Robert Linhart. Ο "τοποθετημένος".
Μία καθηλωτική βιωματική κατάδυση στον πυρήνα της γαλλικής εργατικής τάξης, μία ευαίσθητη όσο και πλούσια σε κοινωνιολογικές παρατηρήσεις μελέτη (σε πόσα γραφεία ισχύουν και σήμερα τα ίδια ;), ένα κλασικό βιβλίο που αναλύει τον σκληρό παραλογισμό της μισθωτής εργασίας σε ένα εργοστάσιο της Citroën, το οποίο η συγγραφέας Marguerite Duras χαρακτήρισε σαν "την μοναδική πολιτική πράξη που έγινε στη Γαλλία εδώ και χρόνια".
Σεπτέμβρης του 1968. Αποκηρύσσοντας το "μικροαστικό", κατ' αυτόν, κίνημα του Μάη, ο Robert Linhart, όπως και άλλοι μαοϊκοί συντροφοί του της Gauche prolétarienne (Προλεταριακή Αριστερά), επηρεασμένοι από την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα, παίρνουν το δρόμο των εργοστασίων για να πάνε κοντά στους εργάτες και να "μάθουν" απ' αυτούς. Ο Robert Linhart είναι καθηγητής φιλοσοφίας και κοινωνιολόγος, κάτι που κρύβει όταν συμπληρώνει την αίτηση πρόσληψης στη Citroën. Η αίτησή του γίνεται δεκτή και προσλαμβάνεται ως ανειδίκευτος εργάτης στο εργοστάσιο της Porte de Choisy που κατασκεύαζε τότε κύριως 2CV. 'Οντας Γάλλος, τυχαίνει μιας συγκαταβατικής μεταχείρησης από τους ανωτέρους του που τον μεταφέρουν από πόστο σε πόστο μέχρι να του βρουν μία εργασία στα μέτρα του, επειδή δεν είναι ιδιαίτερα επιδέξιος. Η απόφαση της εργοδοσίας να προεκτείνει το καθημερινό ωράριο εργασίας κατά είκοσι λεπτά κινητοποιεί τους εργάτες και δίνει την ευκαιρία στον Robert Linhart να συσπειρώσει γύρω του μία επιτροπή βάσης. Η απεργία κηρύσσεται, οι εργάτες αρνούνται να δουλέψουν πέρα από το καθιερωμένο ωράριο. Η αντιστασή τους θα καμφθεί μετά από δυό βδομάδες -οι ξένοι εργάτες, που είναι και η πλειοψηφία, εκβιάζονται με διάφορους τρόπους- από ένα εργοδοτικό απεργοσπαστικό μηχανισμό που φημίζεται για την ομάδα κρούσης και τους μπράβους που χρησιμοποιεί. Ο Linhart θα απομονωθεί και θα αποκοπεί από το εργοστάσιο και τους συναδέλφους του. Πριν τον απολύσουν, τον στέλνουν σε μια αποθήκη όπου εκτελεί εργασίες χωρίς νόημα [κάποτε, όταν δούλευα για ένα διάστημα στο πρακτορείο Cruisair, το αφεντικό, ο γάλλος κ. Alexandre, με αντιμετώπισε με παρόμοιο τρόπο όταν ανακοίνωσα τη συμμετοχή μου στην απεργία του κλάδου. Με πήρε από τα γραφεία του Συντάγματος και με "ταχυδρόμησε" σε ένα ...πάρκινγκ της εταιρείας, όπου μου παρείχε άφθονο χρόνο για μελέτη, π.χ. του Κεφαλαίου].
"Δείξ' του, Mouloud."
Ο άντρας με την άσπρη μπλούζα (ο εργοδηγός Gravier, όπως έμαθα αργότερα) με παρατάει εδώ και εξαφανίζεται, επειδή είναι πολυάσχολος, μέσα στο γυάλινο κλουβί του.
Κοιτάω τον εργάτη που δουλεύει. Κοιτάω το χώρο. Κοιτάω την αλυσσίδα παραγωγής. Κανείς δεν μου λέει τίποτα. Ο Mouloud δεν ασχολείται μαζί μου. Ο εργοδηγός έφυγε. Παρατηρώ, τυχαία : τον Mouloud, τους σκελετούς των 2CV που περνούν από μπροστά μας, τους άλλους εργάτες.
