Έμαθα για τον Βέρνερ Χέρτζογκ μέσα από τη μουσική – δεν είναι κάτι πρωτόφαντο, συμβαίνει. Εννοώ πως πρώτα άκουσα τα σάουντρακ, που είχαν γράψει για διάφορες ταινίες του οι krautrockers Popol Vuh και μετά, παρακινούμενος από τις μουσικές, αναζήτησα τα αντίστοιχα φιλμ.
Με άλλα λόγια ήταν οι synth ήχοι τού γερμανικού γκρουπ που με είχαν σημαδέψει εκεί στα μέσα του ’80. Και αναφέρομαι, βασικά, στα άλμπουμ “Aguirre”, “Herz aus Glas” και “Fitzcarraldo”, που από μόνα τους είχαν τη δύναμη να σε μεταφέρουν σ’ ένα εξώκοσμο, φανταστικό σύμπαν. Ανάλογες, φυσικά, ήταν και οι ταινίες τού Χέρτζογκ. Ουδεμία σχέση, θέλω να πω, με το σινεμά της γενιάς του (Βιμ Βέντερς, Φόλκερ Σλέντορφ, Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, Μαργκαρέτε Φον Τρότα κ.ά.).
Ήταν ο λεγόμενος «νέος γερμανικός κινηματογράφος», που έκανε αισθητή την παρουσία του στα φεστιβάλ και τις αίθουσες (στα χρόνια του ’70 κυρίως), επιχειρώντας, κατά πρώτον, να ξεπλύνει από πάνω του την ντροπή του πολέμου, αρθρώνοντας ένα λόγο συχνά πολιτικό, ή, ακόμη καλύτερα, με την ευρύτερη έννοια πολιτικό, εξετάζοντας τον άνθρωπο και τις ανθρώπινες σχέσεις (κοινωνικές, ερωτικές κ.λπ.) μέσα από το πλέγμα τού νέου αστικού αποσυντονισμού, που εγκλώβιζε τον πρωταγωνιστή, συχνά, στην προσωπική/ εσωτερική μοναξιά του.
Το "Lebenszeichen" κατέκτησε την «αργυρή άρκτο» της Κριτικής Επιτροπής του 18ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Βερολίνου το καλοκαίρι του 1968, κάνοντας το όνομα του Βέρνερ Χέρτζογκ παγκοσμίως γνωστό.
Έτσι, ακόμη και στον μεταφυσικό, κατά βάση, Χέρτζογκ, ήταν εκείνη ακριβώς η μοναξιά, που οδηγούσε τον κονκισταδόρ Αγκίρε/ Κλάους Κίνσκι στο δρόμο προς την καταστροφή.
Αυτή η παράνοια, αυτή η εμμονή στον ιδιωτικό χώρο, με συνέπειες που διαχέονταν στον κοινωνικό, πυροδοτεί το έργο του Βέρνερ Χέρτζογκ από το ξεκίνημά του, από τις πρώτες κιόλας… ελληνικές ταινίες του.
Ο Χέρτζογκ ήταν επηρεασμένος από τη ζωή και τα κατορθώματα του παππού του Ρούντολφ Χέρτζογκ, που ήταν αρχαιολόγος και ιστορικός της Ιατρικής και ο οποίος είχε ανακαλύψει το Ασκληπιείο της Κω, στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Έτσι, μεγαλώνοντας, θέλησε να βρεθεί στα χώματα που είχε πατήσει δεκαετίες πριν ο πρόγονός του. Όπως είχε πει και ο ίδιος ο γερμανός σκηνοθέτης, που έχει γεννηθεί το 1942 (camerastyloonline):
«Όταν ήμουν 15 ετών, είχα ξεκινήσει να επισκεφτώ την Ελλάδα για ν’ ακολουθήσω τα χνάρια του παππού μου, που ήταν αρχαιολόγος στην Κω. Έφτασα στη Θεσσαλονίκη έπειτα από ολονύχτιο ταξίδι με οτοστόπ, ωστόσο ενώ βρισκόμουν περίπου εκατό μέτρα από την προκυμαία, ξαφνικά άρχισε να αιμορραγεί η μύτη μου. Μια κυρία που έμενε σε ένα κοντινό διαμέρισμα με είδε, μου έφερε μια πετσέτα για να σταματήσει η ρινορραγία, με περιέθαλψε και μου πρόσφερε καφέ. Αυτή ήταν η πρώτη μου εντύπωση από την Ελλάδα και από τη Θεσσαλονίκη. Γύρισα την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου, το “Σημάδια Ζωής”, στην Κω και την Κρήτη, ενώ επίσης έχω κάνει και μια ταινία μικρού μήκους στα ελληνικά».
