Πίσω από τα φουσκωμένα ποσοστά των αυξήσεων στις τιμές των ενοικίων που καταγράφουν έρευνες και μετρήσεις, υπάρχουν άνθρωποι. Πολλοί από αυτούς, κάθε μήνα, μόλις πληρώσουν το ενοίκιο του σπιτιού τους, βλέπουν το μεγαλύτερο μέρος του μισθού τους να εξαφανίζεται.
Από το 2018 έως το 2023, η συσσωρευτική αύξηση των ενοικίων στη χώρα μας κυμάνθηκε από 43,2% έως και 52,1% για τις κατοικίες με κάποια τετραγωνικά παραπάνω, οι οποίες συνήθως προορίζονται για οικογένειες.
Σε πιο δεινή θέση βρίσκονται οι ενοικιαστές μικρότερων διαμερισμάτων. Φοιτητές αλλά και εργαζόμενοι Gen Ζs και Millennials που κατάφεραν να αποδράσουν από το εφηβικό δωμάτιο βρίσκονται αντιμέτωποι με υπέρογκες αυξήσεις ενοικίων και τον εφιάλτη της επιστροφής στην οικογενειακή κατοικία. Κάτι που δυστυχώς στην Ελλάδα είναι πολύ συνηθισμένο. Σύμφωνα με τη Eurostat, η χώρα μας έχει το υψηλότερο ηλικιακό όριο απεξάρτησης από την οικογενειακή κατοικία, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η ηλικία αποχώρησης για τις γυναίκες είναι τα 28,4 χρόνια και για τους άνδρες περίπου τα 31.
Η χώρα μας είναι πρωταθλήτρια στο κόστος στέγασης στο σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης, τόσο για όσους ζουν στα αστικά κέντρα όσο και για εκείνους που ζουν σε αγροτικές περιοχές.
Δύο γενιές που παλεύουν με τη στεγαστική ανασφάλεια
Tα συγκλονιστικά στοιχεία που δίνει στη LiFO για το ράλι των τιμών ο Θεμιστοκλής Μπάκας, πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates, δείχνουν πως οι δύο αυτές γενιές παλεύουν με την ανασφάλεια που δημιουργεί η στεγαστική κρίση: «Το χρονικό διάστημα 2017-2023, οι ζητούμενες τιμές μίσθωσης φοιτητικών κατοικιών, αλλά και κατοικιών που είναι κατάλληλες για νέους, αυξήθηκαν κατά 62% στην Αθήνα και κατά 55% στην Πάτρα, όπου σημειώνεται η μεγαλύτερη αύξηση πανελλαδικά. Τη φετινή χρονιά καταγράφηκε επιπλέον μεσοσταθμική αύξηση της τάξεως του 8%-12%. Συμπερασματικά, το κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει εκτιναχθεί σε τέτοια επίπεδα που αγγίζει το 60%-70% αν πρόκειται για κατοικία κατάλληλη για νέους ή και φοιτητές».
Αλλά και το κόστος στέγασης για μια οικογένεια, όπως λέει, «αγγίζει το σύνολο ενός καλού μισθού». Ενώ «τη φετινή χρονιά αναμένονται νέες αυξήσεις μεσοσταθμικά, της τάξεως του 9,1%, στο κόστος στέγασης της οικογενειακής κατοικίας», αναφέρει.
Καθημερινές ιστορίες στεγαστικής τρέλας
Πίσω από αυτά τα ποσοστά των τρελών αυξήσεων υπάρχουν πολλές ιστορίες ανθρώπων «που δεν την παλεύουν», όπως λένε: Η Ελένη είναι 22 ετών. Χρωστάει λίγα μαθήματα για να πάρει πτυχίο. Σπούδαζε Οικονομικά στην Πάτρα και τα χρήματα του ενοικίου καλύπτονταν από την ίδια, η οποία δούλευε κάθε καλοκαίρι σεζόν σε ένα νησί για να βγάζει το ενοίκιο, αφού οι γονείς της δεν είχαν τη δυνατότητα να τη βοηθήσουν: «Ξεκινήσαμε τα δύο χρόνια με 200 ευρώ, πήγαμε στα 280 και τώρα που έληγε το συμβόλαιο ήθελε να το πάει στα 350. Και δεν μιλάμε για σπίτι, αλλά για έναν χώρο 31 τετραγωνικών. Δεν υπήρχε περίπτωση να την παλέψω άλλο. Έφυγα για Αθήνα, συγκατοικώ πάλι με τους γονείς μου και θα πηγαίνω Πάτρα να δίνω αυτά που χρωστάω».
