Είκοσι πέντε χρόνια μιζέριας ενώνουν τον Έντγκαρ με την Άλις. Το πιο δυστυχισμένο ζευγάρι στον κόσμο: αυτό υποστηρίζουν πως είναι και κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους προκειμένου να διατηρήσουν τον τίτλο που στεφανώνει τον έγγαμο βίο τους.
Ζουν μόνοι τους, απομονωμένοι, σε ένα φρούριο που κάποτε ήταν φυλακή, όπως ο γάμος τους. Χρόνια τώρα λένε τα ίδια και τα ίδια. Παίζουν χαρτιά, κουτσομπολεύουν τους γνωστούς τους, ταπεινώνουν ο ένας τον άλλον. Δεν έχουν φίλους. Στη δεξίωση του γιατρού ούτε που τους κάλεσαν. «Να σου παίξω πιάνο;» ρωτάει η Άλις τον λοχαγό σύζυγό της. «Η έσχατη λύση!» απαντάει εκείνος. Χορεύει τον αδέξιο χορό του, ενώ εκείνη βαράει μηχανικά τα πλήκτρα.
Μόλις παραιτήθηκε η υπηρέτρια. Φαγητό δεν υπάρχει. Τι θα προσφέρουν στον επισκέπτη τους; «Αχ, μακάρι να έπιανε φωτιά το σπίτι» εύχεται η Άλις. Αντ' αυτού, ο λοχαγός πέφτει σε κώμα. Δεν βλέπει, δεν ακούει τίποτα. Η Άλις ερωτοτροπεί με τον επισκέπτη, τον ξάδερφό της Κουρτ. Τη ρωτάει γιατί δεν εγκαταλείπει τον σύζυγό της κι εκείνη του απαντά: «Η αλήθεια είναι ότι χωρίσαμε μια φορά, εδώ μέσα, χωρίς να φύγουμε από το σπίτι. Χωρίσαμε για πέντε χρόνια. Τώρα πια μόνον ο θάνατος μπορεί να μας χωρίσει. Αυτό το ξέρουμε κι οι δυο και γι' αυτό τον περιμένουμε σαν λυτρωτή».¹
Ο λοχαγός έχει καρδιοσκλήρωση. «Είναι ανθρωποφάγος, θα σου πάρει τους φίλους, πρόσεχε» προειδοποιεί η Άλις τον Κουρτ. Μια γριά με κουρέλια στέκεται στην πόρτα και τους κοιτάζει. Τα μαλλιά της Άλις ασπρίζουν μέσα σε δυο νύχτες. Ή μήπως ήταν πάντα άσπρα; Ονειρεύεται τη θριαμβευτική έξοδό της με τα «δάφνινα στεφάνια της νίκης», ξέρει όμως πως δεν θα συμβεί ποτέ.
Λίγοι συγγραφείς έχουν αποτυπώσει τον έγγαμο βίο με χρώματα πιο μελανά από τον Στρίντμπεργκ. Μόνο που στον Χορό του θανάτου τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι εντάσεις έχουν μειωθεί. Τα ακραία πάθη που κοχλάζουν στη Δεσποινίδα Τζούλια και στον Πατέρα έχουν τώρα κρυώσει, έχουν γίνει κυνισμός. Το ζευγάρι είναι αξιολύπητο και κουρασμένο. Ο χρόνος τούς έχει δαμάσει. Όλα έχουν ξεθωριάσει.
Λίγοι συγγραφείς έχουν αποτυπώσει τον έγγαμο βίο με χρώματα πιο μελανά από τον Στρίντμπεργκ. Μόνο που στον Χορό του θανάτου τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι εντάσεις έχουν μειωθεί. Τα ακραία πάθη που κοχλάζουν στη Δεσποινίδα Τζούλια και στον Πατέρα έχουν τώρα κρυώσει, έχουν γίνει κυνισμός. Το ζευγάρι είναι αξιολύπητο και κουρασμένο. Ο χρόνος τούς έχει δαμάσει. Όλα έχουν ξεθωριάσει.
Ακόμη και η απόπειρα δολοφονίας της Άλις, όταν τη μαθαίνουμε, δεν μας σοκάρει. «Η ζωή μας έγινε τόσο ασήμαντη πια» λέει ο λοχαγός στο τέλος του πρώτου μέρους και συνεχίζει: «Παλιά δίναμε μάχες, τώρα απλώς εκτοξεύουμε απειλές». Μια αύρα αμοιβαίας αποδοχής ποτίζει τον αέρα. «Αρκετά δεν έχουμε βασανίσει ο ένας τον άλλον;» ρωτάει η Άλις. «Έτσι νομίζω» απαντά ο Έντγκαρ. Δύο ευφυή όντα που αναγνωρίζουν την ειρωνεία της κατάστασής τους καταλαβαίνουν πως είναι καταδικασμένα να αγαπούν αλλά και να βασανίζουν ο ένας τον άλλον, μέχρις ότου γίνουν «μερικές χούφτες κοπριάς, κι αυτή όχι πρώτης ποιότητας!».
Ο Στρίντμπεργκ έχει πλέον αποδεχτεί τη διττή φύση των πραγμάτων, τις αντιφάσεις της ζωής. Αγάπη και μίσος, ανία και ανοησία, σοβαρότητα και γελοιότητα, όλα μαζί στο ίδιο σπίτι, στην ίδια σχέση, την ίδια στιγμή: το πιο δυστυχισμένο ζευγάρι στον κόσμο, που όμως αποφασίζει να γιορτάσει τους αργυρούς γάμους του.
