- Δυστυχώς, δεν μεγάλωσα σε χωριό. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός του στρατού και είχαμε γυρίσει τη Βόρειο Ελλάδα, από την Αλεξανδρούπολη ως τη Φλώρινα. Ένας κήπος, όμως, με γάτες και χελώνες, στη μονοκατοικία όπου έζησα ως τα επτά, στο Ντεπώ της Θεσσαλονίκης, θα μου θυμίζει πάντα ότι πέρασα τα παιδικά μου χρόνια μακριά από την Αθήνα, μες στα χώματα, με πολύ ποδήλατο, δυο βήματα από την παραλία. Πιάναμε με τους φίλους μου κάτι δηλητηριασμένα σπαράκια –όλοι οι υπόνομοι της πόλης στα Μπλόκια κατέληγαν– και μερικοί, για να κάνουν τους σπουδαίους, τα ψήνανε μετά στην αλάνα και τα τρώγανε! Όλοι στην παρέα ήμασταν Άρης κι εγώ καμάρωνα παίζοντας μπάλα με τον γιο του Χρηστίδη, του τερματοφύλακα. Τότε πήγα για πρώτη φορά στο γήπεδο, στον αγώνα Άρης-Κάλιαρα. Δεν ξαναπήγα ποτέ.
- Χάρη σ' έναν θειό μου είχα την τύχη να περάσω τα χρόνια του Γυμνασίου, τα μισά από τα οποία μέσα στη χούντα, στο Κολέγιο Ανατόλια. Δεν είχε παιδιά ο άνθρωπος, ήταν ανύπαντρος, και καθώς αγαπούσε πολύ κι εμένα και την αδελφή μου, πλήρωνε εκείνος τα δίδακτρα. Το Κολέγιο αποδείχτηκε καλή εμπειρία και όχι μόνο για τ' αγγλικά. Ένας φιλόλογος μάς διάβαζε στη ζούλα τα Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα του Τσιφόρου και ο κ. Βασίλειος Αδάμ –μαθηματικός αυτός– μας πρωτομίλησε για τον Έριχ Φρομ, γεγονός εξωφρενικό για την εποχή. Ο τελευταίος ζει ακόμα, είμαστε και φίλοι στο facebook. Toυ είχα αναφέρει την ιδέα για το Logicomix και είχε δείξει να του αρέσει. Μόλις το τέλειωσα, του το πήγα στη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν είχα feedback... Θυμάμαι κι άλλον έναν μαθηματικό, τον κύριο Ναούμ, Θεός σχωρέσ' τον, που κάθε λίγο και λιγάκι μου έσκιζε το τετράδιο. Ήταν γεμάτο σκίτσα, γι' αυτό.
Ένιωθα την ανάγκη να κάνω κάτι που ν' αξίζει τον κόπο, να δουλέψω ένα κόμικ από το Α ως το Ω με ένα-δυο συνεργάτες, όχι με τριάντα, κι έψαχνα κάτι ωραίο και δυνατό.
- Οι γονείς μου δεν ήταν θρησκευόμενοι, μάλλον κακές σχέσεις είχαν με την Εκκλησία, πράγμα περίεργο, όπως κατάλαβα αργότερα, για μια μικροαστική οικογένεια σαν τη δική μας. Ο πατέρας μου, ως Κερκυραίος, αποστρεφόταν οτιδήποτε ανατολίτικο. Πρέπει να έκανε μεγάλη υπομονή όταν, φοιτητής, κόλλησα με τη Ρεμπέτικη Κομπανία κι άρχισα να μαθαίνω μπουζούκι. Του άρεσε πολύ να διαβάζει. Οι συνθήκες τον οδήγησαν στη Σχολή Ευελπίδων – στην Κατοχή σπούδαζε βιολογία. Δεν ήταν βαρεμένος με το στρατιωτιλίκι, κάθε άλλο, κι έφερε βαρέως το ότι οι αιτήσεις του να γραφτεί στη Νομική απορρίπτονταν. Σ' αυτόν χρωστάω τη γνωριμία μου με τον Μπέρτραντ Ράσελ, όχι στον Δοξιάδη. Όσο υπηρετούσε με δυσμενή μετάθεση στο Διδυμότειχο διάβαζε την Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας και το κουφό είναι πως τη μέρα ακριβώς που την τέλειωσε, πληροφορήθηκε την είδηση του θανάτου του Ράσελ, ενώ άκουγε κρυφά ΒΒC. Εγώ δεν είχα συνδέσει τον Ράσελ με τα μαθηματικά. Νόμιζα πως είναι ένας ακαδημαϊκός, ένας φιλόσοφος που οι άνθρωποι της χούντας σίγουρα θ' αντιπαθούσαν, επειδή κι εκείνος ήταν εναντίον κάθε δικτατορίας.