Η αλυσίδα δεν ανταποκρίνεται στην εικόνα που είχα γι' αυτήν. Είχα φανταστεί μία ξεκάθαρη διαδοχή από μετακινήσεις και στάσεις μπροστά από κάθε πόστο εργασίας : ένα αυτοκίνητο διανύει μερικά μέτρα, σταματάει, ο εργάτης παρεμβαίνει, το αυτοκίνητο ξεκινάει πάλι, ένα άλλο σταματάει, νέα παρέμβαση, κλπ. Νόμιζα πως όλα γίνονται με γρήγορο ρυθμό - οι "κολασμένοι ρυθμοί" όπως αναφέρονται στις προκυρήξεις. "Η αλυσίδα". Οι λέξεις αυτές παρέπεμπαν σε μία ακολουθία απότομων και γρήγορων κινήσεων.
Η πρώτη εντύπωση, αντιθέτα, είναι μιας αργής, αλλά συνεχόμενης ροής όλων των αυτοκινήτων. Όσο για τις εργασίες, μου φαίνονται πως εκτελούνται με ένα είδος μονότονης παραίτησης, χωρίς τη βιασύνη που περίμενα. Στο τέλος, αυτό το θλιβερό συνεχόμενο σούρσιμο σε βυθίζει σε ένα λήθαργο που διακόπτεται από ήχους, χτυπήματα, λάμψεις που επαναλαμβάνονται ανά τακτά διαστήματα. Η άμορφη μουσική της αλυσίδας, η ροή των γκρίζων σκελετών ακατέργαστης λαμαρίνας η ρουτίνα των κινήσεων : αισθάνομαι ότι σταδιακά όλα αυτα με τυλιγούν και με αναισθητοποιούν. Ο χρόνος σταματάει.
Μέσα από τις χαραματιές αυτής της γκρίζας ολίσθησης, διακρίνω έναν πόλεμο φθοράς του θανάτου ενάντια στη ζωή και της ζωής ενάντια στο θάνατο. Ο θάνατος : η αλληλουχία της αλυσίδας, η ατάραχη πομπή των αυτοκινήτων, η επανάληψη των πανομοιότυπων κινήσεων, η εργασία που δεν ολοκληρώνεται ποτέ. 'Ενα αυτοκίνητο τελείωσε ; Το επόμενο όχι, και ήδη έχει πάρει τη θέση του, με τη συγκόλληση που πρέπει να ξαναγίνει, με την λείανση που απέτυχε. 'Εγινε η συγκόλληση ; 'Οχι, πρέπει να γίνει. 'Εγινε αυτή τη φορά σωστά ; 'Οχι, πρέπει να ξαναγίνει, να ξαναγίνει πάλι, και ποτέ δεν γίνεται - σαν να μην υπήρχε πια κίνηση, ούτε αποτέλεσμα των κινήσεων, ούτε αλλαγή, παρά μόνο μια παρωδία παράλογης εργασίας που θα έπρεπε να αποσυντίθεται λόγω μιας κάποιας κακοδαιμονίας. Κι αν λέγαμε ότι τίποτα δεν έχει σημασία, ότι αρκεί να συνηθίσουμε στις ίδιες κινήσεις με έναν τρόπο πάντα όμοιο, σε έναν χρόνο πάντο ίδιο, προσβλέποντας στην ήρεμη τελειότητα της μηχανής ; Ο πειρασμός του θανάτου. Αλλά η ζωή σηκώνει κεφάλι και αντιστέκεται. Ο οργανισμός αντιστέκεται. Οι μύες αντιστέκονται. Τα νεύρα αντιστέκονται. Κάτι μέσα στο σώμα και στο κεφάλι μας αντιτίθεται πεισματικά στην επανάληψη και την ανυπαρξία. Η ζωή: μία κίνηση πιο γρήγορη, ένα χέρι που πέφτει άσκοπα, ένα βήμα πιο αργό, μία πνοή παρατυπίας, μία λάθος κίνηση, ο "κερδισμένος" και ο "χαμένος" χρόνος στην αλυσίδα, η τακτική στο πόστο εργασίας. 'Ολα όσα δημιουργούν στον ασήμαντο αυτό χώρο αντίστασης ενάντια στην κενότητα και την ανυπαρξία κάποια γεγονότα, έστω μηδαμινά, κι έναν χρόνο, έστω τερατωδώς τραβηγμένο. Η αδεξιότητα, η άσκοπη μετακίνηση, η ξαφνική επιτάχυνση, η αποτυχημένη συγκόλληση, το χέρι που προσπαθεί για δεύτερη φορά, η γκριμάτσα, η παραίτηση, είναι η ίδια η ζωή που γαντζώνεται. 'Ολα όσα κάνουν τον κάθε άνθρωπο της αλυσίδας να ουρλιάζει σιωπηρά : "Δεν είμαι μηχανή !"
Μετάφραση των δύο αποσπασμάτων : Σ.Σ.