ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ '90 ο παππούς και η γιαγιά μου παραθέριζαν σε ένα μικρό οικογενειακό ξενοδοχείο στη βόρεια Κέρκυρα. Το ξενοδοχείο ήταν χτισμένο πανοραμικά πάνω από μια παραλία με άγρια κρινάκια και «ήσυχο τουρισμό» (δηλαδή Γερμανούς ηλικιωμένους τουρίστες που περπατούσαν τούκου-τούκου μέχρι το κοντινότερο χωριό).
Το ξενοδοχείο είχε ένα μικρό εστιατόριο με πορτοκαλί τέντες και κάποια αυτόνομα δωμάτια. Εκεί δούλευε πολλά χρόνια και ο κύριος Γιάννης. Ντυμένος πάντα με άσπρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι (είπαμε, ήταν η δεκαετία του '90, κι αυτό στα εστιατόρια ήταν κάτι σαν στολή), ένας άνθρωπος μονήρης και ήσυχος, αφοσιωμένος πλήρως στη δουλειά του, που έμενε σε ένα δωματιάκι πάνω από την κουζίνα.
Σε ένα περβάζι είχε πάντα μια μικρή φωτογραφία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου. Ακριβώς μπροστά είχε ένα ποτηράκι με νερό – κάθε μέρα έβαζε κι ένα κλωνάρι βασιλικό. Ήταν ο πρώτος φιλοβασιλικός που γνώρισα.
Σε αντίθεση με την Αγγλία, όπου η βασιλεία μετράει αιώνες και είναι συνυφασμένη με τη ζωή των Βρετανών (οι οποίοι και τη στηρίζουν σθεναρά, ακόμα και αν κατά περιόδους θυμίζει κακό ριάλιτι), στην Ελλάδα το πείραμα της βασιλείας στέφθηκε και τις δύο φορές (γεια σου, Όθωνα!) με αποτυχία.
Χρόνια μετά, σε διάφορα σπίτια ηλικιωμένων φίλων της γιαγιάς μου (αν ζούσε σήμερα θα ήταν 100 ετών) άρχισα να παρατηρώ, συνήθως σε κάποια περίοπτη θέση πάνω στο τζάκι ως σύμβολο πρεστίζ, την καθιερωμένη χριστουγεννιάτικη κάρτα που έστελνε η πρώην βασιλική οικογένεια.
Στο στυλ των αντίστοιχων ευρωπαϊκών βασιλικών οικογενειών έστελναν κάποια generic οικογενειακά πορτρέτα. Κατάφερα να βρω τις περίφημες κάρτες στο επίσημο website της «Ελληνικής Βασιλικής Οικογένειας» από το 1985 έως το 2014.
Με εξαίρεση κάποιες αναπάντεχες εκπλήξεις, όπως το 2011, που η οικογένεια είναι όλη ντυμένη ασορτί με άσπρα και κόκκινα και βρίσκεται πάνω σε ένα ιστιοπλοϊκό, ήταν ακριβώς όπως τις θυμόμουν: όλοι χαμογελούν παρατεταγμένοι πίσω από κάποιο πίνακα, ένα ηλιοβασίλεμα, ένα τζάκι, με κενό, αλλά ευγενικό βλέμμα στον φακό.
Κάπου εκεί με κατάπιε η μαύρη τρύπα του website που μοιάζει να έχει να ανανεωθεί χρόνια, αν και έχει μια ολόκληρη ενότητα με αυθόρμητες «συχνές ερωτήσεις» επισκεπτών όπως «γιατί ο πρώην Βασιλεύς Κωνσταντίνος δεν αντιδρά στην κριτική που του ασκείται;» και αντίστοιχες απαντήσεις όπως «[...] Αποτελεί πάγια τακτική του πρώην Βασιλέως να μην αποκρίνεται σε μειωτικές αναλήθειες, ακόμα και όταν αυτές είναι επιζήμιες για την εικόνα της οικογενείας του. Θεωρεί ακόμη ότι ένας Αρχηγός Κράτους –και ιδιαίτερα ένας Βασιλεύς– δεν πρέπει να απαντά σε κριτική, όταν κάτι τέτοιο ενθαρρύνει περαιτέρω αψιμαχίες».
Τα γράφω όλα αυτά γιατί, πέρα από τις ιστορικές αποτιμήσεις, διάβασα και κάποια κείμενα θαυμασμού και αμήχανης νοσταλγίας μετά τον θάνατο του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου που με έκαναν να αναρωτηθώ αν υπάρχουν ακόμα φιλοβασιλικοί στην Ελλάδα (η Μάνη δεν μετράει!).
Ο κοινός παρονομαστής ήταν μια τάση αναθεώρησης για τον ρόλο του και μια νοσταλγία για τον θεσμό της βασιλείας και το παλάτι με όρους lifestyle – ένα αφήγημα που παρουσίαζε αυτόν ως όμορφο πρώην ολυμπιονίκη και την Αυλή ως έναν τόπο κομψότητας και ευγένειας, σαν να ήταν η βασιλεία στην Ελλάδα κάποιες κυρίες που πίνανε τσάι σε σερβίτσια και αντάλλασσαν φιλοφρονήσεις.
Σε αντίθεση με την Αγγλία, όπου η Βασιλεία μετράει αιώνες και είναι συνυφασμένη με τη ζωή των Βρετανών (οι οποίοι και τη στηρίζουν σθεναρά, ακόμα και αν κατά περιόδους θυμίζει κακό ριάλιτι), στην Ελλάδα το πείραμα της βασιλείας στέφθηκε και τις δύο φορές (γεια σου, Όθωνα!) με αποτυχία.
Με κάθε σεβασμό στον άνθρωπο που μόλις πέθανε, σαράντα εννέα χρόνια μετά την κατάργηση της βασιλείας, δεν είμαι σίγουρη ποιον αφορά η πρώην ελληνική βασιλική οικογένεια, εκτός από κάποιους σκληροπυρηνικούς φαν και τους ιστορικούς.
Στην πραγματικότητα, η όποια συμπάθεια ή θλίψη δείχνει τώρα μια μερίδα του κοινού δεν έχει τόσο σχέση με τον ίδιο τον τέως βασιλιά αλλά με μια νοσταλγία για ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, για ένα αστικό ευγενές σύμπαν. Όλο αυτό το σύμπαν, βέβαια, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση – ειδικά αν διαβάσει κανείς αναλυτικά την ιστορία των τριών χρόνων της βασιλείας του, αυτά που μας οδήγησαν (και) στη χούντα των συνταγματαρχών. Αλλά «το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα: τα κάνουν όλα διαφορετικά εκεί», όπως έγραψε και ο L.P. Hartley στo The go-between.