Η Ρίττερ και η Ντένε ανησυχούν θανάσιμα για τον αδελφό τους. Πήρε σήμερα εξιτήριο από το ψυχιατρείο του Στάινχοφ και επέστρεψε σπίτι. «Ο φιλοσοφικός σας αδελφός», είπε ο διευθυντής του ψυχιατρείου, «ξεπέρασε την κρίση / αλλά να ξέρετε / ότι θα διατρέχει κίνδυνο εφ' όρου ζωής».
Το μόνο που μπορούν να κάνουν η Ρίττερ και η Ντένε όσον αφορά τον Φος είναι ν' ακολουθούν πιστά τις οδηγίες του γιατρού:
Να τον τρίβουν με μια καθαρή πετσέτα για έξι-επτά λεπτά μετά το μπάνιο του.
Να του καθαρίζουν επιμελώς τα γυαλιά, γιατί νομίζει ότι τυφλώνεται.
Να τον πηγαίνουν σε συναυλίες κλασικής μουσικής.
Να τον αφήνουν να φοράει τις τιράντες του, ακόμα κι αν τις σιχαίνονται.
Να τον παρακολουθούν αδιαλείπτως, χωρίς όμως ποτέ να δίνουν την εντύπωση ότι τον παρακολουθούν.
Θα διατρέχει κίνδυνο εφ' όρου ζωής, κι ας ξέφυγε σχετικά νωρίς από την οικογενειακή κόλαση: ο «φιλοσοφικός αδελφός» τους, ο πιο κακομαθημένος, αλλά και ο πιο ευφυής γόνος των Βόρινγκερ, άφησε πίσω το πατρικό του, τα ασφυκτικά δείπνα, τις πνιγηρές σάλτσες και σούπες, τα ζοφερά πορτρέτα των προγόνων, τον είρωνα πατέρα του που τον μισούσε, τις αδελφές του, αυτές τις «διεστραμμένες θεατρίνες».
Το αποτέλεσμα βρίθει ζωντάνιας, πλαστικότητας και, προπαντός, θεατρικότητας. Τρεις άνθρωποι μιλάνε σε ένα δωμάτιο – κι όμως, τι καταιγίδα!
Έψαξε καταφύγιο. Πρώτα στα απάτητα μονοπάτια της ακαδημαϊκής στρατόσφαιρας, μετά σε μια καλύβα στα νορβηγικά δάση, στην άκρη ενός γκρεμού. Νύχτα-μέρα, «αμετάκλητα μόνος», πάλευε με τους κανόνες της λογικής, με τα σύνορα της σκέψης, με τα δικαιώματα των λέξεων και των αριθμών, να αποκρυπτογραφήσει τις μυστικές συνομιλίες τους, να βάλει τάξη στο χάος, όπως κάθε φιλόσοφος που σέβεται τον εαυτό του. «Στο τέλος όλα αφανίστηκαν / χρόνια αυτοπειθαρχίας / χρόνια αυτοκυριαρχίας / σ' ένα λεπτό όλα γίναν στάχτη».
Κι ας κλείστηκε μετά στο ψυχιατρείο, ποτέ του δεν θεραπεύτηκε από τη «νόσο του θανάτου», ποτέ του δεν μπόρεσε να σταματήσει τη διαδικασία μαρασμού, την αδυσώπητη πλήξη, όσα βουνά κι αν σκαρφάλωσε, όσες πραγματείες κι αν έγραψε, όσες συμφωνίες κι αν άκουσε, όσο μακριά κι αν ταξίδεψε, όσους συγγενείς κι αν διέγραψε. «Τα 'χουμε δοκιμάσει όλα. Και στο τέλος μείναμε, όπως πάντα, εγκαταλελειμμένοι με τον εαυτό μας». Κι ούτε η Ερόικα, ούτε ο Νίτσε, ούτε ο φετιχισμός των σερβίτσιων, ούτε καν τα δοκιμασμένα και αναγνωρισμένα ορεινά εσώρουχα Montblanc (αχ, αυτό το μπερνχαρντικό χιούμορ) μπορούν να μας μονώσουν απέναντι στην απουσία νοήματος που είναι η μοίρα μας. Ψευδο-απόπειρες αυτοκτονίας, ψευδαισθήσεις δημιουργίας, αποτυχημένες τελετουργίες που καταλήγουν πάντα στο ίδιο αδιέξοδο. Τα πορτρέτα δεν ξεκρεμάστηκαν εγκαίρως από τους τοίχους, οι χορδές του τσέλου τεντώθηκαν λίγο παραπάνω απ' ό,τι έπρεπε, οι απογοητεύσεις δεν βρήκαν ανακούφιση, όσο κι αν πάσχισαν οι ειδικοί ή ο Μότσαρτ.
