Ο ΠΑΥΛΟΣ ΤΑΣΙΟΣ (1942-2011) είναι ένας αγαπημένος σκηνοθέτης του ελληνικού κινηματογράφου, που θα τον θυμούνται όλοι και όλες για τις κοινωνικές ταινίες του. Μερικές δε εξ αυτών συνοδεύονται από μία πολύ ειδική αύρα, ιδίως αν έχουμε να κάνουμε με τις «Ναι Μεν, Αλλά...» (1972), «Το Βαρύ Πεπόνι» (1977) και «Παραγγελιά!» (1980), για να μην πω ακόμη και για το «Νοκ Άουτ» (1986), που ήταν η τελευταία του δουλειά για το σινεμά.
Ο Τάσιος ήταν παντρεμένος με την Κατερίνα Γώγου, η οποία εμφανιζόταν σε διάφορες ταινίες του, μέσα στα χρόνια, ένα γεγονός που άνοιγε δρόμο στον ίδιο, εκτός των άλλων, για να περάσει τις δουλειές του και στο χώρο των Εξαρχείων – κάτι που χοντρικά θα συνέβαινε. Δεν γύριζε... underground ταινίες ο Τάσιος, ούτε... αναρχικές, αν και οι καλύτερές του, σίγουρα, είχαν να κάνουν με ήρωες που δυσανασχετούσαν μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο καλούνταν να υπάρξουν, διεκδικώντας τη δική τους θέση σ’ αυτό, ασχέτως αν θα το κατάφερναν τελικά.
Άτομα που ζούσαν στα ρείθρα της κοινωνίας αντιμετωπίζονταν από τον Τάσιο πάντα με συμπάθεια – και αυτή η ευαισθησία, την οποία έδειχνε στις ατομικές διεκδικήσεις των ηρώων του, των τοποθετημένων μονίμως σ’ ένα καταπιεστικό πλαίσιο, ήταν ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό της δουλειάς του στον κινηματογράφο.
Η ταινία, σίγουρα, δεν είναι απ’ αυτές που ξεχωρίζουν στη φιλμογραφία του Παύλου Τάσιου – με τον ίδιο, πάντως, να ξεκινά από τότε να φιλοτεχνεί το προφίλ του. Θέλω να πω πως ήδη από τους «παράνομους πόθους» τον Τάσιο τον ενδιαφέρουν άνθρωποι που κινούνται στο κοινωνικό περιθώριο, διεκδικώντας με σθένος την αξιοπρέπειά τους.
Ο Τάσιος μαθαίνει σινεμά στο... πανεπιστήμιο της Φίνος Φιλμς, δουλεύοντας εκεί στο πρώτο μισό του ’60, ως βοηθός σκηνοθέτη, βασικά σε ταινίες του Γιάννη Δαλιανίδη («Μερικοί το Προτιμούν Κρύο», «Η Ψεύτρα», «Ίλιγγος», «Εγωισμός»). Και κάπως έτσι, το 1965, θα κάνει την πρώτη δική του ταινία (με άλλο σχήμα παραγωγής), βασισμένη σε σενάριο γραμμένο από τον ίδιο, που είχε τίτλο «Φτωχολογιά». Ένα τυπικό κοινωνικό δράμα, με τους Γιοβάννα, Γιώργο Ζαμπέτα, Πάνο Τζανετή και Βίκυ Μοσχολιού (να τραγουδούν), όπως και με την Κατερίνα Γώγου (να παίζει), το οποίο δεν θα περνούσε απαρατήρητο στην εποχή του, καθώς θα έκανε πάνω από 100.000 εισιτήρια (σε πρώτη προβολή) σε Αθήνα, Πειραιά και προάστια – ανοίγοντας, κατ’ ουσίαν, το δρόμο του Τάσιου προς τη σκηνοθεσία. Το περίεργο; Την ταινία θα την υπέγραφε ως... Παύλος Τάσσος. Για κάποιο λόγο, δηλαδή, δεν θα έβαζε το επώνυμο «Τάσιος» στο ζενερίκ, με το οποίο είχε ήδη εμφανισθεί στις ταινίες του Δαλιανίδη. Μάλιστα, ως Παύλος Τάσσος θα υπέγραφε το 1966 και την επόμενη ταινία του, που εδώ μας ενδιαφέρει, την «Παράνομοι Πόθοι» (το επισημαίνω, για να μην νομιστεί πως, την πρώτη φορά, είχε γίνει κάποιο λάθος).
