ΜΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΙΕΣ να έχουν φτάσει τις 14 μέχρι τώρα για το 2024, ενώ οι συλλήψεις για ενδοοικογενειακή βία ξεπερνούν και τις 200 ανά εβδομάδα, η μαύρη λίστα της βίας κατά των γυναικών συνεχίζει να προκαλεί αποτροπιασμό και προβληματισμό. Σε κάθε νέο περιστατικό γυναικοκτονίας, το αίτημα για νομική κατοχύρωση του όρου «γυναικοκτονία» επανέρχεται ξανά και καθίσταται όλο και πιο επιτακτικό. Η κοινωνία θλίβεται και συμπονά τα θύματα, εκφράζει την απέχθειά της για τους δράστες, ενώ επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα ακούγονται για το κατά πόσο υφίσταται ο όρος γυναικτονία, για τις ευθύνες της πολιτείας, για το πώς θα γίνει πιο αποτελεσματικό το panic button και για το πώς θα γίνουν αυστηρότερες οι ποινές. Γυναικοκτονίες πάντα υπήρχαν, αλλά άλλοτε εμφανιζόντουσαν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ως «εγκλήματα πάθους», με όλη την ανόητη ρομαντικοποίηση που φέρει ο όρος. Τουλάχιστον, πάψαμε να τις συνδέουμε αποκλειστικά με την ερωτική παραφορά.
Τα αίτια των γυναικοκτονιών είναι βαθιά και δομικά, αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τις έμφυλες ανισότητες και τα σεξιστικά στερεότυπα που επιβάλλει η πατριαρχία. Είναι αυτή η ριζωμένη αντίληψη πως η γυναίκα είναι κατώτερη και κτήμα ενός άντρα που οδηγεί στην κακοποίηση και στον έλεγχο, στην άρνηση του δικαιώματος μιας γυναίκας για ελεύθερη βούληση και αυτενέργεια, που καταλήγει εν τέλει στη γυναικοκτονία. Είναι αδύνατον για τον γυναικοκτόνο να αποδεχτεί πως η γυναίκα μπορεί να θέλει να ζήσει χωρίς αυτόν. Είναι τέτοιο πλήγμα για τον εγωισμό του που προτιμά να τη σκοτώσει ή και να αυτοκτονήσει κάποιες φορές παρά να δεχτεί πως ό,τι του ανήκει δικαιωματικά θα ζει μακριά του. Και δεν χρειάζεται καν να του ζητήσει να χωρίσουν για να τη σκοτώσει. Η 26χρονη Γαρυφαλλιά στη Φολέγανδρο δολοφονήθηκε επειδή τόλμησε να μιλήσει απαξιωτικά στον δολοφόνο της.
Σεξιστικά κλισέ όπως «τα ήθελε», «πήγαινε γυρεύοντας», «κάτι θα του έκανε κι αυτή», «τον κεράτωνε», αν και ακούγονται σαν γραφικά κουτσομπολιά από γειτονίτσα του ’50 με ασβεστωμένες αυλές, γυναίκες δίπλα στις μπουγάδες και άντρες να παίζουν τάβλι στα καφενεία, δυστυχώς εξακολουθούν να αναπαράγονται.
Ωστόσο, παρά τις τόσες αναλύσεις στα ΜΜΕ, τις εκδηλώσεις λύπης και τις διακηρύξεις για το τι μέλλει γενέσθαι για την αντιμετώπιση του φαινομένου, η κοινωνία μοιάζει να παρακολουθεί αποστασιοποιημένη, λες και παρατηρεί ένα γεγονός ανεξάρτητο από ό,τι η ίδια προωθεί και από ό,τι ενδημεί στους κόλπους της. Λες και ξαφνικά κάποιοι άντρες αποφασίζουν να σκοτώσουν πρώην ή νυν συντρόφους, αποκομμένοι από το περιβάλλον τους. Μιλάμε αρκετά για τις συνέπειες και τις λύσεις εκ των υστέρων και για την υποστήριξη στις κακοποιημένες γυναίκες, αλλά πόσο μιλάμε για τα βαθύτερα αίτια;
Σε αρκετά περιστατικά γυναικοκτονιών, όπως και στο τελευταίο, της 43χρονης Δώρας στο Αγρίνιο, οι συγγενείς του δράστη, στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν ή και να εξηγήσουν στον εαυτό τους την πράξη, ρίχνουν με διάφορους έμμεσους τρόπους την ευθύνη στο θύμα. Συχνά ακούμε πως υπήρχε «τρίτο πρόσωπο», πως η γυναίκα ήταν άπιστη, τον κορόιδευε, του έδινε ψεύτικες υποσχέσεις, του έτρωγε λεφτά ή τέλος πάντων δεν ήταν και πρόσωπο άμεμπτο και άσπιλο. Λες και αν δεν ήταν, αυτό δίνει το παραμικρό δικαίωμα σε κάποιον να αφαιρέσει μια ζωή. Ακόμα και τα «ήθελε να χωρίσουν» και «του ζήτησε διαζύγιο» ακούγονται λες και προσάπτουν κάποια βαριά κατηγορία. Ακόμα κι αν όλα αυτά δεν είναι παρά απέλπιδες προσπάθειες για να δικαιολογήσουν τον δικό τους άνθρωπο, από πίσω ακούγεται ο απόηχος παγιωμένων πεποιθήσεων της κοινωνίας. Σεξιστικά κλισέ όπως «τα ήθελε», «πήγαινε γυρεύοντας», «κάτι θα του έκανε κι αυτή», «τον κεράτωνε», αν και ακούγονται σαν γραφικά κουτσομπολιά από γειτονίτσα του ’50 με ασβεστωμένες αυλές, γυναίκες δίπλα στις μπουγάδες και άντρες να παίζουν τάβλι στα καφενεία, δυστυχώς εξακολουθούν να αναπαράγονται. Η περίπτωση της γυναικοκτονίας της Ελένης Τοπαλούδη, που «πήγαινε γυρεύοντας», είναι η πιο χαρακτηριστική. Ποιος θα περίμενε ποτέ πως η κοινωνία θα δικαιολογούσε τους δολοφόνους μιας αθώας κοπέλας επειδή διέπραξε το ανήκουστο να μη συναινέσει σε ό,τι δεν ήθελε. Η γυναίκα λοιπόν όχι μόνο δεν έχει το δικαίωμα να λέει «όχι», αλλά αν δεν ακολουθεί και τα «πρέπει» και την ηθική του μικροαστικού πουριτανισμού, θα βρεθεί υπόλογη και γι’ αυτό. Ακόμα και αγρίως δολοφονημένη.
Σιγά-σιγά έχει αρχίζει να γίνεται πιο κατανοητό πως στο θέμα δεν χωράνε απλουστευμένα και αφελή «ας έφευγε». Αυτό δείχνουν και τα πολλά παραδείγματα γυναικοκτονιών που έγιναν ακριβώς τη στιγμή που η γυναίκα αποφάσισε να φύγει ή κατήγγειλε τον κακοποιητή της. Υπάρχουν διάφορα στάδια κατά τα οποία το θύμα χάνει την αυτοεκτίμησή του, απομονώνεται από το φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον και παγιδεύεται μέσω χειριστικών συμπεριφορών και επαναλαμβανόμενων μοτίβων. Όταν πλέον αντιληφθεί πως πρέπει να ξεφύγει, είναι ήδη αργά.
