ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ από την Κυριακή των εκλογών δεν σκοπεύω να ανοίξω εδώ θεωρητική συζήτηση για τα μοντέλα ή τις μορφές δημοκρατίας. Διαπιστώνω απλώς ότι όσες ιδέες περί δημοκρατίας και αν έχουν προταθεί από τους θεωρητικούς, όσες εκδοχές και αν εμφανίζονται στο χαρτί, κανένας πλέον δεν απορρίπτει την εκλογική ή ανταγωνιστική δημοκρατία, δηλαδή αυτό που έχουμε και στη χώρα μας και που τώρα κορυφώνεται (και πιθανότατα θα το έχουμε ξανά και στις αρχές Ιουλίου). Στην πολιτική επιστήμη, η λεγόμενη εκλογική ή ανταγωνιστική δημοκρατία, με αιχμή την ελεύθερη αναμέτρηση μεταξύ αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων, δεν συνιστά το μοναδικό μοντέλο δημοκρατίας.
Διάφορες άλλες ονομασίες και εναλλακτικές περιγραφές έχουν προσελκύσει την προσοχή των θεωρητικών εδώ και πολλές δεκαετίες: η συμμετοχική δημοκρατία, η διαβουλευτική, η αγωνιστική δημοκρατία. Πριν από είκοσι χρόνια, πάνω στο κύμα της εμπιστοσύνης στην παγκοσμιοποίηση, είχαν βγει άπειρα κείμενα για τη δημοκρατία έξω και πέρα από τα εθνικά κράτη για μια δημοκρατία κοσμοπολίτικη ή και παγκόσμια. Καθένα απ’ αυτά τα συστήματα αγκαλιάζει θερμά μια διάσταση που λέμε ότι υπολειτουργεί ή δεν εκφράζεται στο συμβατικό μας μοντέλο: την ενεργητική λαϊκή συμμετοχή, την προσεκτική διαβούλευση των πολιτών πριν από τη λήψη των σημαντικών πολιτικών αποφάσεων και πάει λέγοντας.
Οι επιμελώς σκηνοθετημένες «ανθρώπινες στιγμές» των πολιτικών, η προσπάθειά τους να εμφανιστούν πιο ποπ και λιγότερο θεσμικοί, μοιάζει περισσότερο με κίνηση απελπισίας παρά με συνειδητή επιλογή επικοινωνίας με τους νέους.
Υποθέτουμε όμως (και σε αυτό ελάχιστοι διαφωνούν) ότι ο εκλογικός ανταγωνισμός ανάμεσα στα κόμματα για την εξουσία είναι η βάση από όπου ξεκινάμε να μιλάμε για τα υπόλοιπα. Ότι είναι ο σκελετός πάνω στον οποίο χτίζονται και άλλες προτάσεις, αλλά χωρίς αυτόν δεν φανταζόμαστε πώς επιβιώνει η δημοκρατία. Υπάρχουν προφανώς χώροι που αμφισβητούν τη σημασία των αστικών εκλογών: η κλασική, αναρχική, αντιεκλογική άποψη ή η ανάλυση κομμάτων (στη μαχητική άκρα αριστερά) που πιστεύουν ότι σε μια άλλη μορφή κοινωνίας «δεν θα χρειάζονται» τέτοιες διαδικασίες. Στην πράξη όμως και μέσα στην εμπειρία η δημοκρατία των ανταγωνιστικών κομματικών επιλογών δεν έχει σοβαρούς αντιπάλους.
Έχει όμως έναν σημαντικό αντίπαλο: τον εαυτό της. Και γι’ αυτό ακριβώς θέλω να μιλήσω εδώ, μια ανάσα πριν από τις κάλπες. Η δημοκρατία του εκλογικού ανταγωνισμού διαβρώνεται από τον κούφιο και ανερμάτιστο πολιτικό λόγο. Υπονομεύεται από το σημαντικό ύψος προσωπικού πλούτου που πρέπει να έχει κάποιος ή κάποια για να κατέβει, όπως λέγεται κομψά, «με αξιώσεις στη μάχη». Καταντάει μια δημοκρατία στενόμυαλη και μίζερη από την απροθυμία των κομμάτων να συνομιλήσουν μεταξύ τους ή να ανταγωνιστούν με γόνιμο τρόπο.
Και τώρα, το γεγονός ότι οι πολιτικοί αρχηγοί σπεύδουν να μπουν στο τριπ του ΤikTok ή σε βιντεάκια με κρύα αστεία δεν δείχνει φυσικά κάποιον εκδημοκρατισμό της πολιτικής. Οι επιμελώς σκηνοθετημένες «ανθρώπινες στιγμές» των πολιτικών, η προσπάθειά τους να εμφανιστούν πιο ποπ και λιγότερο θεσμικοί, μοιάζει περισσότερο με κίνηση απελπισίας παρά με συνειδητή επιλογή επικοινωνίας με τους νέους.
