ΕΝΑΣ 20ΧΡΟΝΟΣ ΣΥΡΟΣ που παραμένει ανώνυμος ήταν το τρίτο κατά σειρά θύμα «υπερβάλλοντος ζήλου» των αστυνομικών οργάνων μέσα σε έναν χρόνο μετά τον 18χρονο Ρομά Νίκο Σαμπάνη και τον 16χρονο ομόφυλό του Κώστα Φραγκούλη.
Στις δύο πρώτες περιπτώσεις τα θύματα πυροβολήθηκαν θανάσιμα –και αναίτια, καθώς δεν οπλοφορούσαν καν– στη διάρκεια καταδίωξης, στην τελευταία δεν υπήρχε ούτε αυτή η «δικαιολογία», καθώς ο επίσης άοπλος νεαρός Σύρος εγκατέλειψε, αφού πριν τράκαρε, το κλεμμένο όχημα που οδηγούσε και επιχείρησε να διαφύγει πεζός κάπου κοντά στη Λάρισα.
Ναι, είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης για διακίνηση μεταναστών –από το όλο προφίλ του δεν συνάγεται ότι ήταν κάποιο «μεγάλο ψάρι», ούτε καν μικρομεσαίο, και μιλάμε για μια κατηγορία που φορτώνεται πολύ εύκολα, αλλά ας το παραβλέψουμε–, είχε επίσης συλληφθεί εκ νέου για κλοπή οχήματος και κατοχή ναρκωτικών ουσιών (αδιευκρίνιστο τι και πόσες ήταν αυτές οι ουσίες, καθώς η κατηγορία μπορεί να αφορά ακόμα και ένα τσιγαριλίκι ή τρίμματα κάνναβης, αλλά ας το αφήσουμε κι αυτό), απ' όσο όμως γνωρίζουμε παραβάσεις σαν αυτές όχι, δεν επισύρουν τη θανατική ποινή και μάλιστα άνευ δίκης, χώρια που στην Ελλάδα έχει, υποτίθεται, καταργηθεί δεκαετίες τώρα.
Είναι τουλάχιστον ανησυχητική όχι μόνο η ευκολία με την οποία βγάζουν πια το όπλο τους οι αστυνομικοί –ή, έστω, η ευκολία με την οποία «γλιστράνε» με αποτέλεσμα να εκπυρσοκροτεί διαβολεμένα εύστοχα– αλλά και το γεγονός ότι η πρακτική αυτή επιχειρείται πια να περάσει ως μια ακόμη κανονικότητα.
Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι ήταν και οι τρεις φτωχοδιάβολοι, σκουρόχρωμοι, άρα «εύκολος στόχος», γιατί ποιος θα νοιαστεί για έναν «γύφτο» ή για έναν «λάθρο» – μια περιήγηση στα σόσιαλ αρκεί για να διαπιστώσει κανείς πόσοι συμπολίτες μας όχι μόνο δεν καταδικάζουν αλλά επιχαίρουν κιόλας, ζητώντας ακόμα πιο ασύδοτη αστυνομία και ακόμα περισσότερο αίμα.
Κοινό επίσης χαρακτηριστικό ότι κανείς από τους αυτόκλητους σερίφηδες δεν πρόκειται, όπως όλα δείχνουν, να κάτσει στο σκαμνί. Ο αστυνομικός που «γλίστρησε» με αποτέλεσμα να εκπυρσοκροτήσει «τυχαία» το όπλο του, όπως ανερυθρίαστα δήλωσε, αφέθηκε ήδη ελεύθερος «ώσπου να ολοκληρωθεί η έρευνα», όπως άλλωστε και οι δράστες των άλλων δύο αστυνομικών φονικών. Τουλάχιστον δεν τον επισκέφθηκε, το λίγο που κρατήθηκε, ο νέος υπουργός ΠροΠο να τον συγχαρεί –συγγνώμη, να του συμπαρασταθεί ήθελα να πω–, όπως είχε πράξει ο Θεοδωρικάκος με τους επτά αστυνομικούς που κρατούνταν στη ΓΑΔΑ μετά τη δολοφονία του Νίκου Σαμπάνη, με το κύριο πειστήριο του εγκλήματος, το κλεμμένο αμάξι όπου επέβαινε, να καταλήγει σε dt στην… ανακύκλωση εν αγνοία της ίδιας της ανακρίτριας.
Έσπευσαν, όμως, να τον στηρίξουν οι «Σπαρτιάτες» και μάλλον δεν θα εκπλαγεί κανείς αν η ανανεωμένη, επαυξημένη και με υπολογίσιμη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ακροδεξιά ατζέντα αξιώσει επαναφορά της εσχάτης των ποινών. Ως τότε, όμως, φαίνεται πως έχει αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια αστυνομικών που ζήλεψαν τη δόξα του κόμικ υπερήρωα δικαστή Ντρεντ η κατά βούληση εφαρμογή της.
Δεν είναι, βέβαια, μόνο ελληνικό το φαινόμενο, τέτοιες αστυνομικές δολοφονίες, και μάλιστα πολύ επιλεκτικές όσον αφορά την καταγωγή, το χρώμα και την κοινωνική θέση των θυμάτων τείνουν να γίνουν ρουτίνα όχι μόνο στην Αμερική του Black Lives Matter αλλά και στη «ναυαρχίδα» της πεφωτισμένης Ευρώπης, τη Γαλλία, όπου η πρόσφατη εν ψυχρώ εκτέλεση του 17χρονου Γαλλοαλγερινού Ναέλ, που τόσες ταραχές προκάλεσε, ήταν απλώς η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι το ποσό που συγκεντρώθηκε μετά από ιντερνετική καμπάνια υπέρ του κατηγορούμενου αστυνομικού (πάνω από 1 εκατ. ευρώ) ήταν σχεδόν πενταπλάσιο εκείνου που συγκεντρώθηκε αντίστοιχα για την οικογένεια του θύματος, και κρίνοντας από το περιρρέον κλίμα, κάτι ανάλογο φοβάμαι θα συνέβαινε κι εδώ.
Για να γυρίσουμε όμως στα δικά μας, είναι τουλάχιστον ανησυχητική όχι μόνο η ευκολία με την οποία βγάζουν πια το όπλο τους οι αστυνομικοί –ή έστω η ευκολία με την οποία «γλιστράνε» με αποτέλεσμα να εκπυρσοκροτεί διαβολεμένα εύστοχα– αλλά και το γεγονός ότι η πρακτική αυτή επιχειρείται πια να περάσει σαν μια ακόμη κανονικότητα. Η μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ έκανε απλώς copy/paste την εκδοχή της Ασφάλειας για το τραγικό συμβάν, ενώ υποτονικές υπήρξαν οι αντιδράσεις των περισσότερων πολιτικών χώρων.
Μιλάμε φυσικά για μια δολοφονία με εμφανώς ρατσιστικά κίνητρα – κανείς δεν πιστεύει σοβαρά ότι ο αστυνομικός θα «γλιστρούσε» το ίδιο εύκολα αν ο καταδιωκόμενος έμοιαζε τουλάχιστον εμφανισιακά με «καθαρόαιμο» Έλληνα. Αλλά αλίμονο αν εθιστούμε συλλογικά στις εν ψυχρώ εκτελέσεις υπόπτων και μάλιστα για πλημμεληματικού χαρακτήρα αδικήματα, αλίμονο αν τα δημοκρατικά και ανθρωπιστικά ιδεώδη στα οποία ομνύουμε θαφτούν πίσω από άδειους κάλυκες μαζί με το θεμελιώδες δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη.
Εκτός και περιμένουμε να τύχει στο λάθος μέρος, τη λάθος ώρα και στη «λάθος» εκπυρσοκρότηση ένα «δικό μας» παιδί –αρκούντως λευκό, με ωραίο παρουσιαστικό κι από καθώς πρέπει οικογένεια, όπως ήταν ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος– προκειμένου να αντιδράσουμε. Αλλά τότε θα είναι πολύ αργά, τόσο για το παιδί που θα χαθεί –γιατί σήμερα περισσότερο ίσως από ποτέ, τα νέα παιδιά είναι ο στόχος της αγριότερης καταστολής– όσο και για τις χαμένες κοινωνικές μας ευαισθησίες.