ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΝΑ ΠΟΥ ΑΚΟΥΩ συχνότερα σε κινηματογραφικές συζητήσεις είναι ότι δεν γυρίζονται πια ρομαντικές ταινίες. Ομολογουμένως, μεγάλες παραγωγές που ποντάρουν στον ρομαντισμό θα αργήσουμε να δούμε και υπερπαραγωγές σαν τον «Τιτανικό» δεν ξέρουμε αν θα ξαναδούμε, εκτός κι αν κάποιος από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού δημιουργούς με carte blanche από τα στούντιο αποφασίσει να γυρίσει ρομαντικό έπος. Ακόμα και η τελευταία μεγάλη εισπρακτική επιτυχία του είδους, το «La La Land» (2016), σήμερα θα έπαιρνε δύσκολα πράσινο φως από τους executives – πέρα από ρομαντζάδα, είναι και μιούζικαλ και μάλιστα όχι βασισμένο σε υφιστάμενο brand name. Μην τα πολυλογούμε, υφίσταται διωγμό ο ρομαντισμός από τις αίθουσες, είναι αναγκασμένος να αναζητήσει καταφύγιο στις streaming πλατφόρμες κι ενίοτε το βρίσκει, γιατί ενδιαφέρον από το κοινό εξακολουθεί να υπάρχει.
Δεν είναι, όμως, μόνο επιχειρηματικοί οι λόγοι που δεν γυρίζονται πια «ρομαντικές» ταινίες, με την έννοια που το λένε οι παραπονούμενοι. Οι μεγάλες ρομαντικές αφηγήσεις του παρελθόντος για άτυχους εραστές, για το λάθος στ’ αστέρια τους που δεν αφήνει τον έρωτά τους να στεριώσει, καθώς κι εκείνα τα φωσφορίζοντα «για πάντα», μήτρες προσδοκιών έκθετων στη διάψευση της πραγματικότητας, μεταβλήθηκαν. Καθώς η αλλαγή συντρόφου έπαψε να δαιμονοποιείται κι ο έρως πέρασε στα χρόνια της σοσιαλμιντιακής χολέρας, τα σημερινά ρομάντζα μιλούν για ανθρώπους που τα βρίσκουν και τα χαλάνε άνευ ουσιώδους λόγου, για έρωτες που κόπηκαν στην προκρούστεια κλίνη της καθημερινότητας, για σχέσεις που δεν άνθησαν λόγω κακού συγχρονισμού, για παλιοϊστορίες, κινούμενες σε όλο το φάσμα του επονομαζόμενου situationship. Έχουν, φυσικά, αρκετό δράμα, συχνά απευθύνονται σε ανθρώπους που, περισσότερο από τον έρωτα, ήθελαν το δράμα της αμφιβολίας και της ματαίωσής του –να γιατί πέτυχε το «La La Land»–, αλλά πρόκειται για δράμα προσγειωμένο. Οι μεγαλόστομες ρομαντικές χειρονομίες έδωσαν τη θέση τους σε πολλές μικρότερες. Το όποιο μεγαλείο τους προκύπτει από το σύνολό τους και αφορά κυρίως εκείνους που το έζησαν – όπως συμβαίνει στον έξω κόσμο, δηλαδή.
Οι δύο ήρωες της σειράς κατά βάθος λαχταρούν να αλλάξουν, όπως αλλάζει ο χρόνος, και να κατασταλάξουν, μα για να το πετύχουν πρέπει από τουρίστες της ζωής τους να γίνουν μόνιμοι κάτοικοι.
Το «The New Years» («Los años nuevos») του ανερχόμενου και πολύ αγαπητού στο ελληνικό κοινό Ισπανού δημιουργού Ροντρίγκο Σορογκόγιεν ανήκει σε αυτήν τη συνομοταξία ρομαντικών δημιουργιών. Βρίσκεται στο σταυροδρόμι της τριλογίας «Before» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, του «Normal People» και του «One Day», δανείζεται, μάλιστα, το αφηγηματικό εύρημα του τελευταίου. Ήρωές του είναι ο Όσκαρ και η Άνα. Ο πρώτος κλείνει τα τριάντα του χρόνια Παραμονή Πρωτοχρονιάς, η δεύτερη την Πρωτοχρονιά και γνωρίζονται πάνω στην αλλαγή του χρόνου. Στα επόμενα εννιά επεισόδια τούς συναντάμε την ίδια μέρα, σε διαφορετικά στάδια της σχέσης μεταξύ τους, αλλά και της σχέσης τους με τον εαυτό τους.
