Τα «Τζάμια Κρύσταλλα» είναι ένας νέος χώρος στο Μεταξουργείο αφιερωμένος στην περφόρμανς, που κρατά την επωνυμία της προηγούμενης χρήσης του. Σε αυτόν τον χώροο Αντώνης Αντωνόπουλος θα παρουσιάσει από 25 Απριλίου τη νέα του παράσταση, στην οποία συνεργάστηκε με την Κέλλυ Παπαδοπούλου, με τίτλο «Τελευταία επιθυμία». «Τελευταία επιθυμία για μένα είναι μια τελευταία ευχή. Σαν να πεθαίνεις και να καταφέρνεις να πραγματοποιήσεις το τελευταίο σου όνειρο. Να ενωθείς» μου λέει.
«Μετά την παράσταση του “Εκκλησιαστή” και τη συνεχή υπενθύμιση του κειμένου ότι τα πάντα είναι μάταια και τίποτα δεν θα σε σώσει στ’ αλήθεια και τίποτα δεν έχει νόημα, προσπαθώ να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι η ζωή είναι μία, δεν έχει άλλη. Ας κάνουμε ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας να τη ζήσουμε καλύτερα με τους άλλους ανθρώπους» συνεχίζει. Ο Αντώνης Αντωνόπουλος βρίσκει αυτή τη ματαιότητα απελευθερωτική. Όχι με μια ηδονιστική έννοια αλλά με μια ίσως αφελή χαρά της ζωής. «Η καθημερινότητα όμως είναι αδυσώπητη και οι κουβέντες μου τώρα για τη χαρά της ζωής ακούγονται ως ένα κακόγουστο αστείο γιατί κάθε μέρα διαβάζουμε για δολοφονίες γυναικών, για τον πόλεμο στην Παλαιστίνη και στην Ουκρανία, τα Τέμπη, για συνανθρώπους μας που παλεύουν να επιβιώσουν οικονομικά και ψυχικά, για άρρωστα μυαλά που κυβερνούν τον κόσμο, που τραμπουκίζουν και αφαιρούν κεκτημένα δικαιώματα. Ας προσπαθήσουμε να δώσουμε μια μάχη για τη ζωή των άλλων. Αν τελικά υπάρχει κάποιο νόημα στη ζωή, είναι μόνο αυτό. Να σταθούμε δίπλα στον άλλο άνθρωπο και να παλέψουμε μαζί του» μου αναφέρει.
Όταν ζητώ να μου πει αν η νέα του παράσταση έχει να κάνει με μια εμμονή για το τέλος μου αποκαλύπτει ότι από μικρός είχε μια έλξη για τα νεκροταφεία. Θυμάται να κάνει βόλτες ανάβοντας το καντήλι με την αδερφή του στα μνήματα των οικείων του ανάμεσα στα κυπαρίσσια και να διαβάζουν τις ταφικές πλάκες.
«Πριν από λίγα χρόνια ήμουν στην Κεφαλονιά και κολυμπούσα σε μια παραλία κάτω απ’ το νεκροταφείο∙ είχε πανσέληνο. Για κάποιον λόγο ένιωθα γαλήνη. Η στιγμή που κολυμπάς και συνειδητοποιείς ότι κάποιοι άλλοι άνθρωποι πριν από μερικά χρόνια ίσως απολάμβαναν κι αυτοί τη θάλασσα, ερωτεύτηκαν και κάποια στιγμή πέθαναν, είναι κάτι που με συγκινεί και ταυτόχρονα με προσγειώνει».
«Προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε τις ιστορίες πίσω από αυτούς τους θανάτους. Για κάποιον λόγο τα νεκροταφεία με όλους αυτούς τους ανθρώπους κάτω απ’ το χώμα μου δημιουργούν μια κάποια οικειότητα. Πριν από λίγα χρόνια ήμουν στην Κεφαλονιά και κολυμπούσα σε μια παραλία στην Αγία Ευφημία κάτω απ’ το νεκροταφείο∙ είχε πανσέληνο. Για κάποιον λόγο ένιωθα γαλήνη. Η στιγμή που κολυμπάς και απολαμβάνεις το νερό και συνειδητοποιείς ότι κάποιοι άλλοι άνθρωποι που τώρα είναι θαμμένοι δίπλα σου πριν από μερικά χρόνια ίσως απολάμβαναν κι αυτοί τη θάλασσα, ερωτεύτηκαν και κάποια στιγμή πέθαναν, είναι κάτι που με συγκινεί και ταυτόχρονα με προσγειώνει. Τίποτα δεν είναι τόσο σημαντικό στ’ αλήθεια. Ας απολαύσουμε τη ζωή μας όσο καλύτερα μπορούμε γιατί μας περιμένει το σκοτάδι», λέει ο Αντώνης Αντωνόπουλος.

Γεννήθηκε στην Αθήνα, σε μια οικογένεια που ακολούθησε τη μοίρα πολλών, δημιούργησαν και έκαναν χρήματα, τα έχασαν, ξεκίνησαν από την αρχή, είναι ζωντανοί. Σκέφτεται ότι είναι 43 ετών και οι αποχαιρετισμοί γίνονται όλο και πιο δύσκολοι. Το 2005 ξεκίνησε σπουδές στη δραματική σχολή και αποφοίτησε το 2009. Το 2012 συναντήθηκαν με την Αργυρώ Χιώτη και την ομάδα VASISTAS και δούλεψαν μαζί για έξι χρόνια. Το 2016 σκηνοθέτησε, μέσα στην κρίση, την πρώτη του δουλειά, «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» του Σάμιουελ Μπέκετ. Χωρίς επιχορήγηση, χωρίς στήριξη∙ δεν είχε τίποτα να χάσει. Πούλησε κάποια παλιά βιντεοπαιχνίδια που είχε σ’ έναν συλλέκτη κι έτσι μάζεψε τα χρήματα για να ξεκινήσει, παίρνοντας την απόφαση και να σκηνοθετήσει.
«Αν με ρωτήσεις τι δουλειά κάνω, θα σου απαντήσω “δουλεύω στο θέατρο”. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τις ιδιότητες. Φυσικά και μου αρέσει πολύ να δημιουργώ δικές μου παραστάσεις, είναι ίσως εκεί που είμαι ο πιο προσωπικός μου εαυτός. Όμως απολαμβάνω εξίσου το να παίζω σε παραστάσεις άλλων, να είμαι δραματουργός ή βοηθός σκηνοθέτη ή μεταφραστής. Γιατί πρέπει να διαλέξω μία μόνο ιδιότητα;» λέει. «Αν με ρωτήσεις πώς προσδιορίζω αυτό που κάνω, “θέατρο”, θα σου πω. Ναι, δεν είναι ένα “κλασικό” είδος θεάτρου, κειμενοκεντρικό, με χαρακτήρες που συγκρούονται και μια λύση στο τέλος. Μου αρέσει να εξερευνώ τα όρια που είναι ανάμεσα στο θέατρο, στον χορό, στην περφόρμανς. Πες το όπως θες. Μεγάλη επιρροή μού έχει ασκήσει ο Κώστας Τσιούκας. Οι παραστάσεις του, αλλά και ο τρόπος που δουλεύει ο ίδιος. Δημιουργεί παραστάσεις προσωπικές, εξαιρετικά γενναιόδωρες και με μια τρομερή ελευθερία που ζηλεύω και θαυμάζω».

