Μεγάλη αλλαγή πλεύσης επιχειρεί φέτος η Ελίζα Σόρογκα. Έναν χρόνο μετά τη βράβευσή της στη διεθνή έκθεση Arte Laguna της Βενετίας για την περφόρμανς «Γυναίκες σε Αγωνία», η νεαρή performance artist επιστρέφει στις «Ρίζες» της, με το ομώνυμο δίπτυχο που παρουσιάζει στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Από τη σύγχρονη καταναλωτική μανία και την αστική αλλοτρίωση του Λονδίνου, όπου κατοικεί τα τελευταία χρόνια, η Σόρογκα βρίσκεται ξαφνικά στα απομακρυσμένα χωριά της Ηπείρου, απ' όπου έλκει την καταγωγή της, για να μελετήσει τους κατοίκους τους.
Και πάλι, βέβαια, η γυναίκα είναι στο επίκεντρο αυτής της μελέτης, της οποίας το αποτέλεσμα είναι ένα ντοκιμαντέρ διάρκειας 30 λεπτών και μια ζωντανή πενηντάλεπτη περφόρμανς που θα παρουσιαστούν μαζί στο φεστιβάλ, αλλά, όπως προβλέπει και η ίδια η καλλιτέχνις, το μέλλον μπορεί να τους επιφυλάσσει ξεχωριστή πορεία.
Αυτό που έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη της Ελίζας από όλη αυτή την πορεία δημιουργίας του πρότζεκτ και τη συναναστροφή της με αυτές τις γυναίκες είναι η σημασία που φαίνεται ότι δίνουν, μέσα από τα λεγόμενά τους, στην έννοια της παραδοσιακής οικογένειας, των παιδιών και της αγάπης – κι ας μην ειπώθηκε από κάποια κάτι συγκεκριμένο, σχετικά. Αυτό δηλαδή που η δική μας καθημερινότητα και κοινωνική ζωή το αμφισβητεί πια καθημερινά.
Όταν ξεκίνησε το πρότζεκτ του ντοκιμαντέρ που συν-σκηνοθετεί με την Αίγλη Δράκου, η Ελίζα ήθελε να εστιάσει στη γυναικεία μοναξιά στα βουνά και στη μεταφυσική της γυναικείας ύπαρξης μέσα σε ένα άγριο και μοναχικό τοπίο. Ήθελε μέσα από την έρευνα να προκύψει όμως και κάτι παραστατικό, μια documentary performance, και κάπως να τα δέσει, χωρίς να ξέρει αρχικά ποια θα ήταν η ακριβής μορφή και πού θα την οδηγούσε.
Το υλικό του ντοκιμαντέρ τελικά «πάτησε» αυτούσιο, με δική του αφηγηματική γραμμή, και η Ελίζα θεώρησε ότι όφειλε να διαχωρίσει τη ζωντανή περφόρμανς από το κινηματογραφημένο υλικό, ώστε να μην αποδυναμωθούν σε μια ενδεχόμενη ταυτόχρονη παρουσίαση. Έτσι προέκυψε το δίπτυχο που θα δούμε στο Φεστιβάλ Αθηνών, το δεύτερο, ζωντανό μέρος του οποίου εστιάζει στο ηπειρώτικο πολυφωνικό τραγούδι (χωρίς μουσικά όργανα) και τη μοναδική αφηγηματική του δύναμη.
Κι αν το θέμα φαίνεται κάπως φολκλόρ για μια τόσο νεαρή καλλιτέχνιδα (οι πρώτες εικόνες μου έφεραν αμυδρά στο μυαλό το μικρού μήκους «Balkan Erotic Epic» της Μαρίνα Αμπράμοβιτς – καμία σχέση βέβαια η προσέγγιση και το νόημα), η τεχνική της συνδυάζει παραδοσιακά και αβανγκάρντ στοιχεία, τόσο ως προς την κινηματογράφηση του ντοκιμαντέρ όσο και στο στήσιμο του υλικού που θα δούμε ζωντανά.
