Έχεις νιώσει ποτέ οικεία με κάποιον τελείως ξένο; Ή τελείως ξένος με κάποιον που θα έπρεπε να νιώθεις οικεία; Ο Αξλ, ένας 20χρονος, φτάνει στο Λονδίνο για να αναζητήσει τον πατέρα του, που τον παράτησε όταν ήταν πολύ μικρός. Ανακαλύπτει ότι εκείνος έχει μια νέα οικογένεια και έχει γίνει μεσίτης. Θα προσποιηθεί ότι είναι φοιτητής που ψάχνει για διαμέρισμα για να τον πλησιάσει. Καθώς αναζητούν μαζί για στέγη, ο Αξλ θα βρεθεί παγιδευμένος στο ψέμα που δημιούργησε ο ίδιος κι ανίκανος να αντιμετωπίσει την αλήθεια. Μπερδεμένος από το δίλημμά του, θα αναζητήσει καταφύγιο σε μια βιομηχανική αποθήκη, μια κατάληψη στο ανατολικό Λονδίνο. Στο ίδιο μέρος που μένει και η Βέρα. Ο Αξλ θέλει να βρει την ταυτότητά του, ενώ η Βέρα να την ξεχάσει, μετά από έναν οδυνηρό χωρισμό. Όταν εκείνη θα γνωρίσει έναν χαρισματικό νέο, δεν θα αποκαλύψει τίποτα για τον εαυτό της, καθώς ξεκινάει ένα ερωτικό παιχνίδι μεταξύ τους χωρίς ονόματα. Διστάζει, ωστόσο, να εγκαταλείψει τη μικρή στρατηγική της, φοβούμενη μήπως υπονομεύσει τον ρομαντισμό.Αν και ζούνε στο ίδιο κτίριο, οι δρόμοι του Αξλ και της Βέρα ποτέ δεν συναντιούνται. Οι ιστορίες τους παιχνιδίζουν με ρομαντισμό και μυστήριο, μέχρι που θα συγκρουστούν.

Το σενάριο χτίζεται γύρω από την αναζήτηση των δυο νέων ανθρώπων, αλλά ποντάρει στη συγκεχυμένη νεότητα εν γένει. Επιθυμεί να είναι ένα κομμάτι του σήμερα, ένα Bande a Part του νέου αιώνα, αλλά αντί για νέο κύμα, μοιάζει με παφλασμό σε ήρεμα νερά. Ο χαρακτήρας του Αξλ είναι βασικά αντιπαθής και υπερβολικά άτσαλος. Πρόκειται για έναν νάρκισσο αλκοολικό με passable γοητεία, που όλα τού συγχωρούνται - πώς είναι δυνατόν ο υποτιθέμενος πατέρας του, ένας σοβαρός μεσίτης και αρκετά stiff Άγγλος, που δεν γνωρίζει πως είναι πατέρας του, να τον ανέχεται, ενώ ο πιτσιρικάς του λέει άλλα αντί άλλων, ακόμη κι αν υποπτεύεται πως ο Αξλ έχει κάποιο λόγο που κομπλάρει όποτε τον βλέπει; Και η ιστορία της Βέρα τρενάρει πέρα από το ανεκτό, με συμπτώσεις και καθυστερήσεις στην έκφραση και την ανάπτυξη. Δυο παιδιά παραδομένα στο «χάσιμό» τους, με δορυφόρους που εμφανίζονται και εξαφανίζονται από την ταινία ως διά μαγείας, κάμερα στο χέρι, πολλά τραγούδια (μπράβο στους δικούς μας Mary and the Boy που συμπεριλήφθηκαν στο σάουντρακ) και απουσία της ποθούμενης γλυκιάς απελπισίας που οφείλει να συνοδεύει τη ζαλάδα της μοναξιάς. Ένα άλλο φιλμ με ακριβώς τον ίδιο τίτλο, του Νίκολας Μπάρκερ, από τα τέλη των '90s, είναι σαφώς πιο ενδιαφέρον, δεν πολυλογεί οπτικά και μιλάει για σεξουαλικές εμπειρίες χωρίς να σκιάζεται από το άγχος του εναλλακτικού.