Και οι ήρωες του Μπέρνχαρντ σκλήρυναν σε αυτή την πορεία, το πνεύμα τους σαρώθηκε από τη συσσώρευση της πίκρας, από το βάρος των ματαιώσεων. Μιλάνε διαρκώς, μιλάνε ανεξέλεγκτα σε αυτό το αριστουργηματικό έργο-εσωτερικό τοπίο, όπου παρατηρείται ελάχιστη «δράση» και μόνον ο χείμαρρος των αφορισμών, των αναμνήσεων και των εμμονών τους στροβιλίζεται στο διηνεκές, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά ατέρμονους κύκλους γύρω από την τραπεζαρία του πατρικού, αυτόν τον τάφο της ψυχής τους, από τον οποίον ποτέ δεν δραπέτευσαν. Δεν απέτυχαν μόνον οι γονείς τους, που τους ανέθρεψαν μέσα στην περιφρόνηση· είναι ολόκληρος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός –με τις τέχνες, τις επιστήμες και τα εκλεπτυσμένα γιατροσόφια του– που τους παρέλαβε ως ενήλικες, αλλά απέτυχε να θεραπεύσει τα τραύματά τους.
Ο λόγος γίνεται δράση: αυτό είναι το μεγάλο κατόρθωμα της σκηνοθεσίας στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης. Η Μαρία Πρωτόπαππα έφερε αυτήν τη δύσκολη αποστολή εις πέρας με τρόπο πραγματικά αξιοθαύμαστο. Πήρε ένα παραληρηματικό κείμενο –όπου τρία αδέλφια αφήνουν τις σκέψεις τους να ξεχυθούν με πάθος και μένος– και το σμίλεψε με ακρίβεια. Του προσέδωσε σχήμα συναρπαστικό, με κορυφώσεις, απότομες εναλλαγές και παύσεις. Το αφουγκράστηκε προσεκτικά και ανέδειξε τους βαθύτερους κραδασμούς του. Το αποτέλεσμα βρίθει ζωντάνιας, πλαστικότητας και, προπαντός, θεατρικότητας. Τρεις άνθρωποι μιλάνε σε ένα δωμάτιο – κι όμως, τι καταιγίδα!
«Πάντα στο όριο της τρέλας / μην ξεπερνώντας ποτέ αυτό το όριο / αλλά πάντα στο όριο / αν εγκαταλείψουμε αυτή την οριακή ζώνη / είμαστε νεκροί» λέει ένας από τους ήρωες κι αυτή θα μπορούσε να είναι η οδηγία που καθόρισε τη σκηνοθετική προσέγγιση. Η αγωνία αυτού του κρίσιμου ορίου που, αν το ξεπεράσει κανείς, θα έχει βυθιστεί στο σκοτάδι, σε μια άλλη διάσταση, διαποτίζει τη θεατρική πράξη και μεταδίδεται στους θεατές ως γόνιμη αγωνία. Νιώθουμε διαρκώς αιφνιδιασμένοι, ποτέ δεν ξέρουμε τι θα συμβεί την επόμενη στιγμή. Θα αναποδογυρίσει το τραπέζι; Θα έρθουν καταπάνω μας τα κράπφεν; Θα σπάσει ο Φος στο ξύλο τις αδελφές του; Πέρα από την υπερβολή, η εμπειρία του θεατή δεν απέχει πολύ από την παρακολούθηση ενός θρίλερ. Και να το καταφέρει κανείς αυτό με ένα τόσο ποιητικό, αντισυμβατικό και δύσβατο κείμενο συνιστά ακόμα μεγαλύτερο επίτευγμα.
