Ενεργός πολίτης και κόμματα στην Ελλάδα των κρίσεων

Ενεργός πολίτης και κόμματα στην Ελλάδα των κρίσεων Facebook Twitter
Γιάννης Γαΐτης, Ανθρώπινα τοπία
0

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΟΙΝΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ στη δημόσια συζήτηση τις τελευταίες δεκαετίες που έχουν επικρατήσει ως κοινή δόξα. Ως αυταπόδεικτες αλήθειες δηλαδή. Η πρώτη ισχυρίζεται ότι η κοινωνία των πολιτών ήταν παραδοσιακά και παραμένει αναιμική και απούσα από τη δημόσια ζωή στην Ελλάδα. Και η δεύτερη ότι τα κόμματα είναι προβληματικοί οργανισμοί που υπάρχουν κυρίως για να αναπαράγουν το στενό συμφέρον τους, γεννώντας διαφθορά και εξουσιοθηρία.

Ωστόσο η κοινωνία των πολιτών δεν υπήρξε καθόλου απούσα από τον δημόσιο χώρο στη χώρα μας ούτε στα χρόνια της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας, ούτε στην προδικατορική περίοδο, ούτε καν στη διάρκεια της δικτατορίας, oπότε θεωρητικά θα περίμενε κανείς ο αυταρχισμός του καθεστώτος να έχει εξαφανίσει οποιαδήποτε τέτοια απόπειρα κοινωνικής οργάνωσης από τα κάτω. 

Στη φάση του αντιμνημονιακού αγώνα είδαμε να ξεπηδούν διάφορες ομάδες ή συλλογικότητες, με μικρότερη ή μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, με μεγαλύτερη ή μικρότερη χαλαρότητα στις οργανωτικές τους παραμέτρους. Και είδαμε να αλλάζει τόσο η ατζέντα των αιτημάτων όσο και οι τρόποι διεκδίκησης.

Ι

Να θυμίσω μόνο τις τεράστιες κινητοποιήσεις των φοιτητών για το Κυπριακό τη δεκαετία του '50 ή αργότερα στη μεταπολεμική περίοδο, τη μαζικότατη οργάνωση των Λαμπράκηδων στην πρώτη της φάση στη δεκαετία του '60, πριν ελεγχθεί απόλυτα από την ΕΔΑ, το Κίνημα του 15% για την παιδεία ή τις ογκωδέστατες κινητοποιήσεις επί έναν μήνα και πλέον με αφορμή τα Ιουλιανά του 1965. Αλλά και τους αντιδικτατορικούς πολιτιστικούς συλλόγους, όπως ο ΕΜΕΠ και η ΕΚΙΝ, που ιδρύθηκαν μετά το 1971, οι οποίοι με όχημα την πολιτιστική δράση έστρωσαν ουσιαστικά το έδαφος προκειμένου να αμφισβητηθεί για πρώτη φορά το καθεστώς πριν πάρει τη σκυτάλη το φοιτητικό κίνημα, του οποίου οι πρώτοι πυρήνες ήταν, να θυμίσω, οι κραταιοί τοπικοί σύλλογοι π.χ. των Κρητών ή των Ηλείων φοιτητών κ.λπ. Όλα τα προηγούμενα δείχνουν όχι μόνο μια ισχυρή κοινωνία των πολιτών με σαφή προοδευτικά αιτήματα εκδημοκρατισμού, εκσυγχρονισμού και μαζικοποίησης της εκπαίδευσης αλλά είναι επίσης ενδεικτικά της αναντιστοιχίας, θα έλεγα, μεταξύ των ωριμάνσεων της μεταπολεμικής κοινωνίας και της ανωριμότητας του τότε κομματικού συστήματος, του οποίου οι βεντετισμοί, η ακραία όξυνση στις μεταξύ του σχέσεις και η αδυναμία συνεννόησης επέτρεψαν σε μια δράκα γελοίων καραβανάδων να επιβάλουν ένα αναχρονιστικό δικτατορικό καθεστώς επί επτα χρόνια στη χώρα. 

