Η ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ με διαφορά το μεγαλύτερο πρόβλημα για τους Έλληνες, σύμφωνα με τη χθεσινή δημοσκόπηση της Pulse για τον ΣΚΑΪ, ενώ δεύτερη έρχεται η εγκληματικότητα. Το δυστύχημα των Τεμπών καταγράφεται κι αυτό στα θέματα που προβληματίζουν τους Έλληνες, με το 61% να συμφωνεί με την πρόταση της αντιπολίτευσης για σύσταση προανακριτικής επιτροπής.
Στους δύο μήνες που απομένουν μέχρι τις ευρωεκλογές η κυβέρνηση θα ήθελε να βελτιώσει την εικόνα της και να σταματήσει τη φθορά, αλλά η μεγάλη απόσταση που εξακολουθεί να τη χωρίζει από τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχει δημιουργήσει έναν εφησυχασμό που δεν φαίνεται να κλονίζεται. Στελέχη της αναφέρουν ότι ακόμα και αν η Νέα Δημοκρατία καταγράψει μικρότερο ποσοστό από το 33% που είναι το όριο ενός «αξιοπρεπούς» αποτελέσματος για το κυβερνών κόμμα, η διαφορά με τον δεύτερο θα είναι ακόμα μεγάλη.
Μπορεί στην πρόθεση ψήφου οι δημοσκοπήσεις να μην καταγράφουν κάποια απειλή για την κυβέρνηση, οι απαντήσεις όμως σε ερωτήσεις για τις επιμέρους πολιτικές καταγράφουν απογοήτευση και ανησυχία. Αλλά και η καθημερινή επικαιρότητα υπενθυμίζει διαρκώς τα προβλήματα που δεν λύθηκαν, τις πολιτικές που δεν απέδωσαν και τις μεταρρυθμίσεις που δεν έγιναν.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός με δηλώσεις του πρόσφατα παραδέχθηκε ότι υπάρχει αυξημένος πληθωρισμός στα τρόφιμα, αλλά υποστήριξε ότι είναι χαμηλότερος αλλού. Ο υπουργός Ανάπτυξης ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα έχει πάρει τα περισσότερα μέτρα, σίγουρα όμως όχι τα αποδοτικότερα.
Η ελλιπής μέριμνα παρά τις υποσχέσεις
Την ώρα που ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του δηλώνουν ότι θα ασχοληθούν με τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών, προσπαθώντας να βγάλουν από την καθημερινή πολιτική ατζέντα τα Τέμπη, το κράτος δείχνει για άλλη μια φορά το εχθρικό του πρόσωπο στους πολίτες. Η δολοφονία μιας νέας γυναίκας έξω από το αστυνομικό τμήμα όπου είχε πάει για να ζητήσει προστασία και βοήθεια απέδειξε πάλι την αδυναμία ανταπόκρισης του κράτους στην υποχρέωσή του να προστατεύει την ανθρώπινη ζωή.
Παρά τις καμπάνιες, τα συνέδρια και τις δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων που έχουν γίνει, η οργάνωση ενός μηχανισμού υποστήριξης των γυναικών-θυμάτων βίας απουσιάζει. Τα προβλήματα διαπιστώνονται, αλλά δεν αντιμετωπίζονται.
Η ελλιπής μέριμνα έχει επισημανθεί από πολλούς φορείς. Έρευνα που είχε γίνει πριν από δύο χρόνια από το Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας, βασισμένη στην εμπειρία των επαγγελματιών που ασχολούνται με την αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας κατά των γυναικών, κατέγραψε πολλές αρνητικές αναφορές για την αστυνομία, την οποία παρουσίαζαν ως «έναν φορέα που λειτουργεί με στερεοτυπικές αντιλήψεις και δρα άκρως αποθαρρυντικά για τις γυναίκες-θύματα ενδοοικογενειακής βίας».
