- Από μικρή ήθελα να γράφω. Επειδή ήμασταν συμμαθήτριες με τη Μαρίνα Καραγάτση και κάναμε παρέα, με είχε ρωτήσει μια φορά ο πατέρας της «τι θες να κάνεις όταν μεγαλώσεις;» και του απάντησα «μου αρέσει να γράφω». Μου λέει «έχεις κάτι να πεις;», «δεν ξέρω» απαντώ, «ε, τότε, μη γράψεις» λέει εκείνος. Επίσης, ως παιδί, είχα το όνειρο να κάνω το δικό μου σχολείο. Το ιδανικό σχολείο. Αλλά ποιος ξέρει τι εννοούσα... Ένα πράγμα με το οποίο ασχολούμασταν στο σχολείο με τη Μαρίνα ήταν οι παραστάσεις. Γράφαμε το κείμενο και ήμασταν και συγγραφείς και σκηνοθέτες και τα πάντα. Τώρα, τι αηδίες κάναμε, δεν ξέρω, αλλά τα κάναμε όλα με πολύ μεγάλη σοβαρότητα. Και η διαδικασία, δηλαδή η συνεργασία με τους άλλους, με ενθουσίαζε και αυτό είναι και το πιο συναρπαστικό, δηλαδή η σχέση με τους άλλους, όταν σου ταιριάζουν. Η εξαιρετική συνεννόηση που γίνεται με μισή κουβέντα.
- Είχα δει τις παραστάσεις του Κουν τότε στο Εθνικό και είχα μαγευτεί. Πήγα, λοιπόν, στον κύριο Κουν, ο οποίος μου είπε: «Θα σε πάρω στη σχολή για κανονική μαθήτρια, όχι για ακροάτρια, μόνο να μου φέρεις ένα χαρτί ότι είσαι καλή μαθήτρια και να τελειώσεις το σχολείο». Πήγα στον μπαμπά μου και του είπα ότι θα πήγαινα ακροάτρια στον Κουν, να δω αν κάνω για ηθοποιός. Τότε ο Γιώργος Παππάς, που ήταν και ξάδερφος και θείος μου, ανέφερε στον πατέρα μου πως του είχε πει η Τασσώ Καββαδία ότι εκεί, στο Τέχνης, «γίνεται της ανωμαλίας». Κι ο πατέρας μου μού είπε: «Στις ανωμαλίες θα πας;». Κι έτσι πήγα στο Λονδίνο, στη RADA. Δυστυχώς. Ήταν μια πολύ μέτρια σχολή. Εκεί, λοιπόν, δεν μάθαινες το πιο απλό πράγμα, ότι ο ηθοποιός ακούει τον άλλον. Αυτό που έλεγε η Ντούζε: «Αcting is the act». Και έβγαινες στο επάγγελμα χωρίς να έχεις μάθει, τελικά, τίποτα.
Τα πρώτα χρόνια, όπως οι θιασάρχες εκείνης της εποχής, προσπαθούσα να βρω έργα ποιοτικά και πιασάρικα και να προβάλλω τον εαυτό μου περισσότερο. Ήταν λάθος, γιατί μετά κατάλαβα ότι τα πράγματα έπρεπε να γίνονται αλλιώς.
- Στο θέατρο έμαθα πολλά πράγματα από τον Σταμάτη Φασουλή και από τον Θωμά Μοσχόπουλο. Μεγαλώνοντας, έγινα το είδος της ηθοποιού που μου αρέσει. Βέβαια, είχα κάνει μερικά πράγματα και με το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο, αλλά τα καλύτερά μου ήταν όλα όσα έκανα στο Αμόρε, στον Λευτέρη Βογιατζή, ξανά στο Αμόρε –οι Μεταμορφώσεις είναι το πιο ωραίο πράγμα που έχω κάνει– και μετά με τον Δημήτρη Καραντζά. Δηλαδή, σε ό,τι έχω κάνει σχετικά πρόσφατα, μου φαίνεται πως λειτουργώ όπως θα ήθελα να λειτουργώ. Πάλι καλά που πρόλαβα.