Μεταπολιτευτικά, ωστόσο, και με δεδομένη την αποκατάσταση της δημοκρατίας, οι διάφορες εκφράσεις της κοινωνίας των πολιτών θα αλλάξουν περιεχόμενο. Θα εκφράζουν αιτήματα περισσότερο υλιστικά από την πλευρά των ανερχόμενων μικροαστικών στρωμάτων που κατάγονταν από έναν κόσμο μεγάλων στερήσεων και αισθάνονταν ότι τώρα, στο περιβάλλον της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας, είχαν την ευκαιρία τους για βελτίωση του επιπέδου ζωής τους, και μάλιστα με κρατικιστικούς όρους. Έτσι, εφεξής ήταν οι διάφορες πολύ διεκδικητικές ομάδες συμφερόντων, ισχυρά συνδικάτα και επαγγελματικές ομάδες με επιρροή που θα πίεζαν την πολιτική εξουσία, με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, για την εκπλήρωση των αιτημάτων τους. Αιτήματα που δεν αφορούσαν πλέον το συλλογικό συμφέρον αλλά το στενά συνδικαλιστικό. Η εικόνα αυτή θα πρέπει να συμπληρωθεί και από άλλες μεγάλες κινητοποιήσεις της κοινωνίας των πολιτών με διάφορες ad hoc αφορμές, όπως το Μακεδονικό στις αρχές της δεκαετίας του '90 ή η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες λίγο αργότερα. Σε αυτές είχαν πάρει μέρος και παραεκκλησιαστικές οργανώσεις. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι αν και η κοινωνία των πολιτών στο ελληνικό παράδειγμα δεν έχει το βάθος των βορειοευρωπαϊκών, σε καμία περίπτωση δεν είναι ανύπαρκτη και τόσο αδύναμη όσο λέγεται.

Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στη δράση της την τελευταία δεκαετία, στα χρόνια της σκληρής λιτότητας, της βαθιάς αμφισβήτησης των μεταπολιτευτικών κεκτημένων και των ανακατατάξεων στο κομματικό σύστημα. Στη φάση του αντιμνημονιακού αγώνα είδαμε να ξεπηδούν διάφορες ομάδες ή συλλογικότητες, με μικρότερη ή μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, με μεγαλύτερη ή μικρότερη χαλαρότητα στις οργανωτικές τους παραμέτρους. Και είδαμε να αλλάζει τόσο η ατζέντα των αιτημάτων όσο και οι τρόποι διεκδίκησης. Η ατζέντα καταρχάς θόλωσε τα όρια ανάμεσα σε παραδοσιακά αριστερά και δεξιά αιτήματα και πέρα από την αναμενόμενη καταδίκη της λιτότητας, περιελάμβανε ευθέως αντιευρωπαϊκά, αντικαπιταλιστικά, αντικοινοβουλευτικά, ρατσιστικά και εν τέλει αντιδημοκρατικά και αντιφιλελεύθερα συνθήματα και αιτήματα. Τα δε μέσα για την εκπλήρωσή τους έπαψαν να είναι μόνο ειρηνικά και εντός του πλαισίου της νομιμότητας και των συνηθισμένων σε μια συντεταγμένη πολιτεία μοτίβων κοινωνικής διεκδίκησης, και επιπλέον συμπεριέλαβαν ή ανέχτηκαν βίαιες πρακτικές και συμπεριφορές.

