώ και περίπου έναν χρόνο είναι το περίφημο «sold out». Δεν είναι δείκτης καλλιτεχνικής επιτυχίας αλλά αποδοχής και δημοφιλίας μιας παράστασης, ένα επικοινωνιακό εργαλείο. Πάντα το ακούγαμε, παλιά από στόμα σε στόμα, σήμερα περισσότερο μέσα από τις πλατφόρμες που πουλάνε εισιτήρια και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε μέλος μιας παράστασης να προβάλει τη δουλειά του. Τελικά, δεν είναι κακό να χαίρεται κάποιος σε μια τόσο εφήμερη και επισφαλή δουλειά για την επιτυχία του.
Πώς διαμορφώνεται το τοπίο του ελληνικού θεάτρου φέτος; Σαν το ποίημα του Πολέμη για την πατρίδα, «κι αυτά κι εκείνα και κάτι που ’χουμε μες την καρδιά». Όπως τα τελευταία χρόνια, είναι αταξινόμητο και αρρύθμιστο, θα έλεγε ένας τεχνοκράτης, αλλά είναι πλούσιο και ρισκάρει και ίσως αυτό το κάνει και πολύ ενδιαφέρον. Οι άνθρωποι δεν θα σταματήσουν να δοκιμάζονται μέσα στην τέχνη τους και οι θεατές, που παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις δεν μειώνονται, αντίθετα γεμίζουν τις αίθουσες, πάντα θα ψάχνουν έναν σκηνοθέτη που θα ακολουθούν σε κάθε του δουλειά, ένα έργο που θα δουν με άλλα μάτια, έναν ηθοποιό που θα ξεχωρίσουν και μια σπουδαία συλλογική εμπειρία μέσα σε μια παλλόμενη αίθουσα, κάτι που μετά την κατάρρευση των κινηματογραφικών αιθουσών λείπει όλο και περισσότερο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.