O Χέρτζογκ είχε βάλει στόχο να γυρίσει στην Ελλάδα την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του “Lebenszeichen” (Σημάδια Ζωής) ήδη από τις αρχές του ’67, αλλά τον πρόλαβε το πραξικόπημα. Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο τού Moritz Holfelder “Werner Herzog/ Die Biografie” [LangenMüller, München 2012]:
«Τον Απρίλιο του 1967, λίγες βδομάδες πριν από την έναρξη των γυρισμάτων, ένα πραξικόπημα στην Ελλάδα φέρνει τον στρατό στην κυβέρνηση. Σχεδόν όλες οι άδειες για τις λήψεις που είχαν δοθεί στον Χέρτζογκ δεν ίσχυαν πλέον, επειδή το παλιό κάστρο της Κω, που ήταν ο βασικός χώρος γυρισμάτων είχε μετατραπεί σε στρατιωτική εγκατάσταση (έτσι του είπαν). Τότε ο Χέρτζογκ ζήτησε από τον δήμαρχο του νησιού να παρέμβει, δηλώνοντας πως ο ίδιος, ως σκηνοθέτης, δεν ενδιαφερόταν για τα στρατιωτικά μυστικά, και πως κάτι τέτοιο, τέλος πάντων, ήταν κατανοητό. Παρά ταύτα ο τοπικός διοικητής δεν υποχωρούσε, αρνούμενος επανειλημμένα να δώσει την άδεια. Όμως ο Χέρτζογκ δεν το έβαλε κάτω. Άρχισε να γυρίζει την ταινία, λέγοντας πως θα σταματούσε μόνο σε περίπτωση σύλληψής του. Τότε ο δήμαρχος εμφανίστηκε στο πλατώ, επιλήφθηκε του θέματος… και χορηγήθηκε τελικά η άδεια».
Ποιο ήταν το στόρι της ταινίας;
Είμαστε στα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κι ένας γερμανός αλεξιπτωτιστής, ο Στρότσεκ (Peter Brogle) τραυματίζεται και μεταφέρεται για να αναρρώσει σ’ ένα ελληνικό νησί, μαζί με τη γυναίκα του Νόρα (Αθηνά Ζαχαροπούλου) και δύο στρατιώτες, τον βίαιο και παρορμητικό Μάινχαρντ (Wolfgang Reichmann) και τον χαμηλών τόνων Μπέκερ (Wolfgang von Ungern-Sternberg). Όλοι αυτοί κατασκηνώνουν σ’ ένα παλιό φρούριο (σ.σ. γυρίσματα στο κάστρο της Κω), το οποίο χρησιμοποιείται και σαν αποθήκη πυρομαχικών. Στην πορεία όμως κάτι δεν πάει καλά. Η ομάδα αρχίζει να χάνει την εξωτερική συνοχή και την εσωτερική ισορροπία της, εμφανίζοντας κάποια σημάδια ψυχικής διάλυσης, με τον Στρότσεκ να επηρεάζεται περισσότερο απ’ όλους. Η δύναμη μιας φυσικής εικόνας από ψηλά (σ.σ. γυρίσματα στο οροπέδιο Λασιθίου με τους εκατοντάδες ανεμόμυλους) του παίρνει το μυαλό. Κλείνεται στο κάστρο και αρχίζει να συμπεριφέρεται πέρα από κάθε λογική.
Φυσικά στο φιλμ υπάρχουν κι άλλοι ρόλοι κι ένας απ’ αυτούς (ο πιανίστας) φυλάγεται για τον Florian Fricke. Ποιος ήταν αυτός; Ο άνθρωπος, που θα ξεκινούσε λίγο αργότερα (1969) τους Popol Vuh, το γερμανικό συγκρότημα που συνδέθηκε από πολύ νωρίς με τα σάουντρακ ταινιών του Βέρνερ Χέρτζογκ (Αγκίρε, Καρδιά από Γυαλί, Νοσφεράτου, Φιτζκαράλντο, Κόμπρα Βέρντε…), δημιουργώντας τον δικό του ηχητικό κόσμο (ηλεκτρονική μουσική, με χρήση κρουστών κ.λπ. απόλυτης κοσμικής διάστασης).