Ο Αντώνης σχεδόν κάθε δύο χρόνια σκηνοθετεί μια παράσταση. Συνήθως ξεκινάει από ένα ερέθισμα, τυχαίο τις περισσότερες φορές. Θα το σημειώσει κάπου και μετά, σιγά σιγά, άλλα πράγματα θα αρχίσουν να κολλάνε πάνω του. Με τον καιρό δημιουργείται ένας κόσμος με ιδέες, αποσπάσματα βιβλίων, ταινίες που συνθέτουν μια μεγάλη εικόνα. Μετά προσπαθεί αυτόν τον κόσμο να τον δημιουργήσει στη σκηνή. Για την «Τελευταία Επιθυμία» η αφετηρία ήρθε με την ταινία «Πόνος και Δόξα» του Πέδρο Αλμοδόβαρ. «Υπάρχει μια σκηνή, στη μέση της ταινίας, όπου ο χαρακτήρας του Αντόνιο Μπαντέρας δέχεται μια επίσκεψη από έναν παλιό του εραστή στο σπίτι του αργά τη νύχτα. Κάθονται ο ένας απέναντι από τον άλλο και συζητάνε για το παρελθόν τους. Στο τέλος αποχωρίζονται με ένα φιλί και υπόσχονται να ξαναβρεθούν κάποια στιγμή στο μέλλον. Η σκηνή είναι πολύ τρυφερή, δεν ξαναβλέπουμε τον επισκέπτη ποτέ ξανά στην ταινία, είναι σαν ένα όνειρο αυτή η συνάντηση. Αυτή η σκηνή ήταν η πρώτη σημείωση για την παράσταση.
Από την ταινία ήρθε και η έμπνευση για τον τίτλο. Στο τέλος της ταινίας βλέπουμε το σενάριο που γράφει ο πρωταγωνιστής. Πάνω πάνω γράφει “Πρώτη επιθυμία”. Δίπλα σε αυτήν τη σημείωση ήρθε και κόλλησε μια σκηνή από το “Χάος” των αδελφών Ταβιάνι, ένας άντρας που κοιμάται μπροστά σε έναν ανοιχτό τάφο. Ο στίχος “Δώσ’ μου τα χέρια σου, δώσ’ μου τα χέρια σου, δώσ’ μου τα χέρια σου” από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη “Μυκήνες”, μια φωτογραφία του Julius Eastman από τον Chris Rusiniak, η τελευταία ταινία του Τζον Χιούστον “Οι νεκροί”· το πώς ακούει ένα τραγούδι κατεβαίνοντας τις σκάλες η πρωταγωνίστρια και τι ξυπνάει μέσα της αυτό», λέει.
Θέλει να πειραματιστεί με τον χρόνο και τη σχέση μας μαζί του, κάτι που τον απασχολεί στις τελευταίες του δουλειές. Μέσω κινησιολογικών μοτίβων που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά αλλά και μέσω μιας εστίασης σε δράσεις μικρότερης κλίμακας, προσπαθεί να δημιουργήσει έναν χώρο όπου ο χρόνος για λίγο διαστέλλεται. Πειραματίζεται και παίρνει ρίσκο, εξερευνά μια γλώσσα, δοκιμάζει και μου θυμίζει ότι υπάρχει και το δικαίωμα στην αποτυχία.

«Πώς αλλιώς θα ανακαλύψουμε κάτι καινούργιο; Νιώθω ότι κυνηγάμε την ουρά μας με την αγωνία για τα εισιτήρια, με την έλλειψη χρόνου, με την έλλειψη συγκέντρωσης γιατί έχουμε αναγκαστεί να δουλεύουμε σε τρεις δουλειές. Και το κοινό έχει επίσης ξεχάσει πώς να βλέπει κάτι και να συνδιαλέγεται μαζί του. Θέλει να δει κάτι και να ευχαριστηθεί τώρα, αυτήν τη στιγμή, να το χωνέψει και μετά να πάει σπίτι. Όλοι μας το κάνουμε δυστυχώς», λέει.
«Γι’ αυτό είναι ζωτικής σημασίας η οικονομική στήριξη από το κράτος. Γιατί σου δίνει ένα απαραίτητο δίχτυ ασφαλείας. Κανένας παραγωγός δεν θα επενδύσει σε κάτι που ούτε εσύ δεν είσαι ακόμα σίγουρος/η ότι θα πετύχει. Μακάρι να το έκαναν, αλλά δεν δουλεύουν έτσι. Αναπολούμε συχνά ρομαντικά και νοσταλγικά καλλιτέχνες και ομάδες οι οποίες στο παρελθόν δεν είχαν ανταπόκριση ή αναγνώριση αλλά παίζανε για 10 θεατές ή το κοινό έφευγε βρίζοντας γιατί δεν καταλάβαινε τι έβλεπε. Και λέμε σήμερα, “κοίτα, όμως, επέμενε στις ιδέες του/της και τελικά τα κατάφερε”, ξεχνώντας ότι για να αντέξουν αυτοί οι άνθρωποι και να συνεχίσουν να προσπαθούν είχαν μια οικονομική στήριξη κυρίως κρατική. Τα παραδείγματα είναι πολλά, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό».