«Ο κόσμος θα γελάει, όμως ποιος νοιάζεται για τον κόσμο. Θα γελάμε κι εμείς μαζί τους. Ή θα είμαστε σοβαροί. Εξαρτάται» λέει ο λοχαγός. Αυτό το παράδοξο συνιστά την ουσία του έργου αλλά και τη δυσκολία της προσέγγισής του. Μια δυσκολία που κατανόησαν οι συντελεστές της παράστασης που παίζεται στο θέατρο Μεταξουργείο και, ως ένα σημείο, την αντιμετώπισαν γόνιμα.
Καθισμένοι σε δύο καρέκλες που «κοιτάζουν» προς το κοινό, ο Άκις Βλουτής και η Δήμητρα Χατούπη, ο Έντγκαρ και η Άλις, συζητούν χωρίς να διασταυρώνουν τα βλέμματά τους. Μιλούν σχεδόν φωναχτά, σαν να τους χωρίζει ένα βουερό ποτάμι. Είναι αδύνατον να μη γελάσει κανείς, ενώ τους παρακολουθεί να εξετάζουν τις εναλλακτικές τους για να σκοτώσουν μια ακόμη ζοφερή βραδιά – θυμίζουν κάτι μεταξύ ηρώων του Μπέκετ και γέρων του Μάπετ Σόου, που όμως τυχαίνει να είναι και ζευγάρι.
Η Δήμητρα Χατούπη, σαν άλλη Μέδουσα, με ανακατεμένα μαλλιά-φίδια, μια σικ στρίγκλα με μαύρο κιμονό, μακριές πέρλες και σκούρα νύχια, περιφέρεται ξυπόλυτη, καπνίζοντας, με μια έκφραση υπέρτατης αηδίας χαραγμένη στο πρόσωπό της. Τα έχει δει όλα, δεν τη νοιάζει τίποτα: ένα μείγμα σαρκασμού και απάθειας έχει πετρώσει τις αντιδράσεις της. Μία από τις απολαυστικότερες ενσαρκώσεις του γκροτέσκου που έχω δει επί σκηνής και σίγουρα μια συναρπαστική καλτ παρουσία που μαγνητίζει το ενδιαφέρον μας.
Απέναντί της, επίσης γοητευτικός, ο «αντίπαλός» της Άκις Βλουτής παραμένει ψύχραιμος μπροστά στα καπρίτσια της αγαπημένης του. Είναι μια ρουτίνα αυτή που τους έχει γίνει δεύτερη φύση και ο λοχαγός δεν αφήνει ποτέ να φανούν τα αισθήματά του. Το ανάλαφρο, μίνιμαλ παίξιμό του και τα παιδιάστικα πείσματά του δημιουργούν μια επιτυχημένη αντίστιξη στην γκόθικ περσόνα της Χατούπη.
Δύο θεατρίνοι που παίζουν μεταξύ τους και με τον καλεσμένο τους, επινοώντας διαρκώς σκετσάκια για να διασκεδάζουν, ακόμα και όταν η υποψία του θανάτου εισβάλλει επικίνδυνα στη φυλακή τους. Ο Βασίλης Ευταξόπουλος, πειθήνιος Κουρτ και ιδανικό θύμα του σατανικού ζεύγους, απορεί αδιάκοπα με όσα αλλόκοτα συμβαίνουν γύρω του, με αποτέλεσμα να είναι διαρκώς κατάπληκτος και ιδιαιτέρως συμπαθής.
Δυστυχώς, από ένα σημείο και μετά αρχίζει να συρρικνώνεται η αρχική θετική εντύπωση: όταν το γκροτέσκο χάσει την κωμική του διάσταση και αγκαλιάσει άγαρμπα το δράμα, τότε βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα κούφιο, φαντεζί κέλυφος.
Η Άλις, ως «μέντιουμ», να σπαρταρά με την πλάτη κυρτωμένη, να τονίζει την κόλαση του έρωτα, να φωνάζει για τα άσπρα της μαλλιά, να χαϊδεύεται ή αργότερα να παλεύει άτεχνα με τον Κουρτ επάνω στο κρεβάτι, όλες αυτές οι φωνητικές και κινησιολογικές υπερβολές μάς πετούν αλύπητα «εκτός».
Γενικότερα, το δεύτερο μέρος της παράστασης αναλώνεται σε άγαρμπες, μελοδραματικές εκρήξεις και παραφωνίες, παλιομοδίτικες χειρονομίες, συγγνώμες και στραγγαλισμούς που μας γυρνάνε πίσω σ' ένα παλιό και κακό είδος θεάτρου, αντιστρέφοντας το ως τότε ελκυστικό κλίμα της βραδιάς.
Συνετή αποδεικνύεται η επιλογή του σκηνοθέτη να παρουσιάσει μόνο το πρώτο μέρος του έργου, που στέκεται άριστα μόνο του. Το βαλς του τέλους μάς αφήνει να αναρωτιόμαστε αν παραφυλά η πιθανότητα της αυτοκτονίας... Σε κάθε περίπτωση, τους φανταζόμαστε να αρχίζουν και πάλι από την αρχή, την επόμενη μέρα, με την ίδια αποφασιστικότητα και ορμή.
¹Από τη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ (εκδ. Ηριδανός) που χρησιμοποιείται και στην παράσταση.
Info
Αύγουστος Στρίντμπεργκ, Ο χορός του θανάτου
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές
Σκηνοθεσία: Άκις Βλουτής
Παίζουν: Άκις Βλουτής, Δήμητρα Χατούπη, Βασίλης Ευταξόπουλος
Θέατρο Μεταξουργεiο
Ακαδήμου 14
Πέμ.-Σάβ. 21:00, Τετ. 20:00
σχόλια