Αυτή, λοιπόν, η δεύτερη ταινία του ξεκινά μ’ ένα νεανικό πάρτυ κι ένα μοντέρνο τραγούδι. Μια παλιά γρήγορη μπαλάντα του μεγάλου ροκεντρολίστα Buddy Holly, η “Everyday”, διασκευάζεται στο μέσο των σίξτις από κάποιους Rogues, που ήταν μια άλλη ονομασία των Bruce & Terry. Ποιοι ήταν αυτοί; O Bruce ήταν ο Bruce Johnston, λίγο πιο μετά μέλος των Beach Boys, ενώ ο Terry ήταν ο Terry Melcher, ένας από τους πιο γνωστούς αμερικανούς παραγωγούς της εποχής, γιος της Doris Day και συνεργάτης των Byrds, των Paul Revere & The Raiders, των Rising Sons κ.ά., το όνομα του οποίου θα ακουγόταν πολύ και λόγω Charles Manson, λίγα χρόνια αργότερα.
Αυτό το δισκάκι των Rogues, που είχε χαραγμένο πάνω του το “Everyday” είχε βγει τότε και στην Ελλάδα, σε ετικέτα CBS, με αποτέλεσμα να το «τσιμπήσει» ο επιμελητής Χρήστος Μουραμπάς και να το χώσει στην ταινία. Η διασκευή είναι χορευτικότατη και κάπως έτσι, μέσω αυτού του τραγουδιού, θα μας συστήνονταν οι βασικοί πρωταγωνιστές του Τάσιου, δηλαδή το ζευγάρι Χρίστος Νέγκας (Πέτρος)-Ελένη Προκοπίου (Ελένη). Η ποπ και το μοντέρνο τραγούδι κυριαρχούν στα νεανικά πάρτυ, είναι απολύτως θεμιτό μια λαϊκή ταινία, με νέους ανθρώπους ως πρωταγωνιστές, να έχει μέσα και ποπ μουσική, με τον Τάσιο να το αντιλαμβάνεται αυτό και να το κάνει πράξη.
Everyday
Το στόρι
Ο Πέτρος είναι παιδί «καλής οικογενείας», ενώ η Ελένη, που ανήκει στη λαϊκή τάξη, ζει με τον βάναυσο παντρεμένο αδελφό της (Δημήτρης Μπισλάνης), ο οποίος την χτυπά και την καταπιέζει. Οι νέοι μπορεί να αγαπιούνται, αλλά οι οικογένειές τους, για τους δικούς τους λόγους η κάθε μία, δεν βοηθούν στην ευόδωση του έρωτά τους.
Η μάνα τού Πέτρου (Μίτση Κωνσταντάρα) αντιδρά σ’ αυτή τη σχέση, γιατί έχει μεγάλα όνειρα για το γιο της, εκβιάζοντάς τον με ποικίλους τρόπους, ενώ και ο αδελφός της Ελένης, με τη συμπεριφορά του, την εξαναγκάζει να φύγει από το σπίτι. Όταν ο Πέτρος, μετά από προτροπή της μάνας του, θα πάει για σπουδές στη Γερμανία, η Ελένη θα μείνει εντελώς ξεκρέμαστη, χωρίς δουλειά και σπίτι, και επιπλέον... έγκυος.
Συμπαράσταση θα βρει, τότε, μόνο στην ξαδέλφη της Νανά (Ντόρα Κωστίδου), μια αρτίστα των καμπαρέ, που βιώνει το δικό της περιθώριο με τσαμπουκά και αξιοπρέπεια. Κάτω από την προστασία και την προτροπή τής Νανάς η Ελένη θα ακολουθήσει και αυτή τον ίδιο δρόμο. Θα γίνει στριπτιζέζ στο καμπαρέ του Βαγγέλη (Βαγγέλης Σειληνός), που είναι κατά βάθος ένα σκληρό αφεντικό με στοιχεία προαγωγού.