Η καθηγήτρια του Ποινικού Δικαίου του ΑΠΘ Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου είχε αναφέρει στη LiFO πως όταν μια γυναίκα απευθύνεται στην αστυνομία, περιμένει αφενός να της παρασχεθεί προστασία και αφετέρου να πραγματοποιηθεί μια έρευνα ώστε να επιβεβαιωθεί η καταγγελία και να ασκηθεί ποινική δίωξη. «Ωστόσο πολύ συχνά αυτό δεν συμβαίνει: η αστυνομία αφήνει τη γυναίκα χωρίς βοήθεια και υποβαθμίζει την ένταση της βίας σε μια απλή οικογενειακή διαφορά».
Γι’ αυτό, όπως εξηγούσε, απαιτείται να διαμορφωθεί ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο για τον τρόπο με τον οποίο οφείλει να αντιμετωπίζει η αστυνομία τέτοιου είδους καταγγελίες. Απαιτείται, επίσης, «σταθερά επαναλαμβανόμενη εκπαίδευση των αστυνομικών» και αναφορά των περιστατικών βίας κατά των γυναικών στον εισαγγελέα «ώστε να παρασχεθεί η αναγκαία προστασία στο θύμα».
Το θέμα της βίας κατά των γυναικών, όπως και εκείνο της οπαδικής βίας, μπαίνει στην πολιτική ατζέντα κάθε φορά που συμβαίνει ένα έγκλημα το οποίο σοκάρει την κοινωνία –όλο και πιο συχνά τελευταία–, γίνονται δηλώσεις για την «άμεση αντιμετώπισή» του από τους αρμόδιους υπουργούς και αμέσως μετά ξεχνιέται, χωρίς να αλλάζει τίποτα, μέχρι το επόμενο έγκλημα.
Τα προβλήματα ασφάλειας των πολιτών και η εγκληματικότητα παράγουν διαρκώς απογοήτευση, ανασφάλεια και θυμό. Πρόκειται για ζητήματα που, ειδικά οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας, περίμεναν να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, αλλά τα αποτελέσματα είναι πενιχρά και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης για άλλη μια φορά δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που καλλιεργεί το Μέγαρο Μαξίμου για αυτόν.
Την προηγούμενη φορά που ήταν υπουργός Προστασίας της κυβέρνησης αυτής, είχε ανακοινώσει ότι άνοιξε ξανά τον φάκελο της Μαρφίν γιατί βρήκε νέα στοιχεία, με το υπουργείο να διοχετεύει πληροφορίες στα ΜΜΕ ότι πλησιάζουν τους δράστες. Από τότε δεν δόθηκε καμία συνέχεια και τρία χρόνια μετά δεν έχουν δώσει ούτε κάποια εξήγηση για εκείνες τις ανακοινώσεις, που είναι σαν να μην έγιναν ποτέ.
Ο φάκελος της υπόθεσης Marfin ανοίγει πάλι... ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.
— Μιχάλης Χρυσοχοΐδης (@chrisochoidis) March 31, 2021
👉 https://t.co/BJ2YcW8iT6 | #ProstasiaPoliti pic.twitter.com/VHcSRoI7Qe
Ανίκητη η ακρίβεια
Το πρόβλημα της ακρίβειας, που η δημοσκόπηση της Pulse κατέγραψε για άλλη μια φορά ως το μεγαλύτερο πρόβλημα των Ελλήνων, αδυνατεί να το αντιμετωπίσει η κυβέρνηση και τα μέτρα που κάθε τόσο ανακοινώνει ο αρμόδιος υπουργός Ανάπτυξης, Κώστας Σκρέκας, αποδεικνύονται αναποτελεσματικά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τον Μάρτιο αυξήθηκε στο 3,4% ενώ στην Ευρωζώνη μειώθηκε στο 2,4%.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός με δηλώσεις του πρόσφατα παραδέχθηκε ότι υπάρχει αυξημένος πληθωρισμός στα τρόφιμα, αλλά υποστήριξε ότι είναι χαμηλότερος αλλού. Ο υπουργός Ανάπτυξης ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα έχει πάρει τα περισσότερα μέτρα, σίγουρα όμως όχι τα αποδοτικότερα.