Για το σάουντρακ του “Lebenszeichen”, όμως, ο Χέρτζογκ θα συνεργαζόταν με τον Σταύρο Ξαρχάκο! Πώς είχε γίνει η γνωριμία δεν ξέρω. Ο Ξαρχάκος, πάντως, ετοίμασε γνωστά (παραλλαγές στη μελωδία τού «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι») όπως και πρωτότυπα θέματα, δημιουργώντας μιαν ελληνοπρεπέστατη συνοδεία, ντύνοντας τις άψογα φιλμαρισμένες ασπρόμαυρες εικόνες τού τοπίου της Κω με τον πρέποντα τρόπο. Φερ’ ειπείν η σκηνή λίγων δευτερολέπτων προς το τέλος, με τα πυροτεχνήματα που εκτοξεύει ο Στρότσεκ από το κάστρο, έχει τη δική της ομορφιά, με τη μουσική τού Ξαρχάκου να την απογειώνει.
Το “Lebenszeichen” δεν ήταν μια ταινία που πέρασε απαρατήρητη στην εποχή της. Κατέκτησε την «αργυρή άρκτο» της Κριτικής Επιτροπής του 18ουΔιεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Βερολίνου το καλοκαίρι του 1968, κάνοντας το όνομα του Βέρνερ Χέρτζογκ παγκοσμίως γνωστό, οδηγώντας τη θρυλική γερμανο-γαλλίδα κριτικό Lotte Eisner να μιλήσει για μια «αληθινή ταινία», που έπιανε το νήμα της γερμανικής κινηματογραφίας από την δεκαετία του ’20 –τόσο παλιά– πριν το κόψουν οι Ναζί.
Lebenszeichen (1968) Trailer
Αυτή είναι, όμως, η μισή ιστορία…
Καθώς ο Βέρνερ Χέρτζογκ θα βρεθεί στην Κρήτη για τα γυρίσματα του “Lebenszeichen” θα προλάβει να γυρίσει ένα ακόμη φιλμ, μικρού μήκους αυτή τη φορά, που είχε τίτλο “Letzte Worte” (Τελευταία Λόγια) και το οποίο διαρκούσε μόλις 13 λεπτά. Τι είχε συμβεί;
Ο Χέρτζογκ, στο λίγο διάστημα που έμεινε στην Κρήτη, στο Λασίθι, θα πρέπει να είχε πληροφορηθεί για την Σπιναλόγκα, το νησί που λειτούργησε για δεκαετίες (1905-1957) ως λεπροκομείο, ενώ θα πρέπει να άκουσε και την ιστορία του λυράρη που αποφάσισε να παραμείνει στην Σπιναλόγκα και μετά το κλείσιμό της, επιμένοντας να ζήσει στον τόπο που βρέθηκε για πολλά χρόνια, ως ασθενής, παντελώς μόνος του – μέχρι να τον φέρουν δια της βίας οι χωροφύλακες απέναντι, στην Κρήτη.
Αυτήν ακριβώς την ιστορία θέλησε να μετατρέψει σε ταινία ο Γερμανός. Βρήκε λοιπόν έναν ξακουστό λυράρη της περιοχής, τον Αντώνη Παπαδάκη ή Καρεκλά, πείθοντάς τον να υποδυθεί τον άγνωστο λυράρη. Άλλοι λένε ότι ο Καρεκλάς ήταν ο πραγματικός «τελευταίος λυράρης» της Σπιναλόγκας, πράγμα μάλλον αδύνατο, άλλοι λένε πως είχε περάσει/μείνει στην Σπιναλόγκα όχι ως λεπρός, αλλά ως επισκέπτης, ενώ άλλοι λένε πως απλώς υποδύθηκε ένα ρόλο, όντας κι εκείνος ένας από τους μεγαλύτερους λυράρηδες της εποχής του.
Για τον Αντώνη Καρεκλά είχα πρωτοδιαβάσει το 1994 στην εξαιρετική έκδοση των 10 CD «Οι Πρωτομάστορες» [Αεράκης/ Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι] και βεβαίως είχα ακούσει τα πέντε κομμάτια του, που καταγράφονταν εκεί από τις 78 στροφές («Σταφιδιανός», «Ρεθεμνιώτικα πεντοζάλια», «Συρτό Καρεκλά», «Ρεθεμνιώτικος συρτός», «Σούστα»). Θέλω να μεταφέρω εκείνο το βιογραφικό, στο οποίο, σημειωτέον, δεν αναφέρεται τίποτα περί Σπιναλόγκας…
«Ο Αντώνης Καρεκλάς γεννήθηκε στα Περιβόλια Ρεθύμνου στα 1893. Άρχισε να ασχολείται με τη λύρα από μικρό παιδί, και ήταν ένας από τους πρώτους λυράρηδες της εποχής του στην περιοχή του Ρεθύμνου, και με την μεγαλύτερη ίσως προσφορά στην διάδοση και καθιέρωση της λύρας στην κεντρική Κρήτη.