Ο Βαγγέλης συμπεριφέρεται βίαια στην Ελένη, τη θέλει δική του με το ζόρι, η Ελένη αντιδρά, αλλά στο τέλος θα υποκύψει. Εν τω μεταξύ ο καιρός περνάει και όταν κάποια στιγμή ο Πέτρος θα επιστρέψει από τη Γερμανία, το πρώτο που θα κάνει θα είναι να ψάξει να βρει την Ελένη, για να της εξηγήσει τη συμπεριφορά του. Γιατί, δηλαδή, είχε κάνει το χατίρι της μάνας του, εγκαταλείποντάς την. Με τα λίγα, με τα λιγότερα, το ζευγάρι συνδέεται και πάλι, με την Ελένη να κρύβει από τον Πέτρο πως δουλεύει σε καμπαρέ. Όταν, όμως, ο Πέτρος θα το ανακαλύψει θα πρέπει να διεκδικήσει την Ελένη από τον μαχαιροβγάλτη Βαγγέλη, κάτι που θα προσδώσει στην ταινία μία διαφορετική, όσο και απρόσμενη τροπή...
Τα άλλα
Η ταινία, σίγουρα, δεν είναι απ’ αυτές που ξεχωρίζουν στη φιλμογραφία του Παύλου Τάσιου – με τον ίδιο, πάντως, να ξεκινά από τότε να φιλοτεχνεί το προφίλ του. Θέλω να πω πως ήδη από τους «παράνομους πόθους» τον Τάσιο τον ενδιαφέρουν άνθρωποι που κινούνται στο κοινωνικό περιθώριο, διεκδικώντας με σθένος την αξιοπρέπειά τους. Και πάνω σ’ αυτή τη βάση ο καλύτερος ρόλος στην ταινία του δεν μπορεί να είναι άλλος από εκείνον της Ντόρας Κωστίδου (η ξαδέλφη Νανά). Έτσι, σε μια σκηνή, όταν η Νανά προσπαθεί να εμψυχώσει την Ελένη, περιγράφοντάς της ταυτόχρονα την πραγματικότητα, την ακούμε να λέει:
«Δεν είναι κοινωνία αυτή που ζούμε. Ένα μεγάλο μπορντέλο είναι, που πρέπει να πληρώσεις για να μπεις μέσα – και πρέπει να πληρώσεις πολύ ακριβά. Σαπίλα, όπου και να γυρίσεις το μάτι σου, σαπίλα και βρωμιά. Νομίζεις πως όλοι αυτοί οι έντιμοι κύριοι, με τις δουλειές, τα λεφτά και τις οικογένειες, είναι καλύτεροι από μας; Είναι όλοι βρώμικοι και απατεώνες, που πατούν πάνω στα πτώματα των φτωχών φουκαράδων για ν’ ανέβουν. Νομίζεις πως εγώ ήθελα να καταντήσω αυτό που έγινα; Νομίζεις πως όλες αυτές οι κοπέλες που δουλεύουν στα καμπαρέ, που πουλούν το κορμί τους στον έναν και τον άλλον για πενταροδεκάρες, ήθελαν να γίνουν τέτοιες; Νομίζεις πως κι αυτές, όταν ήταν στην ηλικία σου, δεν είχαν σπίτια, αδελφούς, μανάδες; Ποιος φταίει λοιπόν; Αυτές ή η κοινωνία που τις έριξε με το ζόρι εκεί; Τις πέταξε στο βούρκο για ένα ξεροκόμματο, για ένα σαπιοκρέβατο και μια μονάχα ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο».
