Ίσα-ίσα που πρόλαβα να δω την, κατά πολλούς, παράσταση της δεκαετίας. Το Στέλλα Κοιμήσου είχε μεταφερθεί πλέον από το Εθνικό στο Θέατρο Τζένη Καρέζη και φέτος έκανε την τρίτη και τελευταία του σεζόν.
Είχα πολλά χρόνια να ανέβω τα σκαλιά της θρυλικής αίθουσας της οδού Ακαδημίας και με το που κάθισα το βλέμμα μου ασυναίσθητα έπεσε πάνω σε ένα στοιχείο του σκηνικού της Ιουλίας Σταυρίδου: ένα επιπλάκι με ποτά, ακροβολισμένο δεξιά στη σκηνή, με ταξίδεψε αστραπιαία 35 χρόνια πίσω, σε μια ιστορική παράσταση, το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, μετάφραση Φασουλή και Καρέζη, και πρωταγωνιστές την ίδια και τον Κώστα Καζάκο, με διανομή στους δεύτερους ρόλους τον Γρηγόρη Βαλτινό και την Όλια Λαζαρίδου.
Επιστροφή και μαζί στροφή της Ελληνίδας ηθοποιού σε ρόλο υψηλών αξιώσεων, το talk of the town των θεατρικών '80s, πασπαλισμένο με σούσουρο στην κολωνακιώτικη θεατρόφιλη κοινότητα: η Καρέζη του Δεσποινίς Διευθυντής μεθάει και βρίζει! Ζευγάρι στη ζωή, εχθροί στη σκηνή. Μήπως το εννοούν;
«Ο Τζορτζ και η Μάρθα, κρίμα, κρίμα, κρίμα...» ήταν η ατάκα που μου έμεινε από ένα έργο που, φυσικά, είχα δει στην κινηματογραφική του μεταφορά από τον Μάικ Νίκολς με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Ρίτσαρντ Μπέρτον.
Το Στέλλα Κοιμήσου, με τον τρόπο του, ήταν μια τραγική κωμωδία επίσης. Ψευδοαστική, ωστόσο. Και με αγοραίο λεξιλόγιο, χειμαρρώδες με το «καλημέρα», αρμόζον και ενωμένο με την ανατροφή και ίσως το DNA των ηρώων.
Στο κατάμεστο κάθε βράδυ θέατρο, Καζάκος και Καρέζη έσκιζαν ο ένας τα σωθικά του άλλου στους ρόλους του πανεπιστημιακού καθηγητή και της συζύγου, κόρης μεγαλοσχήμονα ακαδημαϊκού, με δόλωμα-ταμπού ένα παιδί που δεν μαθαίνουμε αν είχαν ποτέ ή τελικά έχασαν, θύματα δύο νεότερους προσκεκλημένους που καταλήγουν άναυδοι και ταπεινωμένοι, και καταλύτη το άφθονο αλκοόλ.
Από το μπαρ του διαμερίσματός τους, χαρακτηριστικό αξεσουάρ της αμερικανικής νοοτροπίας, όπως το έχουμε δει μυριάδες φορές στις ταινίες περασμένων δεκαετιών, γέμιζαν συνεχώς τα ποτήρια τους με σκληρό οινόπνευμα και πότιζαν συστηματικά και εξαντλητικά το άψητο ζευγαράκι που έντεχνα δελέασαν στην έδρα τους μετά από ένα άσκοπο πάρτι.
Ώσπου έγιναν λιάδα, αλλά, μέσα στο σπάραγμά τους, προλάβαιναν να αλληλοακυρωθούν, με ψήγματα χαδιών και απανωτά λεκτικά χαστούκια, σε μια ψυχική αποσύνθεση, ερμηνεύοντας έξοχα το κλασικό κείμενο του Έντουαρντ Άλμπι.
Έβριζαν, αλλά μη φανταστείτε... Οι μισοί από τους θεατές πήγαιναν να δουν την παράσταση για τους λάθος λόγους, δηλαδή για να αποδομήσουν ένα στερεωμένο είδωλο των παιδικών τους χρόνων σε έναν διαφορετικό δραματικό ρόλο, εκεί όπου η «αντίπαλος» Βουγιουκλάκη δεν είχε τολμήσει να διαβεί – ξεμύτιζε, τσέκαρε τις αντιδράσεις και πάραυτα επέστρεφε στο καβούκι της ξανθιάς γάτας. Και έφευγαν με μια εσωτερική διαδρομή σε τραγική κωμωδία, κατεξοχήν αστική.