Το σίγουρο είναι πως η κοινωνία δεν γίνεται να νίπτει τας χείρας της και αν δεν γίνει σαφές πως οι αιτίες είναι παντού γύρω μας, θα στέκουμε ανήμποροι μπροστά σε κάθε νέα δολοφονία. Είναι τάχα αμέτοχοι όλοι αυτοί που ευθέως ή εμμέσως κατηγορούν το θύμα; Όλοι αυτοί που δικαιολογούν τη βία κατά των «άπιστων» γυναικών; Να νιώθει άραγε υπεύθυνο το περιβάλλον των γυναικοκτόνων; Να ένιωσε πως υπέθαλπε και προστάτευε έναν εν δυνάμει δολοφόνο; Πόσοι ανέλαβαν δράση όταν έβλεπαν βίαιες συμπεριφορές κοντινού τους ανθρώπου; Τουλάχιστον για τις φορές που υπήρχαν ενδείξεις, γιατί, ως γνωστόν, αρκετοί γυναικοκτόνοι δείχνουν ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο στους οικείους τους. Τέλος, να νιώθουν υπεύθυνοι όσοι γνώριζαν λεπτομέρειες για υποθέσεις κακοποίησης, αλλά προτίμησαν να μην εμπλακούν;
Μία άλλη παράμετρος του ζητήματος, που δεν συζητείται συχνά, είναι η κοινωνική πίεση προς τις γυναίκες για τη σύναψη σχέσης και τη δημιουργία οικογένειας. Μπορεί να μη γίνεται στον βαθμό που γινόταν παλιότερα, αλλά δεν έχει εκλείψει. Πώς θα ήταν άραγε μια κοινωνία όπου κανείς δεν θα πίεζε κανέναν για να κάνει σχέση, η δημιουργία οικογένειας και η τεκνοποίηση θα ήταν απλώς μια επιλογή και όχι μονόδρομος και κανείς δεν θα αντιμετώπιζε τους singles ελαφρώς απαξιωτικά; Πώς θα ήταν μια κοινωνία όπου ο χωρισμός δεν θα ήταν οπωσδήποτε κάτι απευκταίο ή όνειδος; Άραγε να νιώθουν κάποια ευθύνη και για τις γυναικοκτονίες όσοι πιέζουν αφόρητα ή πιο έμμεσα και με πιο ύπουλους τρόπους τις γυναίκες να βρουν μια οποιαδήποτε σχέση, ακόμα και με κάποιον ακατάλληλο, που θα τους εξασφαλίσει κοινωνική καταξίωση και, αν τυχόν αποτύχουν, τις στιγματίζουν; Ασφαλώς και δεν υπάρχει αιτιακή σχέση με τις γυναικοκτονιες. Αλλά μια κοινωνία χωρίς αφόρητη πίεση για ζευγάρωμα θα οδηγούσε πολλούς και σε μια πιο ώριμη και πιο προσεκτική επιλογή συντρόφου και όχι υπό συνθήκες πίεσης και σίγουρα όλοι όσοι έχουν εμφανή τον μισογυνισμό τους δεν θα έβρισκαν τόσο εύκολα σύντροφο.
Γενιές γυναικών μεγάλωσαν σε μόνιμο καθεστώς βίας, ανεχόμενες τον κακοποιητή τους γιατί ήξεραν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή και γιατί έμαθαν πως πρέπει να υπομένουν αγόγγυστα τα βάσανά τους. Όταν πλέον άρχισαν να έχουν περισσότερες επιλογές, το αποτέλεσμα ήταν να τις σκοτώνουν, και αυτό βλέπουμε με τόση ένταση τα τελευταία χρόνια.
Δικαιούται η πατριαρχική κοινωνία μας να χύνει κροκοδείλια δάκρυα σε κάθε νέα γυναικοκτονία, όταν η ίδια έχει οπλίσει το χέρι των δραστών με διάφορους τρόπους; Όταν μεγαλώνει τα αγόρια με πρότυπα ματσίλας και τα εκπαιδεύει για το πώς είναι οι σωστοί άντρες και μαθαίνει τα κορίτσια πως πρέπει να είναι πειθήνια και να μη σηκώνουν ανάστημα; Όταν η ίδια έχει εμφυσήσει σε τόσες γενιές την ιδιοκτησιακή αντίληψη για τη γυναίκα; Αυτή η κοινωνία, λοιπόν, δεν έχει το δικαίωμα να μοιρολογεί υποκριτικά με κάθε νέο περιστατικό γυναικοκτονίας, αλλά πρέπει τουλάχιστον να αναλογίζεται τις ευθύνες της και να αναζητά λύσεις στη ρίζα του φαινομένου. Δεν είναι αμέτοχη. Είναι συνένοχη.
Εάν είστε επιζώσα ενδο-οικογενειακής ή άλλου είδους έμφυλης βίας ή αν στο περιβάλλον σας υπάρχει θηλυκότητα που υφίσταται κάτι από τα παραπάνω, τηλεφωνήστε για βοήθεια και συμβουλευτική στην υπηρεσία Εθνικής Εμβέλειας «Γραμμή SOS»: 15900. Μπορείτε επίσης να αποστείλετε mail στο [email protected]