- Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, αλλά η προσωπική και θεατρική μου ενηλικίωση συντελέστηκε στην Αθήνα. Κατέβηκα λίγο μετά την Ολυμπιάδα, είκοσι χρονών παιδί, με άπειρα πράγματα μπροστά μου να ανακαλύψω και τις δυνατότητες να μοιάζουν απεριόριστες – ήταν βλέπεις και η εποχή πολύ αισιόδοξη, ζούσαμε το greek dream ακόμα, ώσπου κάποιος τράβηξε απότομα την κουρτίνα, άνοιξε την ντουλάπα κι ό,τι σκατά είχαμε κρύψει εκεί χυθήκανε έξω με πάταγο. Μέσα σ' αυτά βουλιάζουμε τώρα, λερωνόμαστε, ξανασηκωνόμαστε, καθαριζόμαστε, σφίγγουμε δόντια και προχωράμε... Στην Αθήνα, εξάλλου, βρίσκονταν και οι περισσότεροι καλλιτέχνες τους οποίους ήθελα να συναντήσω και να συνεργαστώ μαζί τους, κι αφού εκείνοι δεν εγκαταλείπουν εύκολα την πρωτεύουσα, έπρεπε να έρθω εγώ.
- Έμεινα αρχικά στο Κολωνάκι, ύστερα μετακόμισα στον Κολωνό – μια «ταξική διολίσθηση», αρκετά ταιριαστή με την πορεία της χώρας μου αυτά τα χρόνια! Μου αρέσει όμως η γειτονιά μου, κοιτιόμαστε στα μάτια, καλημεριζόμαστε, το κόστος ζωής είναι πιο ανεκτό. Υπάρχει, γενικά, στις λαϊκές γειτονιές ένας χαρακτήρας που δεν τον βρίσκεις στις πιο καθωσπρέπει, κι ας φαντάζουν πιο ελκυστικές. Μου αρέσει έπειτα να ανακαλύπτω «κρυφά» καφέ, κουτούκια ή μπαράκια σε στενά που δεν πάει ο νους σου. Που μπορεί να έχουν έναν μόνο θαμώνα που να λέει τη χαρά ή τον πόνο του στον μπάρμαν, αλλά η μουσική να είναι τέλεια και το κρασί τους φίνο.
Ναι, είμαι αθεράπευτα αισιόδοξος, γι' αυτό άλλωστε και κάνω θέατρο. Για τον αγώνα, την κοινωνική ευθύνη, την προσωπική καλλιέργεια, την ευαισθησία που απαιτεί.
- Αγάπησα την υποκριτική κι αποφάσισα να της αφοσιωθώ χάρη σε μια παράσταση. Ήταν η Νόρα του Ίψεν σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, με τον Δημήτρη Καταλειφό και τη Λυδία Φωτοπούλου. Μου δημιούργησε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα που ανυπομονούσα να ερευνήσω και να το μοιραστώ. Πήγαινα ακόμα σχολείο, αλλά ήμουν μάλλον κακός μαθητής, αφού τα περισσότερα μαθήματα μού ήταν παντελώς αδιάφορα. Κακός όχι από ανικανότητα, αλλά όντας θύμα ενός στρεβλού εκπαιδευτικού συστήματος, προσανατολισμένου στην παπαγαλία και τον τυφλό ανταγωνισμό, αντί για την απόκτηση ουσιαστικών γνώσεων και δεξιοτήτων. Όμως εγώ ήθελα να μαθαίνω Ιστορία π.χ., για να μη με πιάνει αδιάβαστο το μέλλον, όχι για τον καλό βαθμό. Κατάφερα τελικά να περάσω σε ένα ΤΕΙ στη Λάρισα (Τμήμα Ζωικής Παραγωγής) που ουδέποτε παρακολούθησα – αποφάσισα πως το μέλλον μου ήταν το θέατρο, που θεωρώ μια μαγική εφεύρεση, γιατί συμβαίνει κάθε φορά μπροστά σου, με διαφορετικό τρόπο. Ξεκίνησα με το ΚΘΒΕ και στη συνέχεια ευτύχησα να συναναστραφώ πολύ σημαντικούς ανθρώπους, όπως ο Βογιατζής, ο Λιβαθινός, ο Μαστοράκης, ο Κακλέας, ο Ρήγος, ο Καραθάνος, ο Μαρμαρινός...
- Για να γίνεις καλός ηθοποιός και να διακριθείς στη σκηνή, δεν αρκεί βέβαια το όποιο χάρισμα. Χρειάζεται επίσης να έχεις επιμονή, υπομονή, εργατικότητα, τύχη, μεράκι –όλα στον υπερθετικό–, να είσαι, εννοείται, άξιος και να κάνεις σωστές επιλογές. Διέθετα, ευτυχώς, αρκετά από τα παραπάνω, συν την ικανότητα να μπαίνω μέσα στα πράγματα, που λένε – σημαντικό κι αυτό. Κατάφερα έτσι να κάνω στη ζωή μου εκείνο που ήθελα και να βιοπορίζομαι κυρίως από αυτό. Δεν έμεινα, βέβαια, μόνο στην ηθοποιία, δοκιμάζω δυνάμεις και στη σκηνοθεσία, που θεωρώ πολύ δημιουργική πρόκληση.
- Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι πρέπει να ασπρίσουν τα μαλλιά σου για να σε εμπιστευτούν. Ο συνήθης τρόπος που με αντιμετωπίζουν είναι «ο μικρός που έχει πρόβα μετά τη mainstream παραγωγή». «Μικρός» όμως είμαι για εδώ, στο εξωτερικό θεωρούμαι ήδη αρκετά μεγάλος. Ο Τόμας Όστερμαϊερ π.χ. είναι καταξιωμένος διεθνώς και είναι σχεδόν στην ηλικία μου. Τι τα θες, δεν δίνουμε εύκολα ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους, δεν τους θεωρούμε πραγματικούς ενήλικες, ίσως επειδή στην Ελλάδα συνηθίζουμε να ζούμε με τους δικούς μας και να χαρτζηλικωνόμαστε μέχρι τα σαράντα. Έχει την πλάκα του αυτό, αλλά δεν σε πάει μπροστά. Δεν είμαστε καν αξιοκρατικοί: ο ένας είναι «μικρός και άγνωστος», ο άλλος «αδερφή», ο τρίτος άλλης «κλίκας» ή κόμματος κ.λπ. Πρέπει να σαρανταρίσεις για να ερμηνεύσεις Άμλετ, ενώ ο ίδιος ο Άμλετ ήταν φοιτητής. Κουμάντο σε αυτήν τη χώρα κάνουν τα γερόντια!
- Στη δουλειά μας η προσωπική ζωή και τα πάθη είναι, δυστυχώς, πολυτέλεια. Η υποκριτική είναι όπως ο πρωταθλητισμός – απαιτεί μονογαμία, άσκηση κι εγκράτεια. Αν ξενυχτάς, κυνηγάς έρωτες, κάνεις καταχρήσεις, βάζεις σε δοκιμασία τις αντοχές σου, σωματικές, νοητικές... Το τσιγάρο π.χ. και μόνο σου χαλάει τη φωνή – όντας καπνιστής, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες να το περιορίζω στο ελάχιστο. Ελάχιστες είναι και οι έξοδοί μου. Αλλά γιατί να τρέχω στα μπαρ και στα κλαμπ, όταν με γεμίζει και με διασκεδάζει τόσο αυτό που κάνω; Τελειώνει η παράσταση και νιώθω σαν να πήγα σε ολονύχτιο πάρτι. Έπειτα, αν θες να κάνεις σοβαρή, συστηματική δουλειά, πρέπει να ακολουθείς αυστηρό πρόγραμμα εξάσκησης και διατροφής, διαφορετικό για κάθε ρόλο. Συν βέβαια οι φωνητικές ασκήσεις και η απομνημόνευση του κειμένου σου. Να όμως που το αντίτιμο όλων αυτών των θυσιών αξίζει.
- Το δικαίωμα της επιλογής έχει ζωτική σημασία για την ανθρώπινη ύπαρξη. Και όσο το διεκδικώ, παραμένω αισιόδοξος, και στη ζωή και στην τέχνη. Όχι, δεν παραπέμπει σε κάποια βίαιη Αθήνα το Κουρδιστό Πορτοκάλι, αν και θα μπορούσε σε κάποιες περιπτώσεις. Βασικά, νομίζω ότι η βία στην πόλη μάλλον έχει μειωθεί συνολικά, γι' αυτό και «κλοτσάει» περισσότερο. Πριν από όχι πολύ καιρό είχε καταντήσει φυσιολογικό να γίνονται επιθέσεις σε μετανάστες ακόμα και σε μέσα μαζικής μεταφοράς, τώρα, και να συμβεί αυτό, ο περισσότερος κόσμος τριγύρω πιστεύω πως θα αντιδράσει. Πράγματι, όλο αυτό το τσουνάμι μισαλλοδοξίας, ξενοφοβίας και ρατσισμού άφησε βαθιά σημάδια στην ελληνική κοινωνία, που θα πάρει χρόνο και κόπο να επουλωθούν. Όμως πιο επικίνδυνη και από την αναγνωρίσιμη βία είναι αυτή της εξουσίας που μας ασκείται κατά κόρον, δίχως να την αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια, και που μας σκορπίζει – εκεί ακριβώς εστιάζει το συγκλονιστικό αυτό έργο του Άντονι Μπέρτζες.
- Ναι, είμαι αθεράπευτα αισιόδοξος, γι' αυτό άλλωστε και κάνω θέατρο. Για τον αγώνα, την κοινωνική ευθύνη, την προσωπική καλλιέργεια, την ευαισθησία που απαιτεί. Και για την ελληνική κοινωνία αισιοδοξώ. Πιστεύω πως τα δύσκολα χρόνια που περνάμε μάλλον μας ευαισθητοποίησαν παρά μας γαϊδουροποίησαν. Γίναμε, νομίζω, πιο αλληλέγγυοι, ώριμοι και συνετοί, εκπολιτιστήκαμε σαν να λέμε δηλαδή.
Το Κουρδιστό Πορτοκάλι του Άντονι Μπέρτζες, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, παίζεται στο θέατρο Κιβωτός, Πειραιώς 115, Γκάζι. Η Σκοτεινή Πέτρα του Αλμπέρτο Κονεχέρο με φόντο τον ισπανικό εμφύλιο ξεκινά στις 13/11 στο ίδιο θέατρο.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην έντυπη LiFO τον Οκτώβριο του 2015