- Ήταν δικτατορία και ψυχολογικά ήμασταν όλοι πολύ πεσμένοι. Ανεβάζαμε το έργο ενός ωραίου συγγραφέα, αλλά τι παραπάνω σήμαινε αυτό; Θέλαμε και κάτι άλλο. Μου ήρθε τότε η ιδέα για το παιδικό θέατρο, χωρίς να έχω δει ποτέ. Πήγα κι αγόρασα μερικά βιβλία από το Λονδίνο και διαλέξαμε ένα. Τρώγαμε ψάρι με τον Φασουλή στη Ραφήνα και του είπα «βρε Σταμάτη, αν κάναμε μια παράσταση για παιδιά;» κι εκείνος μου απάντησε «ωραία». Μαζεύτηκε, έτσι, αυτή η παρέα στην οποία ήταν και η Πρωτοψάλτη και ο Σκυλοδήμος και ο Χρυσομάλλης – και ποιος δεν ήταν, εξαιρετικός θίασος. Όταν έγινε η παράσταση, μου ερχόταν να κλαίω που έβλεπα τα πιτσιρίκια έτσι. Και κόλλησα.
- Όταν πέθανε ο πατέρας μου, μου άφησε μισό σπίτι. Με αυτό το μισό σπίτι μπορούσα κανονικά να πάρω ένα διαμέρισμα. Έλεγα «με το να πάρω ένα διαμέρισμα δεν θα αλλάξει τίποτα στη ζωή μου, απλώς δεν θα πληρώνω νοίκι» – εγώ ήθελα θέατρο. Με τα λεφτά που είχα δεν μπορούσα να αγοράσω θέατρο. Μου το έλεγαν όλοι και είχαν δίκιο. Το Πόρτα ήταν τότε το σινεμά Οντεόν και πωλούνταν πολύ φτηνά επειδή η κυρία που το είχε ήθελε να πάρει τα λεφτά και να κάνει αγαθοεργίες. Πήρα κι ένα δάνειο κι έτσι άνοιξαν το Πόρτα και τη Μικρή Πόρτα. Τα πρώτα χρόνια, όπως οι θιασάρχες εκείνης της εποχής, προσπαθούσα να βρω έργα ποιοτικά και πιασάρικα και να προβάλλω τον εαυτό μου περισσότερο. Ήταν λάθος, γιατί μετά κατάλαβα ότι τα πράγματα έπρεπε να γίνονται αλλιώς. Συνεπώς, όλη αυτή η προσπάθεια με κούρασε και την παράτησα. Η πρώτη δουλειά που έγινε εδώ ήταν το Ψύλλοι στ' αυτιά του Φεντό που σκηνοθέτησε ο Βολανάκης. Τότε κάναμε πάταγο. Έλεγε η Βουγιουκλάκη: «Ζαριά όμως!». Κι ο Βολανάκης από τη χαρά του: «Ήρθα να δω την παράσταση, αλλά δεν βρήκα θέση». Ήταν το αγαπημένο του.
- Όλα τα χρόνια με επαινούσαν και με ξεχώριζαν. Απολύτως. Δεν έχω κανένα παράπονο. Και βραβεία πήρα και ο κόσμος με εκτίμησε. Υπάρχει, όμως, ένα πρόβλημα. Σήμερα βλέπω ότι το παιδικό θέατρο έχει πάρει μια άλλη μορφή που δεν μου αρέσει καθόλου. Είναι εύκολα και κάπως παρδαλά τα έργα, με λίγο κείμενο και χιλιάδες τραγουδάκια. Δεν έχουν κανένα περιεχόμενο ή έχουν λίγο από τηλεόραση για να τραβήξουν τον κόσμο. Αυτό είναι κακής ποιότητας παιδικό θέατρο. Με στενοχωρεί. Εμείς κάνουμε πολύ μεγάλο κόπο να μην αλλάξουμε το επίπεδο της ποιότητας, να το κρατήσουμε ακόμα και όταν περνάμε οικονομικές δυσκολίες. Άλλωστε, και το παιδικό έργο άλλαξε μέσα στα χρόνια. Παλιά ήταν ένα για όλες τις ηλικίες. Ποιος φανταζόταν ότι θα υπήρχε θέατρο για βρέφη, παιδιά, μεγαλύτερα παιδιά και εφήβους; Εδώ, στο Πόρτα, φέτος κάνουμε έργα ξεχωριστά για τις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες.