Επειδή στα καθ' ημάς έχουμε μάλλον μια εξιδανικευμένη προσέγγιση αναφορικά με την κοινωνία των πολιτών, έχουμε και την τάση να αποκλείουμε από τις διάφορες εκφάνσεις της τα συνδικάτα, τις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, τις πιο ακραίες ομάδες. Φυσικά, όταν μιλάμε για κινήματα όπως αυτό των Αγανακτισμένων π.χ. (και όλα τα παρακλάδια τους, όπως το Δεν Πληρώνω), στην ουσία μιλάμε για μια αντιφιλελεύθερη κοινωνία των πολιτών, ορισμένες φορές δε και για μια αντιδημοκρατική κοινωνία των πολιτών στον βαθμό που μπορεί να στρεφόταν και κατά του κοινοβουλευτισμού. Να θυμίσω και τις διάφορες βίαιες απόπειρες εισόδου ομάδων Αγανακτισμένων στο Κοινοβούλιο εκείνο το διάστημα ή τις εκτεταμένες καταστροφές και τους θανάτους που συνέβησαν ιδίως στις αντιμνημονιακές συγκεντρώσεις της Αθήνας το 2010 και 2011. Πάντως, εδώ θα πρέπει να κάνουμε ξεχωριστή μνεία και στην πληθώρα των πρωτοβουλιών εθελοντικών, ΜΚΟ και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών στη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, που παρείχαν σημαντικό κοινωνικό έργο στήριξης των πιο αδύναμων συμπολιτών μας ή και των μεταναστών – η προσφορά τους θα άξιζε, νομίζω, μια πιο ειδική έρευνα.

Ενεργός πολίτης και κόμματα στην Ελλάδα των κρίσεων Facebook Twitter
Γιάννης Γαΐτης, Ανθρώπινα τοπία

ΙΙ

Σε αυτό το ανατρεπτικό σκηνικό, πάντως, ιδίως της τελευταίας δεκαετίας προέκυψαν και διαφορετικοί τρόποι (υγιούς) αντίδρασης στην (αρρωστημένη) αντίδραση, αν μπορώ να το πω έτσι. Το ευνόησαν αυτό και τα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που αναδείχτηκαν παντού στον πλανήτη ως ένας νέος ημι-δημόσιος ψηφιακός χώρος, παράλληλα με τον παραδοσιακό της πλατείας ή των ΜΜΕ. Η νέα αυτή μορφή εξατομικευμένης έκφρασης γνωρίζουμε σήμερα καλά ότι γέννησε τέρατα αλλά και εξόχως ενδιαφέρουσες ατομικές φωνές που βρήκαν εκεί τον χώρο και την άνεση να εκφραστούν χωρίς πολλούς περιορισμούς, σκηνοθετώντας τον εαυτό τους με (μετα)μοντέρνους όρους, καθιστώντας έτσι τη φωνή τους αναγνωρίσιμη, άρα υπολογίσιμη στο παιχνίδι των κοινωνικών ανταγωνισμών και της κριτικής στην εκάστοτε εξουσία αλλά και στις εμπεδωμένες και αναχρονιστικές κουλτούρες της χώρας. Πράγματι, στις μεταμοντέρνες κοινωνίες της ακραίας εξατομίκευσης η φωνή του ενός μπορεί, αν το μήνυμά του είναι αυθεντικό, να ακουστεί πολύ δυνατά. Επαναλαμβάνω ότι αυτός ο μπαξές του ημι-δημόσιου ψηφιακού χώρου τα είχε και δεν θα μπορούσε παρά να τα έχει όλα: από χυδαία τρολ ενταγμένα στις κομματικές προπαγανδιστικές μηχανές ή σε ύποπτα ξένα κέντρα που επιδιώκουν την αποσταθεροποίηση στον δυτικό κόσμο εν γένει μέχρι έναν όχλο φωνασκούντων που αισθάνονται ότι η γνώμη τους για οτιδήποτε, ακόμη και για όσα αγνοούν παντελώς, πρέπει να επιβληθεί με το «έτσι θέλω» έναντι όλων των άλλων. 