Το Στέλλα Κοιμήσου, με τον τρόπο του, ήταν μια τραγική κωμωδία επίσης. Ψευδοαστική, ωστόσο. Και με αγοραίο λεξιλόγιο, χειμαρρώδες με το «καλημέρα», αρμόζον και ενωμένο με την ανατροφή και ίσως το DNA των ηρώων.
Στο ντεμπούτο του στο θέατρο, ο Γιάννης Οικονομίδης του Σπιρτόκουτου και του Η ψυχή στο στόμα ακτινογράφησε μια νεοελληνική οικογένεια που μοιάζει λούμπεν, αλλά διατηρεί ατόφια τη δυναμική και την παθογένεια του ελληνικού 21ου αιώνα.
Ένας επικείμενος γάμος που κινδυνεύει να δυναμιτίσει έναν χρήσιμο αρραβώνα γίνεται ο πόλος γύρω από τον οποίο εκτροχιάζεται μια επταμελής οικογένεια, αν υπολογίσουμε και δύο στενούς συγγενείς μαζί με τα τρία παιδιά, τη χαμένη στον κόσμο της μάνα και τον πάτερ-φαμίλια (δεν έχω λόγια για τον Στάθη Σταμουλακάτο).
Το πρώτο μέρος, πολύ αστείο μέσα στη σοβαρότητα των καταστάσεων που προετοιμάζει. Το δεύτερο, ανατρεπτικό και ουσιαστικά αιχμηρό. Γνώριζα πως το φινάλε αλλάζει σε κάθε παράσταση.
Δεν είδα καμία προσπάθεια συντονισμού, τόσο φυσικό και φυσιολογικό μου φάνηκε το συλλογικό αποτέλεσμα που προήλθε μετά από ομαδικές ταπεινώσεις με τη (δραματική, βεβαίως) βοήθεια ουσιών και ποτών, πάντα από το μπαρ στη δεξιά γωνία.
Ενθουσιάστηκα, όπως και τότε, με τη Βιρτζίνια Γουλφ. Και θυμήθηκα πως αν το θεατρικό βγει πραγματικά καλό και σε συλλάβει την κατάλληλη στιγμή, γίνεται αξέχαστη εμπειρία.
Η ιδιαίτερη ειρωνεία στη σύγκριση των δύο έργων είναι πως η Βιρτζίνια Γουλφ είναι ένα καθαρόαιμα αστικό δράμα από έναν Αμερικανό εκπρόσωπο της γενιάς των δραματουργών που έγραφαν ψυχολογικά, αλλά ζήλευαν δραματουργικά την αρχαιοελληνική τραγωδία και τη λοξοκοιτούσαν συνεχώς, ενώ το Στέλλα Κοιμήσου μιλά για τη λαϊκή τάξη που ονειρεύεται να χωρέσει σε μια αστική κοινωνία που στη χώρα μας, για να είμαστε ιστορικά ειλικρινείς, δεν υπήρξε ποτέ και οδηγείται, σχεδόν αταβιστικά, σε μια αναπόφευκτη, σοφόκλεια τιμωρία.
Την Καρέζη την ξαναείδα ως Έντα Γκάμπλερ, όπου περισσότερο μόχθησε φιλότιμα παρά αφομοίωσε οργανικά, και για τελευταία φορά στο Διαμάντια και Μπλουζ της Λούλας Αναγνωστάκη, όπου ήταν συγκλονιστική, ίσως καλύτερη και από τη Μάρθα που είχε κάνει εντελώς δική της μερικά χρόνια νωρίτερα.
Για τα νέα παιδιά του Στέλλα Κοιμήσου, την Κολλιοπούλου, τον Νιάρρο και την Τρίγγου, το ωραίο, μακρύ ταξίδι τώρα ξεκινάει. Και μπορεί τα βραβεία τους να έχουν δοθεί στη μνήμη άλλων σπουδαίων Ελλήνων ηθοποιών, του Χορν και της Μελίνας, αλλά η παρουσία τους στο συγκεκριμένο θέατρο τιμά την προσπάθεια της Τζένης Καρέζη να ρισκάρει την όποια εικόνα είχε αποκτήσει, εν μέρει σε πείσμα των ονείρων της, και να προσπεράσει τα σίγουρα εργάκια για να σώσει την ψυχή της, χάνοντάς τη μέσα σε σαρκοφάγους, ψυχοφθόρους ρόλους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO