Το τραμ με το όνομα «Πόθος»: κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα

Το τραμ με το όνομα «Πόθος»: κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα Facebook Twitter
Ο σκηνοθέτης φαίνεται πως προτίμησε τον δρόμο της λιτότητας και της «κανονικότητας», όσον αφορά την όψη και τη διαχείριση του υλικού του. Αφήνοντας στην άκρη ανούσια ευρήματα και αυτοσχεδιαστικά σκέρτσα, στράφηκε με προσοχή στο σύμπαν του έργου και στους ήρωες που το κατοικούν.
0

Γιατί είναι τόσο συγκλονιστική και ολέθρια η συνάντηση της Μπλανς με τον Στάνλεϊ; Ποιος είναι ο μηχανισμός που ενεργοποιείται όταν η ξεθωριασμένη, απελπισμένη, αλλά ερωτευμένη με την ποίηση γυναίκα εισβάλλει στο φτωχικό και καθόλου ποιητικό διαμέρισμα της αδερφής της και του συζύγου της, εκεί όπου ακόμη και οι γλόμποι κρέμονται γυμνοί από το ταβάνι;


Από το θρυλικό πρώτο ανέβασμα του έργου, το 1947 στο Μπρόντγουεϊ, έως σήμερα, οι μελετητές έχουν επιστρατεύσει πάσης φύσεως εργαλεία προκειμένου να ξεκλειδώσουν το μυστήριο του Λεωφορείου ο Πόθος. Όσοι από αυτούς εστιάζουν στην κοινωνική διάσταση του έργου βλέπουν στα πρόσωπα των δύο κεντρικών ηρώων τους φορείς μιας αναπότρεπτης ιστορικής εξέλιξης: το τέλος του αριστοκρατικού Νότου με το αμαρτωλό παρελθόν, όπως αυτό ενσαρκώνεται από την Μπλανς Ντιμπουά, από τη μία, και την επικράτηση του αφυπνισμένου προλεταριάτου, δηλαδή του Στάνλεϊ Κοβάλσκι, από την άλλη. «Μήπως μπαίνουμε στην εποχή του Στάνλεϊ;» αναρωτιόταν στις σημειώσεις του ο Ελία Καζάν, ο πρώτος –και επιδραστικότερος– σκηνοθέτης του έργου.

Ο Καζάν υπερασπίστηκε το δίκαιο του Στάνλεϊ, τον είδε ως θύμα που αναγκάζεται να αμυνθεί απέναντι σ' έναν απρόσμενο και επικίνδυνο εισβολέα: τη φαντασμένη, μυθομανή κουνιάδα του που έρχεται για να καταστρέψει επιδεικτικά την οικιακή και ερωτική ισορροπία του με τη Στέλλα. Σύντομα η Μπλανς θα έβρισκε τους δικούς της υπερασπιστές, με πρωτεργάτη τον σκηνοθέτη Χάρολντ Κλέρμαν, που αντέστρεψε ριζικά τα δεδομένα: ο Κλέρμαν αφηγήθηκε την ιστορία μιας ευαίσθητης, ντελικάτης γυναίκας που οδηγείται στην παράνοια από την κτηνώδη συμπεριφορά ενός εχθρικού περιβάλλοντος, βασικός εκπρόσωπος του οποίου είναι ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι.

Παρόλο που καταβάλλεται φιλότιμη προσπάθεια από τη μεριά των συντελεστών και των ηθοποιών, δεν καταφέρνουμε να βιώσουμε τα έντονα, ανάμεικτα συναισθήματα που θα περιμέναμε να απελευθερώσει η συνάντησή μας με αυτούς τους βασανισμένους, γεμάτους πάθη ήρωες του Τένεσι Γουίλιαμς.

Άλλοι μελετητές προτίμησαν ως μοντέλο ερμηνείας του Λεωφορείου τον αρχετυπικό αγώνα μεταξύ απολλώνειου και διονυσιακού στοιχείου, με την καλλιεργημένη Μπλανς να ενσαρκώνει το πρώτο και τον ζωώδη Στάνλεϊ το δεύτερο, ενώ, αντίστοιχα, άλλοι αναγνώρισαν τη διαχρονική διαμάχη μεταξύ ευγενούς πνεύματος και φλεγόμενης σάρκας να διαδραματίζεται πάνω στα μουχλιασμένα πλακάκια των Κοβάλσκι.

Οι ψυχολογικές αναγνώσεις του Λεωφορείου, με τη σειρά τους, υποστήριξαν πως η αντιπαράθεση Μπλανς-Στάνλεϊ δεν είναι παρά η εξωτερικευμένη δραματοποίηση του αγώνα που πραγματοποιείται στο ίδιο το μυαλό της Μπλανς. Αποζητώντας απεγνωσμένα την ψυχική επαφή και την αγάπη, η Μπλανς επιδίδεται σε μαραθώνιο σωματικής σπατάλης, χρησιμοποιώντας το σεξ ως όπλο ενάντια στον θάνατο.