Η Στεφανία Γουλιώτη ενσαρκώνει πλήρως αυτή την κατάσταση οριακότητας την οποία εξερευνά η παράσταση. Τι καταπληκτική η ψυχαναγκαστική γεωμετρία με την οποία στρώνει το τραπέζι! Ένα χιλιοστό πιο δεξιά ή πιο αριστερά αν τοποθετηθεί κατά λάθος το πιρούνι, αυτό θα σημάνει συναγερμό στο νοητικό σύμπαν της Ντένε, εκεί όπου όλα έχουν χτυπήσει «κόκκινο» προ πολλού.
Ψηλή, επιβλητική, αγαλμάτινη από τη μια, εύθραυστη και ετοιμόρροπη από την άλλη. Σε διαρκή υπερένταση, ψυχικά φορτισμένη από την άφιξη του αδελφού της, από τη λαχτάρα της να τον ευχαριστήσει, να ικανοποιήσει κάθε του επιθυμία, ανήμπορη πλέον, μετά από τόσα χρόνια, να χειριστεί φυσιολογικά οποιαδήποτε κατάσταση, μεταδίδει την εντύπωση ότι από λεπτό σε λεπτό η τελευταία εναπομείνασα γερή χορδή του μυαλού της θα σπάσει ενώπιόν μας.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου εντυπωσιάζει με τον χαμαιλεοντισμό της – πότε μια μάζα κυνισμού και οδύνης, πότε μια μέγαιρα. Ηλεκτρισμένη, αντιστέκεται με νύχια και με δόντια στην κακοποίησή της, το πρόσωπό της σπάει σε χίλια κομμάτια, η φωνή της ταξιδεύει από τα ψηλά στα χαμηλά, αντικατοπτρίζοντας τις ακραίες μεταλλάξεις της ευερέθιστης διάθεσής της. Είναι κι αυτή στο όριο, αισθανόμαστε, αλλά, αν και παραιτημένη, αν και στραπατσαρισμένη, αντέχει περισσότερο τα χτυπήματα – ή, τουλάχιστον, έτσι δείχνει.
Εξαιρετικός ο Αργύρης Ξάφης ως Φος. Η ρυθμικότητα του λόγου του σε αιχμαλωτίζει. Ατέλειωτοι λεκτικοί κυματισμοί συνθέτουν ένα σύνολο ακριβά μετρημένο που αποπνέει μια σκληρή μουσικότητα. Μια σχέση έλξης-άπωσης δημιουργείται με τον θεατή: ο τελευταίος παρασύρεται μεν μαγεμένος σε αυτήν τη θάλασσα αποκαλυπτικών αφορισμών, κλονίζεται δε ταυτόχρονα στο άκουσμά τους, έτσι όπως η απόδοσή τους μέσα από την ερμηνεία του Ξάφη εκφράζει το πνεύμα ενός ανθρώπου που πάλεψε πολύ, έδωσε τα πάντα, αλλά νόημα δεν βρήκε τελικά. Και γι' αυτό είναι έξαλλος...
Η υποβλητική και μινιμαλιστική σκηνογραφία του Σάκη Μπιρμπίλη, τα κομψά, εύστοχα κοστούμια του Άγι Παναγιώτου και η υποδειγματική μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα συνεισφέρουν με τη σειρά τους τα μέγιστα στο συνολικό αποτέλεσμα, ένα μεθυστικό κράμα εγκράτειας και έντασης, ένα θεατρικό διαμάντι.
Θέατρο Τέχνης | Ρίττερ, Ντένε, Φος
Info
Τόμας Μπέρνχαρντ
Ρίττερ, Ντένε, Φος
Σκηνοθεσία: Μαρία Πρωτόπαππα
Παίζουν: Στεφανία Γουλιώτη, Λουκία Μιχαλοπούλου, Αργύρης Ξάφης
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν – Υπόγειο
Πεσμαζόγλου 5, 210 3228706
Μέχρι 12/1/2020
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια