ΔIKAIOΛΟΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ έχω ακούσει πολλές. Πως η Μεγάλη Χίμαιρα ήταν μια ειρωνική τοποθέτηση όσον αφορά την εποχή. Αυτή η θεωρία φαίνεται ιδιαίτερα περιπαικτική, το ότι γράφει ένας άνδρας το 1953 ένα τόσο μεγάλο «αστείο», με τόσο μίσος, με ξεκάθαρη τοποθέτηση για τις γυναίκες, υποτίθεται για να απαθανατίσει το ύφος της εποχής.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που δεν του λείπει τίποτε από το πατριαρχικό textbook που τότε κυριαρχούσε και σήμερα ακόμα βράζει ακριβώς από κάτω μας –ή και μπροστά μας–, εάν σκεφτεί κανείς πως ο Παπακαλιάτης το επαναφέρει διαρκώς στο «Μαέστρο», θυμίζοντάς μας πως η πατριαρχία δεν φυτρώνει αλλά αποτελεί την ιστορία και το παρόν μας: μεγαλώσαμε μέσα σε αυτήν, αλλά ίσως το Σύνδρομο της Στοκχόλμης, έστω με τους λογοτέχνες, μπορεί να σταματήσει εδώ.
Η Μεγάλη Χίμαιρα είναι μια σεξιστική παραφωνία, κατασκευασμένη από τσιτάτα μίσους και χριστιανική τιμωρία, δοσμένα στον υπερθετικό βαθμό.
Δεν είναι λίγοι όσοι εξαγριώνονται και σπεύδουν να υπερασπιστούν τον Καραγάτση· μάλιστα, η Χίμαιρα έχει προκαλέσει σύγχυση γιατί η κεντρική ηρωίδα, η Μαρίνα, παρουσιάζεται με μεγάλη πατριαρχική κολακεία (όμορφη και ταπεινή), άρα πώς είναι δυνατό ο συγγραφέας της να τη μισεί τόσο, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται να την καμαρώνει και να την ποθεί; Δεδομένων αυτών των «αντιθέσεων» προκύπτουν και τα εξώφυλλα με «εγκλήματα πάθους» που μέχρι και σήμερα μας κυνηγάνε, σαν γκλίτερ πάνω από τις σορούς που αφήνουν οι γυναικοκτόνοι.
Η Μεγάλη Χίμαιρα είναι μια σεξιστική παραφωνία, κατασκευασμένη από τσιτάτα μίσους και χριστιανική τιμωρία, δοσμένα στον υπερθετικό βαθμό. Μιλώντας για εποχή (και σεξεργασία), το 1880 έγραψε ο Ζολά τη Νανά, η οποία φυσικά και δεν στερείται σεξισμού (τι στερείται σεξισμού άραγε;), αλλά τουλάχιστον, σε αντίθεση με τη μητέρα της Μαρίνας, χρωματίστηκε τελείως διαφορετικά – ηθικά μιλώντας. Συμπληρωματικά, ο Καραγάτσης δεν ήταν βιδωμένος στην Ελλάδα – ταξίδεψε σε Αγγλία, Γαλλία, Τουρκία και Αίγυπτο. Μάλιστα, σκόπευε να σπουδάσει στη Γαλλία.
Ενοχές, ξυλοδαρμός, οικονομικός έλεγχος και όλες οι διδαχές που δέχτηκαν οι γυναίκες από την Εκκλησία για τον ρόλο τους, δοσμένες με απαράδεκτα ρομαντικό τρόπο και απλοϊκά δίπολα συμπεριφοράς. Η Μαρίνα δεν συγχωρεί τη σεξεργάτρια μητέρα της, αλλά παραδίδει στον άντρα της την περιουσία της (της μητέρας δηλαδή), επειδή είναι «μυαλωμένη» και κρίνει πως ο άντρας της θα κάνει σωστή διαχείριση. Ο άντρας της βέβαια χάνει τα πάντα, βρίσκει (δικαιολογημένα) έρωτα (μη πνευματικό, άρα κατώτερο) σε κάθε λιμάνι, ενώ ταυτόχρονα η σεξουαλικότητα της Μαρίνας είναι το πιο δαιμονοποιημένο στοιχείο, κάτι βαθύτατα άρρωστο και σκοτεινό, που όταν εκφράζεται, γίνεται με ντροπή και αποστροφή. Όλα τα παραπάνω για να καταλήξουμε στις ερινύες, το σύγχρονο guilt trip, για το νεκρό παιδί που δρα ως καταλύτης. Ακολουθούν σταχυολογημένα αποσπάσματα:
«… πηγαίνει στον Παρθενώνα να προσκυνήσει τους θεούς που της επέβαλε η μοίρα και η νοημοσύνη. Είναι όμορφη – και το ξέρει. Παράξενα και ξωτικά όμορφη για τους Αθηναίους, που ξαπλωμένοι στα μαρμάρινα σκαλιά σταμάτησαν την πολιτική τους συζήτηση, για να την καμαρώσουν. Εκείνη, σαν γυναίκα πονηρή, καμώνεται πως δεν βλέπει το θαυμασμό στα μάτια των αντρών. Σιγανεβαίνει τα σκαλοπάτια πολύ αξιόπρεπα, με τα βλέφαρα τάχα σεμνά χαμηλωμένα».