Η δημοκρατία απειλείται έτσι από αυξημένες δόσεις γελοιότητας ή ασημαντότητας. Σε κάποιες χώρες υποφέρει από την ατονία ή το ισχνό ενδιαφέρον που προκαλούν οι διαμάχες των κομμάτων. Σε άλλες κοινωνίες την υποσκάπτει ο αποχαλινωμένος φανατισμός ή πολώσεις που δεν αντιστοιχούν στην αλήθεια των κοινωνικών και ιδεολογικών αντιθέσεων αλλά συντηρούν την εχθρότητα μέσα στο κοινωνικό σώμα.
Η εκλογική δημοκρατία στην Ελλάδα του ’23 μοιάζει να έχει δανειστεί κλίμα και από τις δυο περιπτώσεις: από τη μια βλέπεις πάντα θερμές κομματικές ταυτίσεις και παραταξιακές αγριοφωνάρες και από την άλλη αισθανόμαστε πως ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν πήρε καν είδηση τη «σοβαρότητα της μάχης». Λίγες χιλιάδες στελέχη, ακόλουθοι, υποψήφιοι και φίλοι προσπάθησαν να κερδίσουν την προσοχή και την ίδια ώρα η σφαίρα της καθημερινής ζωής παρέμεινε απαθής.
Μια παλιά ανάλυση της εκλογικής δημοκρατίας έλεγε πως είναι ευεργετική μια ορισμένη απάθεια των μαζών. Κάποιοι παρατηρητές των πολιτικών πραγμάτων ισχυρίζονταν ότι για να έχουμε πολιτική σταθερότητα πρέπει να αποδεχτούμε την ύπαρξη των αμέτοχων και αδιάφορων πολιτών. Για να κυβερνηθεί απρόσκοπτα ένας τόπος πρέπει ικανό μέρος της κοινωνίας να μην έχει πολιτικά πάθη και να ασχολείται με άλλες υποθέσεις. Αυτή φυσικά η εκδοχή –που την είχαν μελετήσει στην αμερικανική πολιτική επιστήμη στη μακρινή δεκαετία του ’50– δύσκολα κρύβει την υποτίμηση και την περιφρόνηση για τους απλούς ανθρώπους. Όπως ο λαϊκισμός συχνά αποθεώνει την αιώνια πολιτική σοφία του λαού, έτσι και αυτός ο ελιτίστικος αντιλαϊκισμός βάζει πάνω από όλες τις αξίες τη σταθερότητα και την τεχνοκρατία.
Όπως και να έχει πάντως, η συμβατική μας εκλογική δημοκρατία φανερώνει τα προβλήματα και τα κενά της. Μοιάζει να μην μπορεί να συγκινήσει περισσότερους, να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τους νεότερους. Κινδυνεύει έτσι να πάθει αυτό που συνέβη με την αγορά των εφημερίδων στο περίπτερο: να γίνει μια ιστορία «μεγάλων ανθρώπων» ή κάποιων λίγων, νεότερων, με φιλοδοξίες και από οικογένειες πολιτικοποιημένων γονιών.
Όποια και αν είναι τα αποτελέσματα αυτής της εκλογικής μάχης, οι εσωτερικές αδράνειες και τα οικεία δεινά του μοντέλου πρέπει να συζητηθούν και κυρίως να καταπολεμηθούν με σύστημα. Ποια είναι τα δεινά; Αυτοί και αυτές που μπορούν να κάνουν καμπάνιες πρέπει να έχουν πολύ χρήμα, οι δικτυώσεις με συμφέροντα συνεχίζουν να δηλητηριάζουν την αντιπροσώπευση, ενώ τα προγράμματα αποτελούν συχνά πρόσχημα για παράθεση ευχών και όχι κάτι σοβαρό. Όλα αυτά μαζί με την ινσταγκραμική πόζα μπορούν και αφαιρούν ουσία από τη δημοκρατία.
Φυσικά και δεν είναι νεκρή (όπως λένε με ευκολία κάποιοι) η αντιπροσωπευτική δημοκρατία ούτε επιτρέπεται να μιλάει κανείς για το «πανηγυράκι των εκλογών» με ύφος απαξίωσης και αφόρητη ηθική έπαρση. Είναι όμως αδιάψευστα τα συμπτώματα της δημοκρατικής κόπωσης και το πολιτικό σύστημα χρειάζεται επανεκκίνηση. Άλλωστε από το 2020 βαδίζουμε διεθνώς σε έναν νέο ιστορικο-πολιτικό κύκλο που θέλει περισσότερη πολιτική και λιγότερη επικοινωνία. Όποιοι καταφέρουν να ενσαρκώσουν ένα καλύτερο παράδειγμα πολιτικής θα προφυλάξουν τη δημοκρατία από τον ιό της ασημαντότητας και του κυνισμού που μόνο τους αντιδημοκράτες ευνοεί.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.