Αλλά δεν υπήρχε και δεν υπάρχει μόνο αυτό. Υπήρξε, ας πούμε, και το Μένουμε Ευρώπη. Θα ήθελα σε τούτη την πολιτική ανθρωπολογία που επιχειρούμε κάπως πρόχειρα να ξεχωρίσω τον ανθρωπότυπο του κεντρώου πολίτη, για τον οποίο τόσος λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια, κυρίως διότι πρόκειται για ένα νεοφυές δημιούργημα που άνθησε κυρίως σε αυτά τα δύσκολα μνημονιακά χρόνια, σε αυτό το περιβάλλον του διάχυτου κοινωνικού αντισυστημισμού που αναφέραμε. Δεν θα τον περιγράψω τόσο με κομματικά κριτήρια αλλά κυρίως με αξιακά. Ασχέτως του τι ψηφίζει στην κάλπη (αφού οι κομματικές του ταυτίσεις είναι μάλλον χαλαρές και κυμαινόμενες), είναι εκείνος που κάνει τις επιλογές του με βάση τις αρχές και τις αξίες του. Ποιες είναι αυτές; Έχουν ειπωθεί πολλά επ' αυτού. Συχνά, οι ίδιοι αυτοχαρακτηρίζονται ως το «μέτωπο της λογικής», προκειμένου να ισχυριστούν ότι όσα διεκδικούν δεν είναι παρά τα αυτονόητα και τα λογικά σε μια υποτιθέμενη χώρα του παραλόγου, ενώ, από την άλλη, οι επικριτές τους χρησιμοποιούν τον όρο «ακραίο κέντρο» για να τους στιγματίσουν. Δεν συμφωνώ με καμία από τις δύο περιγραφές του χώρου αυτού. Πρώτον, διότι η πολιτική δεν έχει να κάνει με το σωστό ή το λάθος, το λογικό ή το παράλογο αλλά με τις επιλογές που κάνουμε και με τις ιεραρχήσεις που προτάσσουμε, οι οποίες συμφωνούν με το ιδανικό που έχουμε για το πώς πρέπει να λειτουργεί μια πολιτεία. Και δεύτερον, διότι αν κάτι πρέπει να χαρακτηρίζει εξ ορισμού έναν κεντρώο είναι η μετριοπάθεια. Δεν εννοώ εδώ καθόλου την εξισορρόπηση και τις ίσες αποστάσεις μεταξύ της αριστεράς και της δεξιάς που έτσι κι αλλιώς έχουν πλέον περιορισμένο νόημα, ούτε την πίστη στις απόψεις του. Άλλωστε το κέντρο δεν είναι σήμερα εκείνο που περιγράφαμε παλιά με όρους παραδοσιακής πολιτικής γεωγραφίας ως ο «ενδιάμεσος χώρος». Τείνει να είναι ένας αυτόνομος χώρος που διαμορφώνει αυτοτελώς και όχι ετεροκαθοριζόμενος τις δικές του ευαισθησίες. Είναι δικές του και πρωτότυπες, όχι ένα αμάλγαμα των ήδη υπαρχουσών. 