Στην παράσταση οι περφόρμερ επιχειρούν να σταματήσουν για λίγο τον χρόνο. «Πώς μπορούμε να αναπαραστήσουμε το πρώτο φιλί δύο εραστών; Ή το τελευταίο; Το κείμενο είναι ένα τηλεφώνημα από τον άλλο κόσμο. Κάποιος τηλεφωνεί και περιγράφει τη ζωή του εκεί. Μέσα στο κείμενο βρίσκονται, είτε κρυφά είτε φανερά, δικές μας προσωπικές ιστορίες αλλά και αναφορές σε συγγραφείς που θαυμάζουμε, όπως ο Σάμιουελ Μπέκετ και ο Γιώργος Σεφέρης», λέει.
«Ο χρόνος της αναμονής είναι ένας χρόνος που με ενδιαφέρει πολύ. Τι κάνει ένας άνθρωπος ενώ περιμένει; Ο “κενός” και “μη παραγωγικός” χρόνος. Ένα άτομο προσεύχεται και μπορεί να παραμείνει στην ίδια στάση για ώρα. Η δράση αυτή δεν “εξελίσσεται” γραμμικά αλλά με έναν τρόπο όλο και εμβαθύνει, σαν να εξελίσσεται καθέτως, προς τα κάτω. Αυτές οι δράσεις με απασχολούν πολύ στο θέατρο. Δύο εραστές φιλιούνται και απολαμβάνουν ο ένας το φιλί του άλλου. Αυτή είναι μια δράση που στην “πραγματική” ζωή μπορεί να διαρκέσει ώρες∙ άραγε πώς μπορεί να παρασταθεί σε μια σκηνή; Όλα είναι θέατρο, αρκεί να στρέψεις το βλέμμα σου πάνω τους».


Η συζήτησή μας περιστρέφεται γύρω από τους χώρους που φιλοξενούν παραστάσεις στην Αθήνα. Η διαπίστωσή μας κάθε άλλο παρά αισιόδοξη είναι. Δεν υπάρχουν πια χώροι για έρευνα στις παραστατικές τέχνες, οι περισσότεροι χώροι ανήκουν σε παραγωγούς, οι οποίοι επενδύουν σε μια παράσταση και θέλουν αυτή η επένδυση να πάει καλά στο ταμείο. Αυτό είναι ένα απαραίτητο στοιχείο μιας εξίσωσης ανολοκλήρωτης, αφού δεν υπάρχει η βούληση και το ρίσκο να προσφέρει κάποιος στους δημιουργούς χώρο, εξοπλισμό και κυρίως χρόνο για να πειραματιστούν και να προτείνουν κάτι καινούργιο. Το θέατρο έχει ανάγκη και τις δύο πλευρές για να πηγαίνει μπροστά. Η εξαίρεση είναι κάποιες μικρές νησίδες που έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο που θα προτείνει κάτι. «Θα πας να δεις εκεί παραστάσεις χωρίς να ξέρεις απαραίτητα τους/τις δημιουργούς αλλά επειδή εμπιστεύεσαι τον φορέα. Αυτό θα ήθελα να δω στην Αθήνα», λέει ο Αντώνης. «Ένα θέατρο όπως ήταν το θέατρο Αμόρε στο παρελθόν, το οποίο πρότεινε νέα έργα, νέους και νέες δημιουργούς, νέες δραματουργίες και πήγαινες να ανακαλύψεις το άγνωστο. Αναγνωρίζω ότι οι εποχές είναι εντελώς διαφορετικές, οικονομικά και πολιτικά, και ένα τέτοιο μοντέλο δεν ξέρω πώς μπορεί να ξαναγεννηθεί. Αλλά ας ονειρευτούμε έναν νέο τρόπο, ένα νέο κέντρο έρευνας παραστατικών τεχνών και ας το δημιουργήσουμε».
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