ΕΤΥΧΕ ΠΡΟΣΦΑΤΑ να ξανακοιτάξω τα αποτελέσματα της μεγάλης έρευνας της διαΝΕΟσις και της Marc για το «τι πιστεύουν οι Έλληνες». Είναι από τις αρχές αυτού του χρόνου και, όπως αποσαφηνίζεται, σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του γενικού πληθυσμού ηλικίας 17 χρονών και πάνω (1.254 άτομα), με τηλεφωνικές συνεντεύξεις και online panel. Όσο και αν τα «ήξερα» και είχα διαβάσει και ορισμένες σχετικές αναλύσεις, δεν μπόρεσα να αποφύγω πάλι το σάστισμα που προκαλείται αυτό το απάνθισμα αντιφάσεων, αυτή η σειρά αλληλοαναιρούμενων προσδοκιών και στάσεων.
Ίσως μια προσεκτική μελέτη των απαντήσεων να εξηγεί τη μεγάλη σύγχυση ως αποτέλεσμα των αποκλίσεων στις αξίες και στις βιοτικές προτεραιότητες ανά ηλικιακή κατηγορία ή απασχόληση. Επίσης, η θετική γνώμη για τον φιλελευθερισμό και τον σοσιαλισμό δεν είναι τόσο αντιφατική αν υποθέσουμε πως οι περισσότεροι πολίτες έχουν κατά νου ένα υβρίδιο με στοιχεία του ενός και του άλλου. Όταν έχουμε έννοιες με τόσο μεγάλη περίμετρο (σοσιαλισμός, καπιταλισμός κ.λπ.), οι αντιφάσεις κρύβονται πίσω από την απροσδιοριστία των λέξεων και ένα στοκ εντυπώσεων και διάχυτων αισθήσεων που κυκλοφορούν ήδη στην κοινωνία. Έτσι, για παράδειγμα, θεωρούνται γενικώς «κακά πράγματα» ο φανατισμός, η ακροδεξιά, ο κομμουνισμός αλλά και ο νεοφιλελευθερισμός, ενώ, αντιθέτως, λογαριάζονται ως «καλά πράγματα» ο σοσιαλισμός και φιλελευθερισμός. Τέτοιες απαντήσεις παραπέμπουν σε μια κοινωνία με αμφίθυμες προοδευτικές-συντηρητικές διαθέσεις και πάντως κοντά σε συμβατικές στάσεις μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Ένας γενικόλογος σοσιαλισμός έχει ταυτιστεί με τη σύνταξη στα πενήντα πέντε και τις δωρεάν υπηρεσίες στον χρήστη. Ένας νεφελώδης φιλελευθερισμός περνάει από το εγκώμιο στις επενδύσεις ή στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» και στην ανταγωνιστικότητα.
Εκεί που σκοτεινιάζει η εικόνα και η σύγχυση δεν είναι, ίσως, τόσο αθώα, είναι όταν τα γενικά μεταφράζονται σε συγκεκριμένες θέσεις και αξιολογήσεις. Για παράδειγμα, όταν η γενική εκτίμηση των Ελλήνων σε ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας συνοδεύεται από μια στάση κατά των φόρων. Ή όταν δηλώνεται ως πρωταρχική αξία αναφοράς η δικαιοσύνη αλλά η πλειονότητα είναι υπέρ της συνταξιοδότησης πριν από τα εξήντα. Και ενώ ένα μεγάλο ποσοστό έχει θετική προδιάθεση για τον σοσιαλισμό, η ισότητα βρίσκεται αρκετά χαμηλά στην κλίμακα των αξιών. Και την ίδια στιγμή που θεωρείται καλό πράγμα η «ανταγωνιστικότητα», η πλειονότητα επιθυμεί εργασία στο Δημόσιο και μάλιστα με πρόωρη συνταξιοδότηση.
Τι είναι αυτές οι ανακόλουθες και κάπου-κάπου ασυνάρτητες απαντήσεις; Ένα μείγμα ευχών, προσωπικών πόθων, «επίσημων» και προκατασκευασμένων τοποθετήσεων; Μήπως αναδίδουν και ένα άρωμα ειρωνικού τρολαρίσματος απέναντι στις ίδιες τις σοβαρές προθέσεις των ερευνητών; Ή μήπως οι ζαλισμένες απαντήσεις αντανακλούν απλώς την κόπωση της συγκυρίας μετά την πανδημία και τις αλλαγές που τα προηγούμενα δυο χρόνια έφεραν στον χάρτη των συναισθημάτων και των ιδεών;
Οι άνθρωποι που χειρίζονται με επάρκεια και γνώση τα εργαλεία αυτών των ερευνών ψάχνουν συνήθως να καταλάβουν τι συμβαίνει συγκρίνοντας με προηγούμενες, αντίστοιχες έρευνες. Ορισμένα πράγματα είναι εξηγήσιμα με βάση τις εμπειρίες που μεσολάβησαν. Για παράδειγμα, το 2015, η πλειονότητα είχε καλή γνώμη για την έννοια «αριστερά». Στις αρχές του 2022, το ποσοστό έχει μειωθεί αισθητά. Προφανώς, εδώ μετρούν οι απογοητεύσεις και οι διαψεύσεις της κυβερνητικής θητείας των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ (που ήταν ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., αλλά θεωρήθηκαν και διαφημίστηκαν κατά κόρον ως «πρώτη φορά αριστερά»).