Εκείνο που περιγράφω ως μετριοπάθεια είναι, θα έλεγα, αυτό που οι Άγγλοι εννοούν με το common decency, ένας δυσμετάφραστος όρος στα ελληνικά. Θα έλεγα περιγραφικά ότι αναφέρεται σε μια στάση ζωής για την οποία το σημαντικό είναι η αξιοπρέπεια, η εντιμότητα απέναντι στην πραγματικότητα και το αίσθημα της δικαιοσύνης, χαρακτηριστικά που στους δικούς μας καιρούς και ιδίως την περασμένη δεκαετία της εξαλλοσύνης και των απίθανων υπερβολών ένθεν κακείθεν, δηλαδή σε μια εποχή άρνησης ουσιαστικά της πραγματικότητας, σπάνιζαν, άρα ήταν και μείζονος σημασίας να διατηρηθούν ζωντανά και να εκφραστούν πολιτικά με αυθεντικό τρόπο. Τα υπόλοιπα, οι αμιγώς πολιτικές ιδέες, απέρρεαν εν τέλει από αυτήν τη στάση ζωής, ήταν το συνεπές επακόλουθό τους, για να το πω έτσι. Για να το προσωποποιήσω, καθώς αυτό το κείμενο είναι και μια συνεισφορά στη μνήμη της, δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο παράδειγμα του common decency από τη δημόσια παρουσία της Μαρίας Τσάκος, κάτι που αποτυπωνόταν ξεκάθαρα και στο «παιδί» της που ήταν ο διαδικτυακός ραδιοφωνικός σταθμός του Amagi. Δεν μιλώ εδώ προφανώς για κάποιο ηθικό πλεονέκτημα του οποίου άλλοι χώροι έχουν διεκδικήσει την αποκλειστικότητα καταστατικά για πάνω από έναν ολόκληρο αιώνα. Όχι. Η επίδειξη του μέτρου στην ενασχόληση με τα δημόσια πράγματα είναι μεν μια ηθική στάση (και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς) αλλά είναι και μια πολιτική στάση όταν τα ακραία πάθη έχουν κυριαρχήσει έναντι του λόγου και όταν η υστερία του όχλου σκεπάζει τις ψύχραιμες φωνές ιδίως όσων, πέρα από απλή γνώμη για ένα θέμα, διαθέτουν και βαθιά γνώση γι' αυτό, άρα είναι κοινωνικά χρήσιμοι στο δημόσιο διάλογο.

Ενεργός πολίτης και κόμματα στην Ελλάδα των κρίσεων Facebook Twitter
Γιάννης Γαΐτης, Ανθρώπινα τοπία

III

Εδώ θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή στο τι ακριβώς κάνει η κοινωνία των πολιτών, με ποιον κοινωνικό ρόλο είναι επιφορτισμένη. Για να απαντήσουμε σε αυτό πρέπει να πάμε στην καταγωγική της μήτρα, εκεί όπου γεννήθηκε για πρώτη φορά αυτή, δηλαδή στη ρωμαϊκή πολιτεία. Οι αρχαίοι Έλληνες, όπως γνωρίζουμε, ήταν εκείνοι που νοηματοδότησαν την έννοια της Πόλης ως πολιτικής κοινωνίας και ανέδειξαν την ιδιότητα του πολίτη ως την ουσία της πολιτικής κοινωνίας: είναι αυτός που έχει όχι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να ασχολείται με τις δημόσιες υποθέσεις. Οι Ρωμαίοι, ωστόσο, πλάι σε αυτήν θεμελίωσαν μια καινούργια έννοια που προετοιμάζει τη δομή του σύγχρονου κόσμου: την έννοια της αστικής κοινωνίας. Αν η πολιτική κοινωνία είναι εκείνη που μεριμνά για τη res publica, δηλαδή για τις κρατικές υποθέσεις, υπάρχει και η auctoritas που έχει διαφορετική, αν και παράλληλη λειτουργία με την πρώτη. 