Η αδυναμία συμφιλίωσης του πόθου με την ποίηση, του «χαμηλού» με το «υψηλό», του ένδοξου παρελθόντος με το ταπεινό, απελπισμένο παρόν, προκαλεί τραγική ρωγμή στον ψυχισμό της. Αποξενωμένη από τον εαυτό της, η Μπλανς περιφέρεται αναζητώντας τον Χαμένο Παράδεισό της, τον οποίο ουδέποτε θα βρει, εφόσον αδυνατεί να γυρίσει πίσω τον χρόνο. Ζει, έτσι, ταυτόχρονα σε δύο διαστάσεις, της πραγματικότητας και των ψευδαισθήσεων, έως ότου η πρώτη τη συνθλίψει ανεπανόρθωτα και η δεύτερη την καταπιεί εντελώς.

Το τραμ με το όνομα «Πόθος»: κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα Facebook Twitter
Καθίσταται γρήγορα φανερή η τεράστια προσπάθεια που έχει καταβάλει η ηθοποιός και ο τρόπος με τον οποίο μάχεται για την ηρωίδα της μέχρι τέλους στέκεται πραγματικά συγκινητικός. Όσο κι αν αγωνίζεται όμως, δεν καταφέρνει να εκπέμψει αληθινό σήμα κινδύνου.

Διαβάζοντας ότι ο Μιχαήλ Μαρμαρινός άλλαξε τον τίτλο του έργου, εγκατέλειψε δηλαδή το «λεωφορείο» των Γκάτσου-Βολανάκη-Οικονομόπουλου (που ήταν οι αρχικοί μεταφραστές του έργου στην Ελλάδα) για να ανέβει στο ακριβέστερο ιστορικά «τραμ», περίμενα ότι η παράσταση θα διεπόταν από έντονη διάθεση ρεβιζιονισμού και επανεξέτασης των δεδομένων. Ο σκηνοθέτης, όμως, φαίνεται πως προτίμησε τον δρόμο της λιτότητας και της «κανονικότητας», όσον αφορά την όψη και τη διαχείριση του υλικού του. Αφήνοντας στην άκρη ανούσια ευρήματα και αυτοσχεδιαστικά σκέρτσα, στράφηκε με προσοχή στο σύμπαν του έργου και στους ήρωες που το κατοικούν.


Από αυτούς, μεγαλύτερη βαρύτητα έδωσε στην Μπλανς της Μαρίας Ναυπλιώτου. Καθίσταται γρήγορα φανερή η τεράστια προσπάθεια που έχει καταβάλει η ηθοποιός και ο τρόπος με τον οποίο μάχεται για την ηρωίδα της μέχρι τέλους στέκεται πραγματικά συγκινητικός. Όσο κι αν αγωνίζεται όμως, δεν καταφέρνει να εκπέμψει αληθινό σήμα κινδύνου. Όσο κι αν πασχίζουμε, δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε την αίσθηση ότι βλέπουμε μια νέα, δυνατή γυναίκα στα καλύτερά της: συμπαγής και αγέρωχη, αλλάζοντας τη μία χολιγουντιανή τουαλέτα μετά την άλλη, η Ναυπλιώτου εκπέμπει υγεία και λάμψη.

Κι ενώ έχει στιγμές ευάλωτης γλυκύτητας, όταν π.χ. ο Στάνλεϊ της δίνει «δώρο» για τα γενέθλιά της κι εκείνη καταπίνει ανυποψίαστη το δόλωμα, σε γενικές γραμμές ουδόλως εκθέτει τις ρωγμές ενός πλάσματος σπασμένου εσωτερικά ή εύθραυστου. Φευγαλέα ίσως εισπράττουμε μια τέτοια αίσθηση στο τέλος, όταν η Μπλανς ετοιμάζεται να κατέβει στην πλατεία και αρχίζει να μιλάει «σαλεμένη» στους θεατές, είναι όμως πολύ αργά, η σκηνή μετέωρη, το συναίσθημα αβέβαιο, και η βασική εντύπωση δεν προλαβαίνει να ανατραπεί.


Επιπλέον, η πρόσχαρη και καλοπροαίρετη Μπλανς της Ναυπλιώτου δεν αφήνει να φανεί η πιο σκοτεινή πλευρά της ηρωίδας: της χειριστικής γυναίκας που φλερτάρει επικίνδυνα με τον άνδρα της αδερφής της, που λέει συνεχώς ψέματα, και που στο παρελθόν φέρθηκε με εκούσια σκληρότητα στον νεαρό σύζυγό της. Δεν έχει νόημα να εξιδανικεύουμε την Μπλανς, είναι «τέρας» όσο είναι και «θύμα», και αυτή η πολυπλοκότητα απουσιάζει από την παράσταση.