- Μικρός διάβαζα πολλά κόμικς, αδιακρίτως ποιότητας. Έτρεχα στο περίπτερο ν' αγοράσω «Τιραμόλα», «Μπλέικ», «Μικρό Ήρωα», «Μικρό Σερίφη», ενώ, όποτε με πήγαιναν στα μεγάλου μήκους της Ντίσνεϊ, έμενα με το στόμα ανοιχτό. Τα κινούμενα σχέδια μού φαίνονταν πιο πραγματικά από το κανονικό σινεμά. Τρελαινόμουν με τα φιλμάκια του Τεξ Έιβερι, δημιουργού του Ντρούπι, διάσημου για τους φρενήρεις ρυθμούς του – κάτι σαν τον Μπάστερ Κίτον των καρτούν. Παρόλο που δεν ήμουν καλός μαθητής, από τα 14, κατά παράκληση του μπαμπά, διάβαζα πολλή λογοτεχνία και προσπαθούσα να βρω ποια σχέση θα μπορούσε να έχει μαζί της η αφηγηματική δυνατότητα του σκίτσου. Αυτά τη δεκαετία του '70, πριν εμφανιστούν τα graphic novels δηλαδή.
- Ήθελα να δώσω στην Καλών Τεχνών, αλλά το... πολίτ μπιρό δεν συμφωνούσε. Έπειτα σκέφτηκα την Αρχιτεκτονική, αλλά ούτε κι αυτό έγινε αποδεκτό. Τελικά, ήδη μπλεγμένος στον Ρήγα Φεραίο, θεώρησα καλό να σπουδάσω Οικονομικά, ώστε να μάθω όλο τον μαρξισμό σε βάθος, να προχωρήσω ως μαρξιστής στην επανάσταση κ.λπ., κ.λπ. Σχεδόν αμέσως κατάλαβα πως οι σπουδές στο Οικονομικό της Νομικής δεν θα έχουν καμιά σχέση με την μαρξιστική οικονομία. Τις ολοκλήρωσα βέβαια –έπρεπε να πάρω το «χαρτί»–, αλλά κλέβοντας, με σκονάκια κρυμμένα σε Αssos κασετίνα. Παράλληλα, συνέχιζα να σκιτσάρω ανοησίες και ν' αντιγράφω κόμικς που μου άρεσαν για να μαθαίνω και γύρω στα 22 άρχισα να εξερευνώ την ιδέα να σπουδάσω animation στο εξωτερικό. Το σπρώξιμο μού το έδωσε ο Στράτος Στασινός – μακαρίτης πια κι αυτός. Είχε μόλις γυρίσει το «Του Κολυμπητή» και είχα πάει στο Ντορέ να τον βρω για να τον συμβουλευτώ. Η μοναδική επαγγελματική σχολή στην Ευρώπη, τότε, βρισκόταν στη Γαλλία κι εγώ δεν ήξερα λέξη γαλλικά. Έμαθα, λοιπόν, τσάτρα-πάτρα κάτι λίγα, αλλά στις εξετάσεις με κόψανε. Στο μεταξύ, είχα γραφτεί σ' ένα μεταπτυχιακό στη Σορβόννη –στη φιλοσοφία, όχι στα οικονομικά– μόνο και μόνο για να κρατήσω την αναβολή. Κι εκεί που είχα μείνει ξεκρέμαστος με το animation, βρέθηκα διπλά κερδισμένος. Ένας φίλος του Στασινού, καθηγητής στη σχολή που με είχε απορρίψει, με πήρε μαθητευόμενο στο εργαστήριό του και άρχισε να μου πασάρει σταδιακά όλο το πρόγραμμα σπουδών, με αντάλλαγμα να δουλεύω βοηθός του σε τηλεοπτικές παραγωγές!
- Σ' αυτήν τη φάση, έμεινα στη Γαλλία για τρία χρόνια, ολοκληρώνοντας και το μεταπτυχιακό – οι παραδόσεις ήταν επικεντρωμένες στη Σχολή της Φρανκφούρτης και είχαν τρομακτικό ενδιαφέρον. Με το που ξεμπερδεύω με τον στρατό, επιστρέφω για να συναντήσω τον δάσκαλό μου, κι εκείνος με ξαφνιάζει και πάλι, προτείνοντάς μου να δουλέψω κοντά του ως animator, υπερπηδώντας ουσιαστικά την ιεραρχία. Είχα ήδη γυρίσει το Τζιτζίκι και το μυρμήγκι, ένα τρίλεπτο φιλμάκι γυρισμένο σε 35 mm κι αυτό πρέπει να μέτρησε πολύ. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εδώ, στη Γαλλία, σε κάθε τομέα του οπτικοακουστικού, επικρατεί μια κουλτούρα απόλυτου καταμερισμού της εργασίας και το να γυρίσεις μόνος σου μια μικρού μήκους θεωρείται σαν να έχεις ανεβεί το Έβερεστ! Έτσι, λοιπόν, αντί να περιμένω τουλάχιστον μια πενταετία, γίνομαι κατευθείαν animator και δουλεύω για μια τηλεοπτική παιδική σειρά που παίχτηκε παντού –και στην ΕΡΤ– το «Βabar», βασικός παραγωγός της οποίας ήταν το Canal+. Τότε γνώρισα και την Ανί ντι Ντονά, τη γυναίκα μου, που στις αρχές του '90 με ακολoυθεί στην Ελλάδα για να στήσουμε ένα στούντιο κινουμένων σχεδίων. Ούτε που φανταζόμασταν τι θ' αντιμετωπίζαμε.
- Τα επόμενα χρόνια, μέσα από μικρά καρτούν που κάναμε για ευρωπαϊκές συμπαραγωγές, εκπαιδεύσαμε δεκάδες γραφίστες που είχαν αποφοιτήσει από τα ΤΕΙ ή τη Βακαλό. Στην πορεία, βλέποντας πως δεν μπορούμε ν' απορροφήσουμε όλες τις δουλειές που μας έστελναν απ' έξω, αγκαζάραμε δυο στούντιο, στη Σόφια και στην Κωνσταντινούπολη, προωθώντας εκεί κάποια κομμάτια της παραγωγής. Το πράγμα μεγεθύνθηκε σε τέτοιο σημείο, που τελικά έσκασε. Ήμασταν νέοι και καινούργιοι, δεν είχαμε καμιά βοήθεια –οι εισφορές μας στο κράτος ήταν πολύ μεγαλύτερες απ' όσα κερδίζαμε– κι επιπλέον ήταν η περίοδος που ανθούσαν και εδώ οι κομπιουτεράδες, ενώ εμείς είχαμε απλώς μολύβι και χαρτί. Αποφασίσαμε να παίξουμε σόλο, δουλεύοντας εκ περιτροπής με τους παλιούς μαθητές μας στη διαφήμιση, και η αλήθεια είναι πως με ανακούφιση επέστρεψα στο σκίτσο, απ' το οποίο, όσο λειτουργούσε το στούντιο, είχα αναγκαστικά απομακρυνθεί. Ένιωθα την ανάγκη να κάνω κάτι που ν' αξίζει τον κόπο, να δουλέψω ένα κόμικ από το Α ως το Ω με ένα-δυο συνεργάτες, όχι με τριάντα, κι έψαχνα κάτι ωραίο και δυνατό. Πάνω κει ήρθε ο Απόστολος Δοξιάδης.
Το κάνω και για το χαρτζιλίκι και για την ψυχή μου. Το μπουζούκι είναι η ψυχοθεραπεία μου. Ευτυχώς που υπάρχει κι αυτό για αποσυμπίεση.
- Η ιστορία του Logicomix μου φάνηκε εξαρχής άξια να ειπωθεί. Ο Απόστολος, όπως κι εμείς, ήξερε από σινεμά, οπότε βρήκαμε γρήγορα μια κοινή γλώσσα. Παρατήσαμε ό,τι κάναμε και από το 2003 ως το 2008 δεν ασχοληθήκαμε με τίποτε άλλο. Ήταν σαν να δουλεύουμε μ' έναν εκδότη, εισπράττοντας προκαταβολές έναντι μελλοντικών δικαιωμάτων. Στην αρχή, πάντως, φάγαμε την απόρριψη της αρκούδας! Δεν το ήθελε κανείς το Logicomix, ούτε στην Ευρώπη ούτε στην Αμερική. Οι εμπορικοί εκδότες το έβρισκαν πολύ διανοουμενίστικο, οι ακαδημαϊκοί όχι και τόσο διασκεδαστικό. Μέχρι που εμφανίστηκε ο Bloomsbury που το πίστεψε και το αγκάλιασε, ανοίγοντάς μας πόρτες κι αλλού. Ναι, μιλάμε για τεράστια επιτυχία –σήμερα κυκλοφορεί σε 25 γλώσσες–, αλλά τέτοιου είδους παραγωγές δεν βγάζουν ποτέ τόσα χρήματα όσα φαίνεται. Κανείς σκιτσογράφος στον κόσμο δεν έγινε εκατομμυριούχος με τα σκίτσα του.
- Το Δημοκρατία είναι πολύ μικρότερης έκτασης. Πριν ακόμα τελειώσουμε το Logicomix, έψαχνα για μια ιστορία που θα ενδιέφερε και θα ενέπνεε κι άλλους εκτός από μένα. Και στο μέλλον, αν υπάρξει άλλο κόμικ, με την ίδια λογική θα γίνει, παρόλο που επιχειρηματικά δεν είναι ό,τι σοφότερο. Πώς φτάσαμε στον Χρυσό Αιώνα; Να τι εξηγείται εδώ: η ιστορία της θεμελίωσης της δημοκρατίας στην αρχαία Ελλάδα, που ουσιαστικά μάς είναι άγνωστη, χάρη στη συνάντηση δυό συνιστωσών. Από τη μία, έχουμε την πολιτική ωρίμανση μιας κοινωνίας που υπέφερε από τυραννικά καθεστώτα κι αναζητούσε την αλλαγή χωρίς να ξέρει πώς και με ποιον, και από την άλλη, την παρουσία ενός ανθρώπου από την κοινωνική ελίτ, του Κλεισθένη, που συλλαμβάνει την ανάγκη του καιρού του και τη μεταφράζει σε κάτι υλοποιήσιμο. Χάρη στις δικές του μεταρρυθμίσεις, τον 6ο αι. π.Χ, δόθηκε η δυνατότητα να εκπροσωπούνται στον δήμο και άνθρωποι που δεν έχουν αριστοκρατική καταγωγή. Γι' αυτό κέρδισαν έπειτα οι Αθηναίοι τη Μάχη του Μαραθώνα, παρόλο που ο στρατός τους ήταν πολύ μικρότερος. Επειδή πολεμούσαν για τις οικογένειες και τους θεσμούς τους, ενώ οι Πέρσες πολεμούσαν επειδή είχαν από πάνω τους τον βούρδουλα.
- Το σκίτσο, όπως και ο λόγος, δεν είναι παρά ένα όχημα. Με το σκίτσο πρέπει κανείς ν' ασχολείται όσο χρειάζεται για να αποδοθεί καλά μια αφήγηση. Από κει κρίνεται και η καλλιτεχνική αξία του. Ως προς τους χαρακτήρες, λειτουργώ σαν διευθυντής κάστινγκ. Όταν η ιστορία απαιτεί έναν αξύριστο χοντρό, θα βάλω έναν αξύριστο χοντρό. Το πώς θα τον σχεδιάσω δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένη συνταγή – δοκιμάζω εκατό και κρατάω έναν. Η αισθητική μου είναι επηρεασμένη από το animation. Αναπαριστώ τις μορφές με βάση το περίγραμμά τους, όπως η βελγική σχολή, και προσπαθώ να μην επαναλαμβάνω το ίδιο ακριβώς γραφιστικό στυλ από πρότζεκτ σε πρότζεκτ.
- Ζούμε σπαρτιάτικα και έξω από την Αθήνα. Επιστρέφοντας από τη Γαλλία πιάσαμε σπίτι στα Εξάρχεια, αλλά το 2006, επειδή είχαμε μικρά παιδιά, φύγαμε από το κέντρο – στην Παιανία αρχικά, στα Γλυκά Νερά σήμερα. Όσο ήμουν στη Γαλλία είχα σταματήσει το μπουζούκι, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 2000 το ξανάπιασα. Μαζί με μερικούς φίλους αποφασίσαμε να μελετάμε και να παίζουμε ρεμπέτικα και σιγά-σιγά φτάσαμε να γίνουμε συγκρότημα, οι Τζάμπα Μάγκες, όπως μας βάφτισαν. Περάσαμε ένα διάστημα γυρίζοντας αριστερά-δεξιά σε ταβέρνες και τα τελευταία χρόνια παίζουμε δυο φορές τον μήνα στο ουζερί Καπνικαρέα, σε ένα πολύ στενό δρομάκι κάθετο στην Ερμού. Το κάνω και για το χαρτζιλίκι και για την ψυχή μου. Το μπουζούκι είναι η ψυχοθεραπεία μου. Ευτυχώς που υπάρχει κι αυτό για αποσυμπίεση.
To graphic novel Democracy των Αλέκου Παπαδάτου, Abraham Kawa και Aνί ντι Ντoνά κυκλοφορεί το φθινόπωρο στα αγγλικά από τις εκδόσεις Bloomsbury και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO τον Μάιο του 2015