Ποιος είναι ο auctor, αυτός που διαθέτει την auctoritas, δηλαδή το κύρος, τη βαθιά εμπειρία και τη γνώση προκειμένου να παρεμβαίνει στα δημόσια πράγματα; Είναι άτομα που σήμερα θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως διανοούμενους ή ειδικούς διανοούμενους (με την έννοια ότι μιλούν μόνο για όσα αφορούν το πεδίο τους, το οποίο γνωρίζουν καλύτερα από όλους, π.χ. στη Ρώμη είναι οι juris consulti, οι νομικοί σύμβουλοι) ή άτομα αποδεδειγμένης ικανότητας και εγνωσμένης αξίας που αντλούν από τη δημόσια διαδρομή τους, τα οποία όμως δεν διαθέτουν και πιθανόν δεν ενδιαφέρονται καν για την potestas, την εξουσία της διοίκησης. Το διαχωρίζω αυτό, δεν είναι ενεργοί πολιτικοί, ίσως να ήταν στο παρελθόν με την ιδιότητα ενός homme d' état, ίσως και να μην υπήρξαν ποτέ όμως επαγγελματίες της πολιτικής. Συνεπώς, ποιο είναι το δικό τους καθήκον; Να συμβουλεύουν, να εκπαιδεύουν και να καθοδηγούν τον populus romanus, τον λαό και την κοινωνία. Αυτή είναι μια πολύ κρίσιμη κοινωνική λειτουργία για πολλούς λόγους. Πρώτον διότι δουλειά της potestas-εξουσίας είναι να διοικεί το καράβι, ενίοτε σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, οπότε ο ρόλος του παιδαγωγού έρχεται δεύτερος. Έπειτα, ακριβώς επειδή είναι εκείνη που παίρνει τις δύσκολες και συχνά αντιδημοφιλείς αποφάσεις, χρειάζεται οπωσδήποτε κάποιον ουδέτερο παρατηρητή και κριτή που είτε θα αναλάβει να εξηγήσει στους πολίτες την αναγκαιότητα των αποφάσεων αυτών είτε, αν τις θεωρήσει εσφαλμένες, θα σταθεί κριτικά απέναντί τους, προκειμένου να διορθωθούν και να βελτιωθούν. Η auctoritas είναι η διαρκής διερώτηση πάνω στις καταστατικές αρχές συγκρότησης μιας πολιτείας και της εξουσίας της και με έναν τρόπο είναι ο φύλακας των ιδρυτικών της αρχών. Αυτός ο ρόλος του διορατικού πολίτη αναφορικά με τη fortuna (τη μοίρα) της πολιτείας είναι ένας ρόλος που δεν μπορεί να αναλάβει άλλος. Είναι αυτονόητο και απολύτως αναμενόμενο ότι μια κυβερνητική εξουσία δεν έχει πολλά κίνητρα να αναγνωρίζει τις αστοχίες της, ενώ είναι επίσης πολύ πιθανό ότι και η αντιπολίτευση, ιδίως αν ανήκει στο νεολαϊκιστικό σύμπαν που έχει επικρατήσει σήμερα, θα θέτει το κομματικό της συμφέρον πάνω απ' όλα, αδιαφορώντας ή και εργαλειοποιώντας το δημόσιο. Γι' αυτό και χωρίς ισχυρή κοινωνία των πολιτών αυτού του τύπου που περιγράψαμε, οι θεσμοί ενδέχεται να βουλιάξουν στη διαφθορά ή στην ακινησία και η κοινωνία να μείνει χωρίς γνώση και καθοδήγηση απέναντι στις προκλήσεις κάθε εποχής. Ιδίως σήμερα που αυτές είναι πολλές, ταυτόχρονες, διεθνείς, ενίοτε τεχνικής φύσης και σίγουρα δυσεπίλυτες.

Ενεργός πολίτης και κόμματα στην Ελλάδα των κρίσεων Facebook Twitter
Γιάννης Γαΐτης, Ανθρώπινα τοπία

ΙV

Να, λοιπόν, που η auctoritas και η potestas έχουν εν τέλει κοινό σημείο συνάντησης τη res publica, τις δημόσιες υποθέσεις ή το δημόσιο συμφέρον, θα λέγαμε. Είναι εκείνο που καλούνται να προστατέψουν και να προαγάγουν αμφότερες, από τη δική της πλευρά και με τους δικούς της τρόπους η καθεμία.

