Μια 17χρονη κοπέλα, παγιδευμένη σε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, καταφεύγει στη Νέα Υόρκη για έκτρωση, γιατί στην Πενσιλβάνια, όπου ζει, ακόμα απαγορεύεται χωρίς τη γονική συγκατάθεση. Καθισμένη απέναντι από μια ρομποτικά ευγενική σύμβουλο, υποχρεώνεται να απαντήσει, χρησιμοποιώντας όποια από τις τέσσερις αυτές λέξεις, σε ερωτήματα που αφορούν την πολύ προσωπική της ζωή.
Ο κώδικας αυτός, σχεδιασμένος για να μην αποκαλύπτει περισσότερα απ' όσα χωρούν σε ένα κουτάκι ούτε να στριμώχνει μια ήδη άβολη ανήλικη, φορτίζει την Ότον δυσανάλογα με τον απρόσωπο χαρακτήρα του. «Ποτέ, σπάνια, μερικές φορές ή πάντα» είναι οι επιλογές που αντιστοιχούν σε επιθυμίες που μετατράπηκαν σε αμαρτίες, ηδονή που κατάντησε ντροπή, συναίνεση που, αναδρομικά, αποδείχτηκε πίεση στα όρια του βιασμού, αναμνήσεις δυσάρεστες που καταλήγουν σε μια επώδυνη εμπειρία, τόσο νωρίς, τελείως άδοξα.
Τέσσερις λέξεις ζητούν περιγραφή ως υλικό στατιστικής και γραφειοκρατική διαδικασία, αλλά ουσιαστικά κρίνουν μια σύντομη ζωή στην πιο μύχια έκφανσή της. Το απόρρητο σπάει και μια ψυχή εκτίθεται. Το κενό (η «έγκυος» σιωπή) ανάμεσα στην απαλή εκφορά των στάνταρ ερωτήσεων και στην ψιθυριστή υποχρέωση της απάντησης είναι το λιτό, αξέχαστο απόγειο του χαμηλόφωνου αριστουργήματος «Never Rarely, Sometimes Always» που πρόσφατα βραβεύτηκε στα φεστιβάλ του Σάντανς και του Βερολίνου και κυκλοφόρησε σε video on demand στις 3 Απριλίου, μετά από, αναγκαστική λόγω της καραντίνας, απόφαση των παραγωγών Μπάρι Τζένκινς και Αντέλ Ρομάνσκι, παραγωγού του «Moonlight» και συζύγου του διακεκριμένου διευθυντή φωτογραφίας Τζέιμς Λάξτον.
Αν υπάρχει μια (σκόπιμη) υπερβολή στην ταινία, είναι η απεικόνιση των ανδρικών χαρακτήρων. Ο πατριός δεν παύει να είναι προσβλητικός, ακόμα και προς τον σκύλο της οικογένειας, ο προϊστάμενος είναι ένας αναίσθητος τύπος που νοιάζεται μόνο για τα ωράρια, ένας πελάτης την πέφτει κανονικά στην εξαδέλφη Σκάιλαρ στην ουρά του ταμείου του σούπερ μάρκετ.
Η άμβλωση άπτεται του ατομικού δικαιώματος και του γυναικείου κινήματος, της ηθικής και του δικαίου. Το ζήτημα έχει υφαρπάξει για τα καλά η προπαγάνδα των δύο πλευρών, των υπέρμαχων της ζωής και των πολέμιων των ζηλωτών. Όπως και στο ντεμπούτο της στο «Beach Rats», η σκηνοθέτις Ελίζα Χίτμαν προτιμά να οπτικοποιεί τα διλήμματα, εξατομικεύοντας το κοινωνικό με καίριους, σπαρτιάτικους διαλόγους. Δεν χρειάζεται να εξομολογηθεί η Ότον στη λίγο μεγαλύτερη εξαδέλφη της, που τη συνοδεύει στο άχαρο ταξίδι στη Νέα Υόρκη, για να καταλάβουμε τη μοναξιά και την αμφιβολία που βιώνει.
Όλο το έργο παίζεται στα μελαγχολικά μάτια της Σίντνεϊ Φλάνιγκαν που υποδύεται την Ότον: ο τρόπος που αποφεύγει τα ανδρικά βλέμματα ή την αδιακρισία των αγνώστων, σαν να κουβαλά μια κρυφή ασθένεια, η ανάγκη της να βρει στήριγμα χωρίς να υποχρεωθεί, η πίεση που ασκεί στον εαυτό της για να μην ξεσπάσει, ούτε καν να εκδηλωθεί, και κυρίως το άγχος της να βρει μια πόρτα εξόδου, μια διαφυγή, ακόμα και όταν περιδιαβαίνει τους πολυπληθείς δρόμους της Νέας Υόρκης.
Αν υπάρχει μια (σκόπιμη) υπερβολή στην ταινία, είναι η απεικόνιση των ανδρικών χαρακτήρων. Ο πατριός δεν παύει να είναι προσβλητικός, ακόμα και προς τον σκύλο της οικογένειας, ο προϊστάμενος είναι ένας αναίσθητος τύπος που νοιάζεται μόνο για τα ωράρια, ένας πελάτης την πέφτει κανονικά στην εξαδέλφη Σκάιλαρ (η Τάλια Ράιντερ, που συμμετέχει και στο επερχόμενο «West Side Story» του Στίβεν Σπίλμπεργκ) στην ουρά του ταμείου του σούπερ μάρκετ.
Χωρίς χρήματα και στέγη, οι δύο κοπέλες πέφτουν στην ανάγκη ενός νέου που τις έχει πλησιάσει στο πούλμαν, σε κάτι ανάμεσα σε κοινωνική επαφή και καμάκι, ελπίζοντας στην καλοσύνη του. Το ότι τα αρσενικά είναι δυνάμει αρπακτικά η Χίτμαν το υπονοεί στο περιεχόμενο της ταινίας και όχι ως δραματική αιχμή. Αποτελεί μέρος ενός συνολικού πορτρέτου και εντείνει την έλλειψη ευαισθησίας απέναντι σε μια κρίσιμη στιγμή στη ζωή μιας αυτόματα περιθωριοποιημένης νέας γυναίκας.
Είναι φανερό το καλλιτεχνικό νήμα που μοιράζεται ο Μπάρι Τζένκινς με την Ελίζα Χίτμαν. Οι μπαλάντες τους αφορούν τρυφερούς και εύθραυστους ήρωες, αποκαλύπτουν τους στίχους τους σε έναν σκληρό ρεαλισμό, κυνηγούν την πραγματική αγάπη και ποντάρουν στην οπτική αφήγηση.
σχόλια