- Το θέατρο Πόρτα πέρασε πια στα χέρια των νεότερων και είμαι ευτυχής γι' αυτό. Το σκεφτόμουν από παλιά. Το 2002, νομίζω, ήμουνα με τον Θωμά (σ.σ. Μοσχόπουλο) στην Αγία Πετρούπολη, σ' ένα φεστιβάλ. Έκανε πολύ κρύο και μπήκαμε μέσα σε ένα από αυτά τα παλιά ξενοδοχεία να πιούμε κάτι. Τότε του είπα: «Θωμά, επειδή θέλω αυτή η δουλειά να συνεχιστεί και μετά από μένα, θα κάνω τώρα τη διαθήκη μου και το θέατρο θα το πάρεις εσύ, να το δουλέψεις όπως νομίζεις, κι αν βαρεθείς, να το δώσεις σε νεότερους. Εγώ μεγαλώνω και δεν ξέρω για πόσο καιρό θα μπορώ να κάνω αυτήν τη δουλειά όπως πρέπει». Χαίρομαι πάρα πολύ γιατί ο Θωμάς Μοσχόπουλος αισθάνεται πραγματικά ότι αυτό εδώ είναι το σπίτι του. Πέρσι, όταν βρεθήκαμε χρεωμένοι, απελπισμένοι, είπε να φωνάξουμε άλλους, νέους. Έτσι κι έγινε. Εγώ πάλι είμαι πανευτυχής γιατί δεν ασχολούμαι με τίποτα εδώ, εκτός από το να κάνω μια συνέντευξη, να παίξω έναν ρόλο, να μεταφράσω ένα έργο, να πω τα παραμύθια μου, να πω μια ιδέα, αν έχω.
- Με τον Κωστή Σκαλιόρα ζήσαμε μαζί 37 χρόνια. Πριν ήμουν παντρεμένη με τον Γιάννη Φέρτη άλλα δέκα. Τα χρόνια με τον Κωστή με επηρέασαν πολύ, με άλλαξαν, πιο πολύ απ' ό,τι τον επηρέασα εγώ. Όταν πεθαίνει κάποιος, σκέφτεσαι «αχ, ήθελα να του είχα πει αυτό». Με τον Κωστή αυτό δεν το έχω. Νομίζω, τα καλύψαμε όλα. Αυτό που μου λείπει είναι ότι δεν μπορώ να του κάνω ένα τηλεφώνημα. Είναι μέσα στη ζωή μου ο Κωστής συνέχεια, ό,τι κάνω έχει σχέση με αυτόν. Πάω και παρκάρω το αυτοκίνητο το βράδυ και λέω «δεν θα του άρεσε έτσι όπως το έχω παρκάρει, δεν είμαι ευγενική, θα έπρεπε να έχω αφήσει περισσότερο χώρο στους άλλους». Ξαναμπαίνω στο αυτοκίνητο και παρκάρω όπως θα ήθελε εκείνος. Θυμάμαι, όταν φτιάχναμε το θέατρο, την πρώτη μέρα, που είχαμε βάλει το πάτωμα και στάθηκα στη σκηνή να κοιτάξω πώς θα παίζουμε, είχε μπει ο Κωστής από την άλλη άκρη και κοιταζόμασταν και κλαίγαμε. Βουρκώσαμε, μοιραστήκαμε από μακριά αυτήν τη συγκίνηση. Αυτά μου λείπουν. Ήθελα να δει την ταινία μου ή να του πω για ένα βιβλίο που διαβάζω και ξέρω ότι θα του άρεσε. Εμένα πάντα μου άρεσε να τρέχω από δω κι από κει κι έλεγε ότι τον κούραζα γιατί ήμουν πολύ απρόβλεπτη. Άμα είσαι προβλέψιμος, είσαι βαρετός. Από την άλλη μεριά έλεγε: «Μια μέρα με την Ξένια είναι σαν ένα ταξίδι».
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO τον Οκτώβριο του 2014