Πιο κάτω, μάλιστα, η Νανά (δια στόματος Ντόρας Κωστίδου) λέει και κάτι άλλο, σε σχέση με τη δουλειά της, και το πώς ακριβώς αντιμετωπίζεται αυτή (η δουλειά) στην Ελλάδα της εποχής, σε αντιδιαστολή με ό,τι συμβαίνει στη Δυτική Ευρώπη ας πούμε:
«Κάνω μια δουλειά, που σήμερα μόνο στην Ελλάδα είναι ντροπή να την κάνεις. Πουθενά αλλού μια τέτοια γυναίκα δεν την βλέπουν έτσι όπως εδώ. Και έξω και μέσα στη δουλειά της έχει την αξιοπρέπειά της, και είναι κυρία. Δεν είναι ντροπή. Είμαι μια καλλιτέχνις, που κάνει ένα νούμερο. Είναι ντροπή αυτό;».
Σε πολλές ταινίες της εποχής (δεκαετία του ’60) οι πόρνες, οι σεξεργάτριες όπως τις λέμε σήμερα, οι αρτίστες των καμπαρέ και οι στριπτιζέζ, αντιμετωπίζονται πολύ θετικά, έως και προοδευτικά θα μπορούσε κάποιος να πει. Στ’ αυτιά των σκηνοθετών φθάνουν διάφορα αληθινά περιστατικά από τις γυναίκες των μπαρ της Τρούμπας και των άλλων καταγωγίων, που οπωσδήποτε τους επηρεάζουν στο γράψιμο των σεναρίων τους. Βλέπουν σ’ αυτές τις επαγγελματίες του έρωτα, που μάχονται σ’ έναν βίαιο και εχθρικό κόσμο, την επιτέλεση μιας αποστολής. Αναγνωρίζουν το κοινωνικό έργο τους, θέλγονται από τη δύναμη και τη θέληση τους να επιβιώσουν με τις δικές τους αρχές, και εντυπωσιασμένοι από την ιδιότυπη ηθική τους επιχειρούν να τις παρουσιάσουν με θετικό τρόπο στο πανί (και βεβαίως στο κοινό, που μπαίνει στις αίθουσες και παρακολουθεί). Έτσι, πάνω σ’ αυτή τη γραμμή, και ο Τάσιος, μαζί με άλλους σκηνοθέτες εκείνων των ετών (Γιάννης Δαλιανίδης, Βασίλης Γεωργιάδης, Κώστας Ανδρίτσος...), θα έχει τη δική του συνεισφορά.
Οι «Παράνομοι Πόθοι» έχουν κι άλλα ενδιαφέροντα επιμέρους σημεία. Κατ’ αρχάς, όπως είπαμε και πιο πάνω, η ταινία δεν έχει πρωτότυπη μουσική, μα μουσικό επιμελητή (Χρήστος Μουραμπάς). Πέρα από το τραγούδι των Rogues, στην αρχή, που ακούγεται από δίσκο βεβαίως, στην ταινία βλέπουμε και ακούμε την Βίκυ Μοσχολιού στο τραγούδι των Γιώργου Ζαμπέτα-Δημήτρη Χριστοδούλου «Ο δρόμος ο πλατύς», που επίσης θα κυκλοφορούσε σε δισκάκι από την His Master’s Voice, το 1966.
Βίκυ Μοσχολιού - Ο δρόμος ο πλατύς
Περαιτέρω οι σκηνές των στριπτίζ είναι όλες γυρισμένες στο κλαμπ Fuji-Yama, στη Χέυδεν 34, στην Πλατεία Βικτωρίας – το μετέπειτα Rodeo του Διονύση Σαββόπουλου! Το Fuji-Yama ήταν νεανικό κλαμπ κι εκείνη την εποχή έπαιζαν εκεί οι Happy Monks. Όπως μας πληροφορεί ο Νίκος Σάρρος στο βιβλίο του «Τα ελληνικά μουσικά συγκροτήματα των sixties» [Όγδοο, 2024] οι Happy Monks, που δεν είχαν καμία σχέση με τους πιο γνωστούς Θεσσαλονικείς Monks, προέρχονταν από τις περιοχές του Αιγάλεω και του Χαϊδαρίου, για να εμφανισθούν στο Fuji-Yama περί το μέσο Νοεμβρίου του ’65. Συμπίπτει, θέλω να πω, η παρουσία τους εκεί με το χρονικό διάστημα του γυρίσματος της ταινίας του Τάσιου.