«Φαίνεται πως έκανε τη βρομοδουλειά με τον αρραβωνιαστικό της. Είναι γκαστρωμένη, τεσσάρω μηνώ. Και τώρα την έζωσαν τα φίδια, να γυρίσει σύγκαιρα ο λεγάμενος, να παντρευτούν πριν γεννήσει το μπασταρδέλι».
«Αδιαφορεί αν πάνω σ ’εκείνο το κρεβάτι, το πλανεμένο κι αλήτικο, μια άλλη γυναίκα κυλιέται κάτω απ’ το κορμί του άντρα της, μολονότι μαντεύει πως αυτό γίνεται, πως έτσι είναι. Στην ψυχή της δεν χωράει ζήλια. Χαμογελάει μ’ επιείκεια για τις σαρκικές παρεκτροπές του Γιάννη. Δεν έχει σημασία αυτό· δεν την απατάει με την ψυχή του».
«“Δεν είναι σωστό να γλεντάει έτσι, φανερά κι απερίσκεπτα, με ύποπτες γυναίκες. Αν το μάθει η Λιλή θα στενοχωρεθεί, θα πονέσει”. “Ας πονέσει. Αυτός είναι ο κλήρος της γυναίκας που αγαπάει. Ας πονέσει”».
«Έχει εντελώς αποκτηνωθεί. Δεν είναι πια παρά μια μήτρα διψασμένη για συνουσία, με πέη υποταγμένα στην ηδονική της έκρηξη. Δεν είναι παρά ένα κτήνος πορνικό. Έγινε πια πόρνη. Προκαλεί πια τους πάντες χωρίς να το θέλει, χωρίς να καταλαβαίνει πως το θέλει. Την κυβερνάει η υπερέκκριση των ωοθηκών της. Ένα σφουγγάρι ποτισμένο στην πιο χυδαία εστραδιόλη, κυνικά προκλητικό, πρόθυμο να σμιχτεί με την κάθε τεστοστερόνη που θα συναπαντήσει μπροστά του».
«Κι όταν ένιωσε πως αυτός και το μίσος γίνηκαν ένα, τότε της είπε με μια φωνή πνιχτή:
— Πουτάνα!
Την άρπαξε απ’ τον ώμο, την έσπρωξε στην άλλη άκρη της κουζίνας, έκλεισε την πόρτα και στάθηκε. Εκείνη κρατήθηκε από το τραπέζι να μην πέσει, τόσο δυνατά την είχε σπρώξει. Δεν μίλησε. Δέχτηκε τη βρισιά ατάραχη. Και πάλι στεκόταν ντούρα, προκλητική, περιμένοντας. Μ’ ένα πήδημα χίμηξε απάνω της και άρχισε να τη χτυπάει στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στο στήθος, στη ράχη. Το μίσος έδωσε δύναμη υπεράνθρωπη στα χέρια του. Χτυπούσε, χτυπούσε, χτυπούσε. Τα χτυπήματα ηχούσαν υπόκωφα, μουγκά στο ηχείο του κορμιού της. Τα δεχόταν δίχως μια φωνή, χωρίς την παραμικρή αντίδραση. Είχε κλείσει τα μάτια, είχε μισανοίξει τα χείλη. Στη μορφή της είχε χυθεί η ύπουλη εκείνη έκφραση, που κυμαίνεται ανάμεσα σε οδύνη κι ηδονή. Ένα πιο δυνατό χτύπημα στο μηλίγγι τη ζάλισε. Λύγισαν τα πόδια της, έπεσε γονατιστή.
— Μη με χτυπάς τόσο δυνατά, μουρμούρισε. Θα με σκοτώσεις· και δεν κάνει. Δεν κάνει για σένα…
Σταμάτησε να την χτυπάει· την κοίταζε κι ανάσαινε βαριά. Τότε εκείνη, καθώς ήταν γονατιστή, του αγκάλιασε σφιχτά τα γόνατα, ακούμπησε το κεφάλι της στα μεριά του και χαϊδεύτηκε σα γάτα.
Τώρα ξέρω πως μ’ αγαπάς, μουρμούρισε».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.