Γιατί όμως στράφηκε στις «Ρίζες»; «Ο τρόπος που αντιμετωπίζω το θέμα της παράδοσης είναι με μια σύγχρονη ματιά» επιβεβαιώνει η ίδια. «Ήταν μία ανάγκη αφενός βιογραφική, η αναζήτηση των ριζών. Κατάγομαι από τη Μηλέα Θεσπρωτίας, ένα χωριό στην οροσειρά Μουργκάνα. Έχω ακούσματα περισσότερο, παρά βιώματα από εκεί. Ο πατέρας μου είναι συλλέκτης πολυφωνικών τραγουδιών και ασχολείται πολύ με τα γενεαλογικά δέντρα. Ήταν μια αναζήτηση ταυτότητας για μένα. Εφόσον ζούσα τόσα χρόνια στο Λονδίνο, είδα τι συμβαίνει στην Αγγλία, έμαθα τα ρεύματα και χρειαζόμουν μια στροφή για να δω τι γίνεται στο χωριό μου. Έψαχνα να βρω την ουσία και ίσως κάποια αντίθεση με όλη αυτή την πληροφορία που συνέλεγα σε ένα τόσο πολυπολιτισμικό περιβάλλον, όπως αυτό του Λονδίνου».
Η ματιά του σκηνικού είναι άχρονη, το background που αυτές τις μέρες στήνεται στον χώρο Β της Πειραιώς 260 θα λέγαμε ότι προσεγγίζει το «άπειρο», με την έννοια ότι δεν υπάγεται σε συγκεκριμένο τόπο ή χρόνο – κάπως σαν το infinity background που χρησιμοποιούν οι φωτογράφοι «για να χάνεται το μάτι».
«Η παραδοσιακή φορεσιά ιδωμένη σε ένα τέτοιο σκηνικό είναι από μόνο του ένα σύγχρονο στοιχείο, το πρώτο και εμφανές. Δεν έχω φτιάξει δηλαδή ένα σκηνικό σαν σπίτι γιαγιάς» εξηγεί η Ελίζα. «Έπειτα οι μαρτυρίες των Κυράδων της Άνω Δερόπολης ακούγονται προηχογραφημένες. Αντί να τις αφηγηθούν ζωντανά, έχω εισαγάγει αυτή την πινελιά που ενισχύει το σύγχρονο περιβάλλον. Τις βλέπουμε μεν μπροστά μας αλλά δεν κουνάνε τα χείλη τους».
Αλλά και στο ντοκιμαντέρ καταγραφής χρησιμοποιήθηκαν σύγχρονα μέσα και προσεγγίσεις. Στον ρυθμό του μοντάζ υπάρχουν επιρροές από τον ιαπωνικό χορό butoh. «Μας ενδιέφερε να δούμε πώς κυλάει ο χρόνος στη ζωή αυτών των γιαγιάδων. Έχουμε ένα πλάνο όπου μία από αυτές κάνει περίπου τρία λεπτά μέχρι να βάλει τη ζακέτα της».
Πόσο εύκολο ήταν όμως για την καλλιτέχνιδα να προσεγγίσει γυναίκες μεγάλης ηλικίας, που έχουν ζήσει κι έχουν παλέψει όλη τους τη ζωή σε άγριες, αφιλόξενες συνθήκες, για τις ανάγκες ενός καλλιτεχνικού πρότζεκτ που πιθανότατα δεν θα είναι εύκολα αντιληπτό από εκείνες; «Στο πρώτο ρεπεράζ που κάναμε για το ντοκιμαντέρ, ήταν μιλημένες και ήξεραν, μέσω της οικογένειάς μου. Δεν υπήρξε ο φόβος ότι θα τους κάνουμε κακό. Αλλά και στο Πάπιγκο κάναμε τη θέση μας ξεκάθαρη και πήραμε την προφορική άδειά τους, όπως και των απογόνων τους. Ξέχασαν αμέσως ότι τους κινηματογραφούσαμε, χωρίς αυτό να σημαίνει φυσικά ότι τους κοροϊδέψαμε.
»Τώρα με τις γυναίκες της Άνω Δερόπολης υπήρξε εμπιστοσύνη μέσω του Αλέξανδρου Λαμπρίδη που έχει τη μουσική διεύθυνση της παράστασης και με έφερε σε επαφή μαζί τους. Ο Αλέξανδρος κάνει έρευνα, ψάχνει να βρει τα χαμένα τραγούδια και να τα φέρει στις νέες γενιές. Δεν υπάρχει άλλος που να το κάνει με τόση αγάπη».
Αυτό που έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη της Ελίζας από όλη αυτή την πορεία δημιουργίας του πρότζεκτ και τη συναναστροφή της με αυτές τις γυναίκες είναι η σημασία που φαίνεται ότι δίνουν, μέσα από τα λεγόμενά τους, στην έννοια της παραδοσιακής οικογένειας, των παιδιών και της αγάπης – κι ας μην ειπώθηκε από κάποια κάτι συγκεκριμένο, σχετικά. Αυτό δηλαδή που η δική μας καθημερινότητα και κοινωνική ζωή το αμφισβητεί πια καθημερινά. «Τα πάντα ξεκινάνε από εκεί γι' αυτές, αυτή είναι η βάση όλων, να βρεις ένα καλό παιδί. Δεν σημαίνει φυσικά ότι εγώ το παίρνω και το εφαρμόζω προφανώς, αλλά με έβαλε πολύ σε σκέψεις».