Αν εξαιρέσουμε μερικές στιγμές τρυφερότητας με τη σύντροφό του, ο Στάνλεϊ του Χάρη Φραγκούλη εμφανίζεται κυρίως ως ένας εκνευρισμένος νεαρός άνδρας που σπεύδει να κατεβάσει με το «καλημέρα» τα παντελόνια του για ν' αποδείξει την αρσενική κυριαρχία του. Το cool αυτό αγόρι, που παραμένει συμπαθές ό,τι κι αν κάνει –ακόμη κι όταν γραπώνει εφετζίδικα τα πλαστικά μπουκαλάκια που του πετούν και τ' ανοίγει με τα δόντια–, δεν συνιστά ουσιαστική απειλή για την Μπλανς της Ναυπλιώτου: ουδέποτε δηλαδή αισθανόμαστε ότι η ηρωίδα κινδυνεύει αληθινά απ' αυτόν και, ως εκ τούτου, στη σκηνή του βιασμού ο Στάνλεϊ καταλήγει να μασουλάει τα πούπουλα της ρόμπας της. Δεν υπάρχει καμία ερωτική ένταση ανάμεσά τους, καμία χημεία. Έτσι, χωρίς την ηλεκτρομαγνητική δύναμη του σεξ, το Τραμ δυσκολεύεται να προχωρήσει.

Το τραμ με το όνομα «Πόθος»: κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα Facebook Twitter
Συμπαθής η Θεοδώρα Τζήμου ως Στέλλα, πώς μπορεί όμως ένα ανήσυχο ξωτικό που «πεταρίζει» πέρα-δώθε στην ομολογουμένως μεγάλη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου να πείσει για τη γήινη πλευρά της ηρωίδας της;


Συμπαθής η Θεοδώρα Τζήμου ως Στέλλα, πώς μπορεί όμως ένα ανήσυχο ξωτικό που «πεταρίζει» πέρα-δώθε στην ομολογουμένως μεγάλη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου να πείσει για τη γήινη πλευρά της ηρωίδας της; Παρ' όλα αυτά, η σκηνή του τσακωμού της με τον Στάνλεϊ-Φραγκούλη αποδεικνύεται από τις καλύτερες της παράστασης, μία από τις ελάχιστες στιγμές όπου δραστηριοποιούμαστε συναισθηματικά.

Ο Μιτς του Άγγελου Τριανταφύλλου, ένας χαριτωμένος Γκούφι που δεν βγάζει ποτέ «δόντια»: όταν ο ήρωας λέει απαξιωτικά στην Μπλανς «δεν είσαι αρκετά τίμια για να σε πάρω στο σπίτι της μάνας μου», η φράση πρέπει κανονικά να προκαλεί ανατριχίλα από τη φρίκη της μικροαστικής υποκρισίας και στενομυαλιάς που εκπέμπει.

Η παράσταση με το άχαρο όνομα και τη μεγάλη διάρκεια διαθέτει, τέλος, μερικά ωραία ευρήματα, με κορυφαίο το γδύσιμο του γλόμπου από το χάρτινο καπελάκι του: η πράξη αυτή, που προκαλεί κάθε φορά την υστερική αντίδραση της Μπλανς, συνιστά ένα ευφυές σχόλιο πάνω στο δίπολο ψευδαίσθηση-πραγματικότητα και σε όσα παθαίνουμε όταν χάσουμε βιαίως την πρώτη και αναγκαστούμε ν' αντιμετωπίσουμε τη δεύτερη.

Μέσα από τη συνοδεία μπλουζ ήχων, τους οποίους παράγουν οι ηθοποιοί ζωντανά επί σκηνής, το Τραμ φιλοδοξεί να ενσταλάξει μια μελαγχολική διάθεση στην ψυχή του θεατή. Στην πραγματικότητα, παρόλο που καταβάλλεται φιλότιμη προσπάθεια από τη μεριά των συντελεστών και των ηθοποιών, δεν καταφέρνουμε να βιώσουμε τα έντονα, ανάμεικτα συναισθήματα που θα περιμέναμε να απελευθερώσει η συνάντησή μας με αυτούς τους βασανισμένους, γεμάτους πάθη ήρωες του Τένεσι Γουίλιαμς.