Πρωτόπαιξε λύρα σε μια εποχή που το λαούτο δεν είχε ακόμα καθιερωθεί ως συνοδευτικό όργανο της λύρας στην Κρήτη και στις εμφανίσεις του χρησιμοποιούσε το μπουλγαρί, όργανο δημοφιλέστατο την εποχή εκείνη στην περιοχή του Ρεθύμνου.
Ο Αντώνης Καρεκλάς με συνοδεία λαούτου έπαιξε για πρώτη φορά στα 1928 με τον περίφημο λαουτιέρη της εποχής Σταύρο Ψυλλάκη ή Ψύλλο. Στα πρώτα του γλέντια τον συνόδευαν οι μπουλγαρίστες Γιώργης Αγιούτης και Βλαδίμηρος, και λίγο αργότερα, μαθητής ακόμα στο μπουλγαρί, ο Στέλιος Φουσταλιέρης που ήταν και ανιψιός του.
Στη συνέχεια αφού πρώτα έμαθε όλα τα μυστικά του οργάνου στον ανιψιό του, συνεργάστηκε μαζί του για πολλά χρόνια. Στη δισκογραφία ο Αντώνης Καρεκλάς εμφανίζεται γύρω στο 1930, μαζί με τον –άγνωστο τότε στο πλατύ κοινό– Φουσταλιέρη, ηχογραφώντας τα περίφημα Ρεθυμνιώτικα Πεντοζάλια.
Στην πορεία της μακρόχρονης καριέρας του ηχογράφησε αρκετά τραγούδια σε δίσκους 78 στροφών, που έγιναν μεγάλες επιτυχίες.
Εδώ αξίζει να σημειώσουμε για την ξακουστή σούστα του Καρεκλά με τα πολλά γυρίσματα, που έχει μείνει κλασική για τους σημερινούς λυράρηδες.
Ο Αντώνης Καρεκλάς ήταν χαρακτηριστικός τύπος μποέμ, και χάρη στη θαυμάσια λύρα που έπαιζε είχε κερδίσει πολλά χρήματα.
Αν και ήταν από τους δοξασμένους λυράρηδες της εποχής του είχε άδοξο τέλος, αφού έφτασε στο σημείο να ζητιανεύει για τον επιούσιο.
Πέθανε ύστερα από πολυκύμαντη ζωή στο Άσυλο Ανιάτων Χανίων το 1980, σε ηλικία 87 χρονών».
Εντυπωσιασμένος λοιπόν από την ιστορία του «τελευταίου λυράρη» της Σπιναλόγκας, ο Βέρνερ Χέρτζογκ θα γυρίσει το “Letzte Worte” στην ελληνική γλώσσα(!), με τον πρωταγωνιστή Αντώνη Καρεκλά να κοιτάζει την κάμερα στην αρχή, δίχως να μιλάει, καθώς στο αμέσως επόμενο πλάνο βλέπουμε δύο χωροφύλακες να επαναλαμβάνουν έξι φορές τη φράση: «Εμείς τον πήραμε από ’κει. Εμείς τον σώσαμε». (Ο Χέρτζογκ κρατάει τα πάντα, χωρίς να κόβει κάτι στο μοντάζ).
Στη συνέχει εμφανίζεται ο Καρεκλάς, που τον ακούμε στο εξής: «Δεν λέω τίποτα. Δεν λέω τίποτα. Δε λέω. Δε λέω τίποτα. Δε λέω. Όχι δε λέω. Όχι δε λέω τίποτα. Δε λέω».
Ακολουθούν τα παιξίματα και τα τραγούδια του (τον συνοδεύει ο Λευτέρης Δασκαλάκης στο μπουζούκι) και βεβαίως οι διηγήσεις των διαφόρων, που πλέκουν σιγά-σιγά το μύθο. Η ταινία ολοκληρώνεται με τον Καρεκλά να επαναλαμβάνει, για μια δεύτερη φορά, πως δεν πρόκειται να πει απολύτως τίποτα.
Τι άραγε θα μπορούσε να πει σε σχέση με το μύθο; Κανείς δεν ξέρει…
Πάντως, όσα θέλησε να πει τα είπε με τη λύρα του και τη φωνή του. Κι αυτό το κατέγραψε πρώτη φορά σε φιλμ ένας Γερμανός…
σχόλια