Το αμέσως επόμενο πρότζεκτ της Ελίζας θα υλοποιηθεί ξανά στην Ελλάδα και μόλις πήρε το πράσινο φως. Πρόκειται για μια ανάθεση του Δήμου Αθηναίων, στο πλαίσιο των πρόσφατων παρεμβάσεων που έχουν ξεκινήσει στις γειτονιές, για τις οποίες ζητούνται ιδέες από τους ίδιους τους δημότες.
Μεγαλωμένη στο Παγκράτι, η Ελίζα πρότεινε κάτι που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Μαζί με τον graphic designer Νίκο Γεωργόπουλο και τον web developer Θοδωρή Τσίρκα, θα συλλέξουν μαρτυρίες από μόνιμους κατοίκους του Παγκρατίου οι οποίοι έχουν συνδέσει κάποιο σημείο της γειτονιάς με μία ανάμνηση. Στο σημείο θα τοποθετηθεί ένα αυτοκόλλητο που θα έχει ένα μικρό λινκ ή/και ένα QR code, ώστε να μπορεί όποιος βρεθεί εκεί να ακολουθήσει τον σύνδεσμο και να ακούσει ηχογραφημένη την αληθινή ιστορία από τον άνθρωπο που την αφηγήθηκε, σε μια εμβέλεια δέκα μέτρων από το σημείο όπου συνέβη.
Σκεφτείτε ένα παγκάκι στο Παγκράτι και ένα ζευγάρι που αφηγείται το πρώτο του ραντεβού που έγινε εκεί, πριν από 40 χρόνια. Από αρχές Νοεμβρίου και για έναν χρόνο, θα ψάχνουμε κάτι που σίγουρα θα γίνει viral στην πόλη.
Info
Ελίζα Σόρογκα – Ρίζες
Πειραιώς 260 (Β)
7/7 - 9/7, 21:00, 9/7, 18:00
Περφόρμανς
Σύλληψη – Σκηνοθεσία - Παραγωγή: Ελίζα Σόρογκα
Μουσική διεύθυνση: Αλέξανδρος Λαμπρίδης
Σχεδιασμός φωτισμού: Ελευθερία Ντεκώ
Σκηνογραφία - Ενδυματολογική επιμέλεια: Εύα Γουλάκου
Casting: Αλέξανδρος Λαμπρίδης
Σχεδιασμός ήχου - Σύνθεση: Δημήτρης Μυγιάκης
Επιμέλεια ήχου: Γιώργος Κατσιάνος
Βοηθός σκηνογράφου: Ιωάννα Παπαδογιάννη
Κατασκευή σκηνικού: Δημήτρης Λαζούλος
Συντονισμός παραγωγής: Ειρηάννα Δραγώνα
Αφήγηση - Μουσική ερμηνεία: Οι «Κυράδες της Άνω Δερόπολης» (Κατίνα Ρούτζιου, Αναστασία Κάλη, Βασιλική Ζώκου, Βασιλική Μπιτσιούνη, Ευτυχία Λιάζου, Σοφία Ζάχου, Σταυρούλα Κιτσάκη, Χριστίνα Ντρίγιου) - Το πολυφωνικό σύνολο «Χαονία» με δύο «Ισοκράτισσες» (Αλίκη Γκανά, Άρτεμις Ίσου, Δάφνη Τσιάβου, Κατερίνα Ευθυμίου, Ουρανία Μπατσινίλα, Πένυ Σπυροπούλου, Σοφία Ίσου). Στον ρόλο της Θανάσως η Μαρία Σαρέλη.
Ντοκιμαντέρ
Σύλληψη - Σκηνοθεσία: Ελίζα Σόρογκα
Συν-σκηνοθεσία - Διεύθυνση φωτογραφίας: Αίγλη Δράκου
Μοντάζ: Σμαρώ Παπαευαγγέλου
Σχεδιασμός ήχου / μιξάζ: Δημήτρης Μυγιάκης
Color Correction: 'Αγγελος Μάντζιος
Γραφιστική υποστήριξη: Αργύρης Αγγελή
σχόλια