Ο Νίκος είναι 30 χρονών και συγκατοικεί με τον αδελφό του, 26 χρονών, σε ένα δυάρι στον Χολαργό. Εργάζεται σε μια εταιρεία πληροφορικής και μοιράζεται με τον αδελφό του το ενοίκιο. Η πρώτη απόπειρα διαφυγής από την οικογενειακή κατοικία μπορεί και να έχει άδοξο τέλος, όπως μας λέει: «Με τη λήξη του συμβολαίου ζητήθηκε αύξηση 300 ευρώ. Από 400 ευρώ, δηλαδή, στα 700. Όταν το άκουσα, δεν ήξερα αν ήθελα να κλάψω ή να γελάσω. Ο αδελφός μου σ’ αυτό το σπίτι, για το οποίο τώρα μου ζητάνε να πληρώσω άλλα 400 ευρώ, δεν έχει καν τον δικό του ιδιωτικό χώρο. Έχουμε ένα υπνοδωμάτιο κι αυτός κοιμάται στον καναπέ του μικρού καθιστικού. Ήδη ψάχνω για κάτι άλλο, αλλά οι τιμές έχουν πραγματικά ξεφύγει».
Ο Θέμης Μπάκας λέει ότι καθημερινά σωρεύονται στο γραφείο του αιτήματα για την εύρεση φθηνότερης στέγης από ανθρώπους που βρίσκονται αντιμέτωποι με νέες υπέρογκες αυξήσεις μετά τη λήξη των συμβολαίων τους, τα οποία συνήθως είναι τριετούς διάρκειας: «Έχω στο μυαλό μου τρία περιστατικά των τελευταίων ημερών», λέει. Και στις τρεις περιπτώσεις που μας ανέφερε οι αυξήσεις που ζήτησαν οι ιδιοκτήτες είναι επιεικώς εξωφρενικές: «Συνάδελφός σου για σπίτι 80 τετραγωνικών στα Βριλήσσια, για το οποίο πλήρωνε 800 ευρώ, τώρα του ζητούν 1.100. Στο Γαλάτσι, ενοικιαστής καλείται να καταβάλει 650 ευρώ, από τα 450 που πλήρωνε. Στη Νέα Σμύρνη, νεαρή εργαζόμενη πλήρωνε 430 ευρώ ενοίκιο και τώρα, με τη λήξη του τριετούς συμβολαίου, της ζητάνε 650 ευρώ, αν θέλει να παραμείνει στο σπίτι».
Ακριβή η στέγη για τους πολλούς
Το προσαυξημένο κόστος στέγασης δεν αφορά πλέον αποκλειστικά τις κοινωνικές ομάδες των πολύ χαμηλών εισοδηματικών τάξεων, που βρίσκονται κοντά στον κίνδυνο φτώχειας ή τα ευάλωτα οικονομικά νοικοκυριά. Πλήττει και άτομα των οποίων τα εισοδήματα είναι μεν υψηλότερα, πολύ χαμηλά, δε, για να μπορούν να αντέξουν το ράλι τιμών, που τους βγάζει νοκ άουτ σε κάθε προσπάθεια αξιοπρεπούς στέγασης.
Τα στοιχεία της Eurostat αποκαλύπτουν με νούμερα τη δύσκολη αυτή κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Η χώρα μας είναι πρωταθλήτρια στο κόστος στέγασης στο σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης, τόσο για όσους ζουν στα αστικά κέντρα όσο και για εκείνους που ζουν σε αγροτικές περιοχές.
«Ένας τρόπος για να “μετρήσουμε” εάν το κόστος στέγασης είναι πολύ υψηλό είναι να εξετάσουμε την αναλογία του κόστους κατοικίας προς το εισόδημα. Εάν το κόστος στέγασης υπερβαίνει το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος, είναι σημάδι ότι τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν πρόβλημα με τη στέγαση», υποστηρίζει ο Θ. Μπάκας.
Στην Ε.Ε. το 2023, για το 10,6% των νοικοκυριών στις πόλεις και το 7% των νοικοκυριών σε αγροτικές περιοχές το κόστος στέγασης υπερέβη το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Πάνω από το ένα τέταρτο των Ελλήνων (31%) που ζουν σε πόλεις είχαν κόστος στέγασης άνω του 40% του εισοδήματός τους, ενώ, για παράδειγμα, μόνο το 6% περίπου των Σλοβάκων στις πόλεις αντιμετώπισε το ίδιο πρόβλημα. Παράλληλα, το 46,7% των Ελλήνων δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στα έξοδα κατοικίας. Σχεδόν οι μισοί λοιπόν πολίτες της χώρας ζουν σε νοικοκυριά με καθυστερήσεις σε στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή στους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, δηλαδή, ρεύμα, νερό κ.λπ. Οι καθυστερήσεις σε λογαριασμούς στεγαστικών δανείων, ενοικίων ή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας είναι άλλη μια ένδειξη ότι το κόστος στέγασης μπορεί να είναι πολύ υψηλό. Πάνω από ένας στους τέσσερις Έλληνες (26,1%) δήλωσε ότι αντιμετώπισε δυσκολία να νοικιάσει κατοικία, δύο φορές περισσότεροι από ό,τι στην Ε.Ε. (13%), ενώ σχεδόν ένας στους δύο Έλληνες (44,6%) που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού βρέθηκε αντιμέτωπος με το πρόβλημα αυτό.