Έτσι, όλο αυτό είναι που αναδεικνύει και την απαραίτηση σημασία των πολιτικών κομμάτων τα οποία αναφέραμε στην αρχή. Όχι μόνο διότι τα κόμματα ανήκουν τυπικά και αυτά στην κοινωνία των πολιτών και είναι δικά της δημιουργήματα, τουλάχιστον στις μεταπολεμικές μαζικές κοινωνίες του δυτικού κόσμου. Αλλά και γιατί τα κόμματα, όπως έλεγε και ο Γκράμσι, όταν κάνουν σωστά τη δουλειά τους, λειτουργούν ως συλλογικοί διανοούμενοι για μια κοινωνία. Όταν δεν έχουν εκπέσει σε κόμματα-καρτέλ, σε κόμματα κράτους ή ακόμη χειρότερα σε απλούς εκλογικούς μηχανισμούς, διατηρούν μια μεγάλη δυνατότητα: να σχηματοποιούν τις διάχυτες ιδέες, απόψεις και αξίες ενός χώρου σε μια συνεκτική πολιτική ιδεολογία και να την αξιοποιούν ως πολιτικό εργαλείο κατάκτησης της εξουσίας, εφαρμογής αποτελεσματικών πολιτικών και δημιουργίας των κατάλληλων συνθηκών πολιτικής σταθερότητας προκειμένου να αποδώσουν αυτές οι πολιτικές. Διότι χωρίς την potestas δεν μπορείς να αλλάξεις αποτελεσματικά ένα κράτος, όπως και χωρίς της auctoritas και την ισχυρή και δημοκρατική κοινωνία των πολιτών δεν μπορείς να διασφαλίσεις ότι μια εξουσία δεν θα ξεφύγει από το καθήκον να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και να υποτάσσεται, ό,τι κι αν κάνει, στις αρχές του κράτους δικαίου. Να είναι potestas, δηλαδή νόμιμη και νομιμοποιημένη εξουσία, και όχι potentia, με άλλα λόγια ωμή ισχύς.

Εδώ υπάρχει, ωστόσο, πάντοτε μια παγίδα για τους διανοούμενους και τους ενεργούς πολίτες που πορεύονται με βάση τις αρχές και τις αξίες τους. Την έχει περιγράψει ο Μαξ Βέμπερ στο περίφημο εγχειρίδιό του «Η πολιτική ως επάγγελμα». Όπως έχει εξηγήσει, οι πολιτικοί αλλά και οι ενεργοί πολίτες διχάζονται συνήθως μεταξύ της ηθικής των απόλυτων σκοπών και της ηθικής της ευθύνης. Η ηθική των απόλυτων σκοπών ταιριάζει περισσότερο στους άκαμπτους ιδεολόγους. Αυτοί θεωρούν ότι το υποκείμενο οφείλει να μένει προσκολλημένο στην επίτευξη των σκοπών εκείνων που αντιστοιχούν στις βασικές αξίες τους, ανεξάρτητα από τις όποιες συνέπειες μπορεί αυτές να έχουν στη ζωή των υπόλοιπων ανθρώπων. Αντιθέτως, η ηθική της ευθύνης είναι κυρίως ίδιον των ρεαλιστών, οι οποίοι συνεκτιμούν πάντοτε στις επιδιώξεις τους τη σχέση κόστους - αποτελέσματος. Ο Βέμπερ παραδέχεται ότι δεν είναι πάντοτε εύκολο να κρίνουμε ποια ηθική αντιστοιχεί καλύτερα σε κάθε κατάσταση. Όπως ευφυώς επισημαίνει, η πολιτική γίνεται μεν με το κεφάλι, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι γίνεται πάντα μόνο με αυτό. Επομένως, η ορθότερη στάση για τον Γερμανό στοχαστή είναι ο συνδυασμός της ηθικής των σκοπών με την ηθική της ευθύνης. 

Συμφωνώ με αυτό. Οι ανιδιοτελείς πολίτες συχνά επιζητούν κάτι ιδανικό, που δεν είναι πάντα όμως εφικτό. Η πολιτική, όπως ξέρουμε, είναι, αντιθέτως, η τέχνη του εφικτού, και μάλιστα του σωστού συγχρονισμού με την ιστορική συγκυρία, το περίφημο timing. Το πώς θα συνδυαστούν αυτά τα δύο που μοιάζουν ετερόκλητα είναι στην πραγματικότητα η μεγάλη πρόκληση κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Και συνδυάζονται μόνο όταν έχουν και οι δύο πλευρές ως πρώτιστη επιδίωξη το συμφέρον της πολιτείας. Όπως έλεγε ο Καμί: «Ο κόσμος δεν έχει ανάγκη από χλιαρές καρδιές. Έχει ανάγκη από φλογερές, που ξέρουν να δώσουν στη μετριοπάθεια τη σωστή της θέση».