Αν όμως έτυχε να ξαναδώ αυτή την έρευνα για το «τι πιστεύουν οι Έλληνες», είναι γιατί έχει ενισχυθεί μέσα μου η εντύπωση πως ένα μέρος αυτής της σύγχυσης έχει συγκεκριμένη αιτία. Μπορούμε, βέβαια, να εξακολουθήσουμε να αναθεματίζουμε τη «μεταμοντέρνα ρευστότητα», το χάος των κρίσεων και τον τρόπο με τον οποίο η εποχή αυτή αναστατώνει και αποδιοργανώνει τις μεσαίες τάξεις σε όλη τη Δύση. Πιθανόν όλα αυτά, με κάποιον τρόπο, να έχουν επίδραση και να επηρεάζουν το ύφος και την ουσία των απαντήσεων σε τέτοιες έρευνες αξιών και πεποιθήσεων.
Υπάρχουν όμως και πιο εντοπισμένες πολιτικές ευθύνες. Σε μεγάλο βαθμό, βλέπει κανείς πως οι απαντήσεις αποκαλύπτουν ότι οι υπαρκτές πολιτικές δυνάμεις, τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς και κεντροαριστεράς, δεν έχουν ασκήσει καμιά άξια λόγου πολιτική «παιδαγωγική». Το ότι ένας κόσμος πιστεύει πως μπορεί να έχει ισχυρό προστατευτικό κράτος και την ίδια στιγμή να πληρώνει όλο και λιγότερους φόρους είναι και αποτέλεσμα μιας χρόνιας δημαγωγικής κομματικής ρητορικής: εκείνης της ρητορικής που βαφτίζει την όποια φορολογική επιβάρυνση «χαράτσι», ενώ την ίδια στιγμή φωνάζει υπέρ της διεύρυνσης και επέκτασης των κρατικών δομών και δημόσιων υπηρεσιών. Ας πούμε, λοιπόν, πως από δεξιά και αριστερά εκφωνούνται κάποιες λέξεις που ηχούν συμπαθείς ή αρέσουν σε κάποιο κοινό, χωρίς όμως να εξηγείται ποτέ τι συνέπειες έχει κάθε επιλογή και τι ακριβώς σημαίνει το ένα και το άλλο. Η σύγχυση είναι έτσι και κομμάτι μιας ρηχής προσέγγισης στις δημόσιες ιδέες και στη συζήτηση για τις αξίες στη χώρα. Ένας γενικόλογος σοσιαλισμός έχει ταυτιστεί με τη σύνταξη στα πενήντα πέντε και τις δωρεάν υπηρεσίες στον χρήστη (κάπως σαν τις υποσχέσεις των παρόχων, δίχως τα ψιλά γράμματα των συμβολαίων). Ένας νεφελώδης φιλελευθερισμός περνάει από το εγκώμιο στις επενδύσεις ή στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» και στην ανταγωνιστικότητα. Ένας χαμηλών στροφών συντηρητισμός ακουμπάει ευλαβικά στην εκτίμηση της πλειοψηφίας για την αστυνομία ή άλλους «συντηρητικούς» θεσμούς, αν και πιστεύω πως στο ηλικιακό δείγμα των νεότερων θα έχει μεγάλες αποδόσεις και ο αντι-μπατσισμός (και επομένως, η ελπίδα πολλών για αριστερόστροφη νεότητα).
Το μείγμα δίνει εν τέλει την εντύπωση μιας συστηματικά υποκριτικής, επιτηδευμένης και σχεδόν «στημένης» απάντησης από μέρους πολλών ατόμων. Όπως όταν η πεποίθησή μου είναι το Α και η πράξη και οι βασικές επιλογές μου δείχνουν το ακριβώς αντίθετο. Συχνά, ας πούμε, σε μια επίσημη συζήτηση οι πολίτες, και ιδίως οι νεότεροι, δίνουν την εντύπωση πως και στην Ελλάδα είμαστε κοινωνία σοβαρής περιβαλλοντικής μέριμνας και πρακτικής αλληλεγγύης. Αυτό, ωστόσο, δεν αποδεικνύεται από τα σκληρά δεδομένα, ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο: μοιάζει έτσι με καλλωπιστικό ψεύδος ή με επιβεβλημένη από την εποχή πολιτική ορθότητα που δεν έχει μεγάλη σχέση με το τι κάνουμε και το πως ζούμε στ’ αλήθεια.
Ας μη χάσουμε όμως από το οπτικό μας πεδίο τις ευθύνες των πολιτικών οργανώσεων και των όποιων μηχανισμών επηρεάζουν. Μπορεί να έχουν εξασθενίσει, να μην έχουν εδώ και χρόνια την κοινωνική εξουσία που διέθεταν στις πρώτες μεταπολιτευτικές δεκαετίες, αλλά, παρ’ όλα αυτά, τα κόμματα χειρίζονται τις πολιτικές ιδέες και τα αντίστοιχα λεξιλόγια. Όταν τελικά διακινούν ένα εμπόρευμα φτηνό, δίχως να εξηγούν στους πολίτες πως δεν γίνονται όλα μαζί, τότε μετατρέπονται απλώς σε πολλαπλασιαστές της σύγχυσης. Απέναντι, όμως, στις νέες απειλές αυτή η βολική σύγχυση δεν θα είναι για πάντα ικανή να μας απαλλάξει από τα δύσκολα και να μας προστατεύσει επαρκώς.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.