Οι «Παράνομοι Πόθοι» διαθέτουν τέσσερα στριπτίζ! Στο πρώτο, που είναι μάλλον το ωραιότερο όλων, εκείνη που γδύνεται είναι η Ντόρα Κωστίδου – με τη μουσική συνοδεία να είναι ένα σόλο ντραμς! Σίγουρα η μουσική είναι προηχογραφημένη, παρότι στην οθόνη βλέπουμε έναν ντράμερ να παίζει. Αν αυτός είναι ο ντράμερ των Happy Monks Σταύρος Σιδηρόπουλος (αργότερα στους Apocalypsis των Γιάννη Παλαμίδα και Βασίλη Δερτιλή) δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Στο δεύτερο στριπτίζ εκείνη που γδύνεται είναι η Ελένη Προκοπίου, υπό τη συνοδεία... ερωτικών βογγητών. Το τρίτο στριπτίζ είναι το πιο αποκαλυπτικό όλων, καθώς εδώ γδύνεται μια επαγγελματίας στριπτιζέζ, η Micheline του καλλιτεχνικού γραφείου Φώτη Ράπτη (όπως διαβάζουμε στο ζενερίκ), υπό τους ήχους του “Smitty’s place” του Elmer Bernstein, με την Προκοπίου, ξανά, να πρωταγωνιστεί στο τέταρτο και τελευταίο στριπτίζ.
Οι «Παράνομοι Πόθοι», που έκαναν πρεμιέρα τη Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 1966, παρουσιάζονται σήμερα με διάρκεια γύρω στα 75 λεπτά (προσωπικά έχω τη γνώμη πως έχει πέσει «χατζάρι» στην ταινία, στις πιο τολμηρές σκηνές της, και πως η διάρκειά της ήταν σαφώς μεγαλύτερη), με την παραγωγή να ανήκει στην ΤΑΣ Φιλμ (του Τάσιου προφανώς) και με την εκμετάλλευση να την έχει η Φίνος Φιλμς (οι φωτογραφίες, που συνοδεύουν το κείμενο είναι από το σάιτ της). Μάλιστα, με τη συνδρομή της Φίνος, στη διανομή, η ταινία θα κατορθώσει να κάνει πάνω από 140 χιλιάδες εισιτήρια στις αίθουσες πρώτης προβολής Αθηνών, Πειραιώς και προαστίων (43η σε εισπράξεις από τις 101 ταινίες της σεζόν 1965-66), προβάλλοντας τις... παθιασμένες παρανομίες.
Αλλά για μια στιγμή... για τι ακριβώς «παρανομίες» συζητάμε εδώ; Δύο νέοι και ελεύθεροι άνθρωποι, ένας άντρας και μια γυναίκα, αγαπιούνται και θέλουν να προχωρήσουν στη ζωή τους. Τι πιο κοινό και αναμενόμενο; Πιθανώς, ο Τάσιος να είχε κατά νου άλλες ιστορίες να διηγηθεί, στην ταινία του, αληθινά... παράνομες, σαν εκείνες που διαδραματίζονταν στη «Χαβάϊ» των Κατελάνων, στο Μεταξουργείο, ανάμεσα στις τρανς της εποχής και τους πελάτες του καταγωγίου, αλλά κάτι τέτοιο δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει από τη λογοκρισία. Θα του έμενε, λοιπόν, μόνον ο τίτλος...
Γιατί το λέω; Γιατί στην εξώπορτα της «Χαβάϊ» (αυτή είναι σωστή γραφή του μαγαζιού και όχι Χαβάη, όπως το βλέπουμε συνεχώς) ήταν κολλημένες οι αφίσες της Φίνος με την στριπτιζέζ και με περασιά τις λέξεις... Παράνομοι Πόθοι (μάρτυρας η φωτογραφία). Έτσι μάλιστα, το αντιλαμβάνομαι και όλα μπαίνουν σε μια τάξη.