 

Ιnfo:

Το τραμ με το όνομα «Πόθος»

Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός

Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου

Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος

Βοηθοί σκηνοθέτη: Ηλιάνα Καλαδάμη, Μαριλένα Κατρανίδου

Παίζουν: Μαρία Ναυπλιώτου, Χάρης Φραγκούλης, Θεοδώρα Τζήμου, Άγγελος Τριανταφύλλου, Ευαγγελία Καρκατσάνη, Αdrian Frieli

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Ηρώων Πολυτεχνείου 32, Τηλ.: 210 4143310

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή 20:30, Σάββατο 18:00 & 21:00, Κυριακή 19:00

Τιμές εισιτηρίων: Διακεκριμένη: €30, Α' Ζώνη: €25 / Φοιτητικό-Ανέργων: €20, B' Ζώνη: €20 / Φοιτητικό-Ανέργων: €15, Γ' Ζώνη: €15 / Φοιτητικό-Ανέργων: €10

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Νεφέλη Θεοδότου είναι ο λόγος που όλο το ελληνικό TikTok χόρευε Φουρέιρα το 2024

Portraits 2025 / Η Νεφέλη Θεοδότου είναι ο λόγος που όλο το ελληνικό TikTok χόρευε Φουρέιρα το 2024

Η χορογράφος και στενή συνεργάτιδα της Ελένης Φουρέιρα, αφού έφτιαξε την πιο viral χορογραφία της χρονιάς για το «Αριστούργημα», αποφάσισε να δοκιμαστεί και στη συναυλία της Άννας Βίσση στο Καλλιμάρμαρο. Και ναι, πήγε καλά αυτό.
ΒΑΝΑ ΚΡΑΒΑΡΗ
Άκης Δήμου

Θέατρο / «Ζούμε σε καιρούς φλυαρίας· έχουμε ανάγκη τη σιωπή του θεάτρου»

Άφησε τη δικηγορία για το θέατρο, δεν εγκατέλειψε ποτέ τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα. Ο ιδιαίτερα παραγωγικός συγγραφέας Άκης Δήμου μιλά για τη Λούλα Αναγνωστάκη που τον ενέπνευσε, και για μια πόλη όπου η ζωή τελειώνει στην προκυμαία, δίχως να βρίσκει διαφυγή στο λιμάνι της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Θέατρο / Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Ο νεαρός σκηνοθέτης Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος ανεβάζει στην Πειραματική του Εθνικού το «ΜΑ ΓΚΡΑΝ'ΜΑ», μια ευαίσθητη σκηνική σύνθεση, αφιερωμένη στη σιωπηλή ηρωίδα της οικογενειακής ιστορίας μας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Ματαρόα στον ορίζοντα»: Φέρνοντας ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Θέατρο / «Ματαρόα στον ορίζοντα»: Ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Στην πολυεπίπεδη νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, λόγος, μουσική και σκηνική δράση συνυπάρχουν ισάξια και συνεισφέρουν από κοινού στην αφήγηση των επίδοξων ταξιδιωτών ενός ουτοπικού πλοίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το video art στο ελληνικό θέατρο

Θέατρο / Video art στο ελληνικό θέατρο: Έχει αντικαταστήσει τη σκηνογραφία;

Λειτουργεί το βίντεο ανταγωνιστικά με τη σκηνογραφία και τη σκηνική δράση ή αποτελεί προέκταση του εθισμού μας στην οθόνη των κινητών μας; Οι γιγαντοοθόνες είναι θεμιτές στην Επίδαυρο ή καταργούν τον λόγο και τον ηθοποιό; Πώς φτάσαμε από τη video art στα stage LED screens; Τρεις video artists, τρεις σκηνοθέτες και ένας σκηνογράφος καταθέτουν τις εμπειρίες τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Οσιέλ Γκουνεό: «Είμαι πρώτα χορευτής και μετά μαύρος»

Χορός / «Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως έναν μαύρο χορευτή μπαλέτου αλλά ως έναν χορευτή καταρχάς»

Λίγο πριν εμφανιστεί ως Μπαζίλιο στον «Δον Κιχώτη» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κορυφαίος κουβανικής καταγωγής χορευτής Οσιέλ Γκουνεό –έχει λάβει πολλά βραβεία, έχει επίσης εμφανιστεί στο Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας, στην Όπερα του Παρισιού, στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης και στο Ελίζιουμ του Λονδίνου– μιλά για την προσωπική του πορεία στον χορό και τις εμπειρίες που αποκόμισε, ενώ δηλώνει λάτρης της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Θέατρο / Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Πώς διαβάζουμε σήμερα τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Oυίλιαμς; Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ο Antonio Latella προσφέρει μια «άλλη» Λόρα που ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στο κυρίαρχο αφήγημα περί επαγγελματικής ανέλιξης, πλουτισμού και γαμήλιας ευτυχίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