Πρωταθλήτρια στις αυξήσεις η Αττική
Ραγδαίες αυξήσεις τιμών υπήρξαν και υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη. Από το 2015 έως το 2023 η αύξηση αυτή αγγίζει το 48%. «Οι κύριοι λόγοι που συμβάλλουν στην άνοδο των τιμών είναι το υψηλότερο κόστος κατασκευής και τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων, η μείωση της κατασκευής, που περιόρισε την προσφορά, και η αύξηση της αγοράς ακινήτων ως επένδυσης για τη δημιουργία πρόσθετου εισοδήματος», προσθέτει ο Θ. Μπάκας.
Στην Αττική οι τιμές κυριολεκτικά εκτοξεύτηκαν. Οι τιμές πώλησης των κατοικιών αυξήθηκαν από το 2017 έως και το δεύτερο τρίμηνο του 2024 κατά 88% στην Αττική και κατά 69,2% πανελλαδικά. Με βάση τα στοιχεία του δεύτερου τριμήνου της Τράπεζας της Ελλάδος, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 9,2% πανελλαδικά σε ετήσια βάση, όταν το πρώτο τρίμηνο είχαν αυξηθεί κατά 10,6% και το 2023 κατά 13,8%. Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι ο ρυθμός ανόδου έχει αρχίσει να επιβραδύνεται, αλλά είναι επίσης ξεκάθαρο ότι παραμένει πολύ υψηλότερος, όχι μόνο από τον πληθωρισμό, αλλά και από τον ρυθμό τόνωσης των εισοδημάτων των νοικοκυριών.
Ελλάδα: Μείωση της ιδιοκατοίκησης
Σε αντίθεση με την αύξηση τόσο των ενοικίων όσο και των τιμών πώλησης, η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα κατέγραψε μείωση κατά 5,8 ποσοστιαίες μονάδες το χρονικό διάστημα 2019-2023.
Το 2023, όσον αφορά τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 20ή θέση ανάμεσα σε 33 χώρες της Ευρώπης, χάνοντας τη 19η θέση που κατείχε το 2020 και τη 17η θέση στην οποία βρισκόταν το 2019.
Από το 2005 έως το 2023, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας υποχώρησε από το 84,6% στο 69,6%, χάνοντας 15 ποσοστιαίες μονάδες. Η αλλαγή αυτή αναδεικνύει ότι πολλές από τις σταθερές της άλλοτε ευημερούσας μεσαίας τάξης προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα. Παράλληλα, αυξάνεται η δυσκολία απόκτησης ιδιόκτητης κατοικίας, αφού οι πολύ υψηλές τιμές είναι αποθαρρυντικές για τη μεγάλη πλειοψηφία.
Τα νέα στεγαστικά προγράμματα
Το επόμενο διάστημα θα τρέξουν από την κυβέρνηση τρία νέα στεγαστικά προγράμματα. Το πρώτο είναι το «Αναβαθμίζω – Ανακαινίζω», μέσω του οποίου οι ιδιοκτήτες κατοικιών θα μπορέσουν να λάβουν άτοκο δάνειο για να ανακαινίσουν την κατοικία τους.
Στις αρχές του χρόνου ανακοινώθηκε ότι θα ενεργοποιηθεί το δεύτερο πρόγραμμα, «Ανακαινίζω – Νοικιάζω». Με το πρόγραμμα αυτό το αρμόδιο υπουργείο ευελπιστεί ότι θα προσελκύσει τους ιδιοκτήτες ακινήτων που κρατούν κλειστά τα διαμερίσματά τους. Θα επιδοτηθεί η ανακαίνιση των κλειστών διαμερισμάτων, εφόσον στη συνέχεια νοικιάσουν αυτές τις κατοικίες σε ευάλωτες ομάδες.
Στις αρχές του 2025 εκτιμάται ότι θα ξεκινήσει και το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2», συνολικού ύψους 2 δισ. ευρώ, στο οποίο διευρύνεται το ηλικιακό πλαφόν και τα εισοδηματικά κριτήρια προκειμένου να αυξηθεί το ποσοστό των δικαιούχων.
Μπορούν όλα αυτά τα μέτρα να βάλουν φρένο στις τιμές των ενοικίων και να συμβάλουν στην άμβλυνση του στεγαστικού προβλήματος που αυξάνεται; Μικρή αισιοδοξία υπάρχει ότι κάτι πραγματικά θα αλλάξει.