Η σύμπτωση των γενεθλίων τους γεννά μεν meet cute τεχνητής ρομαντικής κομεντί, μα τη σειρά διέπει ο ρεαλισμός. Ένας ρεαλισμός εκτεινόμενος από τις κοχλασμένες, μες στην αφτιασίδωτη όψη και εκτέλεσή τους, ερωτικές σκηνές, μέχρι τη φύση των διαλόγων: είναι διάλογοι πραγματικών ανθρώπων, κάνουν κύκλους και παύσεις, πότε πλατειάζουν, πότε κόβονται πρόωρα, θυμίζοντας τον τρόπο του Λινκλέιτερ και του Ρομέρ. Άλλωστε, ο Λινκλέιτερ μετέγραψε το ρομερικό ιδίωμα στις ΗΠΑ – μπορείς να πεις ότι ο Σορογκόγιεν το παίρνει πίσω, έστω και με την ποιοτική φύρα που συνεπάγεται τις περισσότερες φορές μια μεταγραφική επιστροφή.
Καθώς οι χαρακτήρες ψάχνουν τη θέση τους σε αυτό τον κόσμο, σε μια κρίσιμη δεκαετία της ζωής τους, επαναπροσδιορίζεται και ο ρομαντισμός μέσα από τη σειρά: ρομαντική χειρονομία μπορεί να είναι κι ένα ταξίδι ξημερώματα Πρωτοχρονιάς με έναν άγνωστο σε αναζήτηση βοήθειας, όπως διαπιστώνουμε στο έκτο επεισόδιο, αλλά απευθυνόμενη σε άλλον από εκείνον που αρχικά πίστευες – η ταυτότητα του παραλήπτη γίνεται σαφής στο ιδιοφυές τελικό πλάνο. Θεατές των πρώτων και των δεύτερων -άντα, που βρίσκονται σε ανάλογο στάδιο της ζωής τους ή έχουν περάσει από αυτό το στάδιο (κι είναι το σπίτι τους άδειο) θα βρουν σημεία ταύτισης κι αφετηρία για συζητήσεις με τον σύντροφό τους ή τους φίλους τους, αλλά και για ενδοσκόπηση.
Αμφότεροι οι πρωταγωνιστές έχουν φυσιογνωμία οικεία και συμπαθή, η χημεία μεταξύ τους προκύπτει ανεπιτήδευτα, η δε Ίρια Ντελ Ρίο διαθέτει στόφα εκκολαπτόμενης σταρ – πιστεύουμε ότι η εμφάνισή της εδώ θα κάνει τους Ευρωπαίους κινηματογραφιστές να σημειώσουν το όνομά της. Η tracklist απαρτίζεται από indie ισπανικά άσματα, πρόσφορα για playlist στο Spotify, και το αναφέρουμε γιατί διαπιστώνουμε ότι το soundtrack παίζει πάντα νευραλγικό ρόλο σε αντίστοιχα εγχειρήματα. Όσο για το δοκιμασμένο σεναριακό εύρημα, δεν μοιάζει ποτέ gimmick, χάρη σε ένα καλοδουλεμένο σενάριο που συμπληρώνει τα κενά οργανικά, δίχως exposition. Και, πάνω από όλα, οι δημιουργοί της σειράς ευστόχησαν στην ημερομηνία εξέλιξης της δράσης.
Αισθάνεσαι ότι εφηύραμε τα πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν για να έχουμε ένα πιο ακίνδυνο δράμα να διαχειριστούμε από εκείνο της ανασκόπησης και των resolutions, αλλά τα τελευταία θα έρθουν μοιραία, έστω και κατά τη χώνεψη ή μετά το πλύσιμο των πιάτων – κι ας λέει μια παλιά κινεζική παροιμία ότι τα resolutions της πρώτης μέρας του χρόνου τα βλέπει η τελευταία και γελά. Οι δύο ήρωες της σειράς κατά βάθος λαχταρούν να αλλάξουν, όπως αλλάζει ο χρόνος, και να κατασταλάξουν, μα για να το πετύχουν πρέπει από τουρίστες της ζωής τους να γίνουν μόνιμοι κάτοικοι. Κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν οι εμπειρίες τους αφομοιωθούν, αν με τα πεπραγμένα τους διαψεύσουν όσα έλεγε εκείνος ο Γερμανός φιλόσοφος περί «αιώνιας επιστροφής».
Ο Σορογκόγιεν κατά βάθος πιστεύει στην αλλαγή. Περισσότερο κι από τον χρόνο εξέλιξης της δράσης, αυτή του η πίστη καθιστά το «The New Years» απαραίτητη εορταστική προβολή – κι ας μην του φαίνεται για μεγάλο μέρος του.
Η σειρά «The New Years» ξεκινά να προβάλλεται τη Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου από την πλατφόρμα του Cinobo και ολοκληρώνεται σε πέντε διπλά επεισόδια. Για τις ανάγκες του παρόντος, είδαμε όλα τα επεισόδιά της.