1986, Μεγάλη Δευτέρα, 3:30, ξύπνημα
Μόνο όταν είσαι έξι χρονών μπορείς να χαίρεσαι με το ξύπνημα στις 3:30 το πρωί. Με τον αδελφό μου είχαμε όλη την ενέργεια ενός δαιμονισμένου κουταβιού. Ξέραμε ότι σε δέκα ώρες θα ήμασταν στην Κέρκυρα. Δεν μας πτοούσαν οι επτά ώρες στο αυτοκίνητο ή τα δύο καράβια μπροστά στις διακοπές μας που μόλις ξεκινούσαν.
Ο καβγάς ξεκινούσε συνήθως στον δρόμο, μπροστά από το αμάξι, ένα Citroën BX. H μητέρα μου δημιουργούσε κάτι που θύμιζε την τελευταία πίστα του Τetris.
Μεγάλη Δευτέρα, 4:00
Ο καβγάς ξεκινούσε συνήθως στον δρόμο, μπροστά από το αμάξι, ένα Citroën BX. H μητέρα μου δημιουργούσε κάτι που θύμιζε την τελευταία πίστα του Τetris. Το πορτμπαγκάζ ήταν γεμάτο βαλίτσες και σακ βουαγιάζ κι εκείνη έκλεινε τα κενά ανάμεσά τους με σακουλάκια που είχαν μέσα άσχετα πράγματα ‒ένα μαξιλάρι, ένα καφέ νεσεσέρ με φάρμακα, τρία κουβερτάκια, ένα μαρούλι‒, δημιουργώντας έτσι μια μάζα που υψωνόταν απειλητικά. «Το καταλαβαίνεις ότι δεν μπορώ να δω από τον καθρέφτη;» ρωτούσε ο πατέρας μου. Καμία απάντηση. «Ρε Λουκία, θα κουβαλάω μαρούλια στην Κέρκυρα;» έλεγε με παραιτημένη απελπισία στη φωνή. «Ναι», απαντούσε η μητέρα μου ατάραχη, κοιτώντας ευθεία μπροστά. Για αισθητικούς λόγους («μη φαίνονται οι σακούλες και τα σακουλάκια») σκεπάζαμε σφιχτά όλα μας τα πράγματα με ένα παλιό αλεξίπτωτο που είχε ο πατέρας μου από την αεροπορία κι έτσι πορευόμασταν στην Εθνική Οδό με στρατιωτικό αλεξίπτωτο παραλλαγής, σαν να κουβαλάμε οπλικά συστήματα.
6:00, στην Εθνική Οδό
Στην εθνική οδό Κορίνθου-Πατρών (λεγόταν τότε Νέα Εθνική Οδός), για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, καθώς ο δρόμος ήταν παμπάλαιος, ένα τσιμεντάκι χώριζε την κανονική λωρίδα από τη ΛΕΑ. Κάθε φορά που τη διασχίζαμε, ανάμεσα στα επιφωνήματα του πατέρα μου («Κοίτα, ρε, τι κάνει») που προσπερνούσε με μανία αυτοκίνητα «για να μη χάσουμε το καράβι», αναρωτιόμουν αν στο Ξυλόκαστρο έχουν κάποια μεγάλη ξύλινη εξέδρα και πώς θα ήταν η ζωή μου αν είχαμε εξοχικό εκεί. Την ώρα που οι γονείς μου έπιναν γαλλικό καφέ από το θερμός, εγώ κι ο αδελφός μου κοιμόμασταν ή παίζαμε το κλασικό παιχνίδι που παίζουν πάντα τα μικρά παιδιά στο πίσω κάθισμα· θα μπορούσε να λέγεται «Ποιος θα κλάψει πρώτος».
7:40, Αντίρριο
Η διαδρομή Ρίο - Αντίρριο ήταν μόλις δέκα λεπτά σε ένα καράβι-παντόφλα. Συνήθως συνταξιδεύαμε με νταλίκες και φορτηγά. Λίγο μετά ξεκινούσε το μαρτύριο. Οι 3 ώρες και 45 λεπτά που κρατούσε τότε η διαδρομή ως την Ηγουμενίτσα ήταν οι χειρότερες της διαδρομής. Με τον αδελφό μου το παίρναμε απόφαση πως θα μέναμε εκεί για πάντα να δέρνουμε ο ένας τον άλλον, να γεμίζουμε το αμάξι με ψίχουλα και να γκρινιάζουμε, ενώ οι γονείς μας άκουγαν το «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ» (πάντα αναρωτιόμουν τι ακριβώς κάνει «ο Γιώργος ο αλήτης, η κορμάρα»). Δεξιά κι αριστερά μας βλέπαμε θάλασσες, δέντρα, χωριά, σπίτια με πανωσηκώματα στα μπετά, και μετράγαμε πόλεις ‒Μεσολόγγι, Αγρίνιο, Άρτα‒, την ώρα που ο Σαββόπουλος τραγουδούσε «Όλες οι γραμμές μας στραβωθήκαν κι αποτύχαν / Ευτυχώς το νιώθω απόλυτα καθώς / Απ’ το πίσω κάθισμα κοιτώ τα ίδια μέρη / Τρυφερά με τα φανάρια μου σβηστά / Άδεια χωριουδάκια, ασυνάρτητη επαρχία / Καθετί μισοχωμένο μες στη γη».
11:00, Ηγουμενίτσα
Όταν φτάναμε στην ουρά για το καράβι, μπαίναμε σε φεριμπότ-παντόφλα που λεγόταν Νάντη ή Αντώνιος Π. Συνήθως κοιμόμουν πάνω στη μαμά μου σε κάτι δερμάτινες καναπέδες ή βγάζαμε οικογενειακές φωτογραφίες στο κατάστρωμα. Ήταν η μόνη μέρα του χρόνου που μου άρεσε να πίνω πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.