*Το κείμενο είναι μια εκδοχή της ομιλίας μου στο φετινό συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, Η Ελλάδα Μετά VΙ: Εθνική στρατηγική και διεθνής περιδίνηση

Οπτική Γωνία
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Ευρωπαϊκός κανόνας και αρνητική συνείδηση», το νέο βιβλίο του Αντώνη Λιάκου (εκδ. Πόλις): Η Ανατολική Ευρώπη και η ιδέα της Ευρώπης (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση / «Ευρωπαϊκός κανόνας και αρνητική συνείδηση», το νέο βιβλίο του Αντώνη Λιάκου

Το νέο πόνημα του ομότιμου καθηγητή Νεότερης Ιστορίας του ΕΚΠΑ εστιάζει στην ευρωπαϊκή ταυτότητα και αυτοσυνείδηση και τις διαφορετικές περί αυτών προσλήψεις στη Γηραιά Ήπειρο ανάλογα με το εκάστοτε κυρίαρχο ιδεολόγημα, τη γεωγραφική θέση και την εποχή. Η Lifo προδημοσιεύει ένα επίκαιρο απόσπασμα από το 3ο κεφάλαιο με τίτλο «Η Ανατολική Ευρώπη και η ιδέα της Ευρώπης» 
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τι είναι, επιτέλους, αυτό που λέμε «κέντρο»;

Οπτική Γωνία / Τι είναι, επιτέλους, αυτό που λέμε «κέντρο»;

Το κέντρο δεν κινείται απλώς σε μια λογική ίσων αποστάσεων από την αριστερά και τη δεξιά, δεν συνιστά δηλαδή μια μετριοπαθή έκφρασή τους ούτε και αποτελεί ένα κολάζ των αξιών του παραδοσιακού αυτού δίπολου, αλλά είναι η ιστορική υπέρβασή του.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
«Η Ευρώπη που θέλω»: Πολίτες που συμμετείχαν στην Ολομέλεια της Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης μιλούν στη LiFO

European LiFO / «Η Ευρώπη που θέλω»: Πολίτες που συμμετείχαν στην Ολομέλεια της Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης μιλούν στη LiFO

Η LiFO βρέθηκε στα γραφεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Αθήνα και συνάντησε εκπροσώπους των ομάδων Ευρωπαίων πολιτών στις συνεδριάσεις του Ε.Κ. στο Στρασβούργο, οι οποίοι αφηγούνται τις εμπειρίες τους και μοιράζονται τις ιδέες τους για το μέλλον της Ευρώπης.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Στις ΗΠΑ οι πολίτες ψηφίζουν για την οικονομία, όχι για τη woke ατζέντα»

Διεθνή / «Στις ΗΠΑ οι πολίτες ψηφίζουν για την οικονομία, όχι για τη woke ατζέντα»

Γιατί η εργατική τάξη υποστήριξε τον Τραμπ; Μιλά στη LiFO ο καθηγητής Οικονομικών και διευθυντής του Κέντρου για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, Τζέφρι Σακς.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Η επιστήμη έχει μια νέα θεωρία για την καταγωγή του φιλιού

Tech & Science / Η επιστήμη έχει μια νέα θεωρία για την καταγωγή του φιλιού

Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, η προέλευση του φιλιού ανάγεται σε μια πρακτική περιποίησης των μεγάλων πιθήκων που χτενίζουν το τρίχωμα των οικείων τους με τα δάχτυλά τους και χρησιμοποιούν τα χείλη τους για να απομακρύνουν τα υπολείμματα.
LIFO NEWSROOM