ΜIA MATIA ΣΤΑ ΚΑΝΑΛΙΑ: το θέμα των Τεμπών σταδιακά «κατεβαίνει». Μια ματιά στα sites: παραμένουν οι ειδήσεις περί ευθυνών και βαθμηδόν η κουβέντα ανοίγει σε άλλα προβλήματα μέσων σταθερής τροχιάς. Μια ματιά στο Twitter: το θέμα έχει εξαφανιστεί από τα hot trends, οι πρώτες θέσεις καταλαμβάνονται από εξελίξεις σε realities, τηλεοπτικές σειρές και εκπομπές(!).
Τι συμβαίνει λοιπόν και ούτε είκοσι μέρες μετά το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη απομακρύνεται από τον βασικό κορμό της ειδησεογραφίας, ενώ ο πόνος και το πένθος παραμένουν; Τι είναι αυτό το παράλογο που συμβαίνει κάθε φορά με τις ειδήσεις πρώτης γραμμής και όσο σοβαρές κι αν είναι απομακρύνονται από το οπτικό μας πεδίο και σταδιακά πέφτουν στη λήθη, χωρίς λύσεις και καταμερισμό ευθυνών;
Πώς καταλήγουμε με τον αντίλαλο τέτοιων ιστοριών και πώς ξεχνάμε τον κίνδυνο και τη ζημιά και συνεχίζουμε, κατά το αβάσταχτο κλισέ που θέλει «τη ζωή να συνεχίζεται»; Η εύκολη απάντηση θα ήταν ότι τα «πουλημένα» κανάλια, οι αργυρώνητοι δημοσιογράφοι και οι master της επικοινωνίας επανακαθορίζουν αριστοτεχνικά την ατζέντα. Ότι οι «σκοτεινοί κύκλοι» που μας θέλουν πειθήνιους και κοιμισμένους έκαναν πάλι τη δουλειά τους και σταδιακά «έδιωξαν» από την επικαιρότητα κάτι τόσο εφιαλτικό, όπως και τόσα άλλα που έχουν συμβεί στη μικρή μας χώρα.
Παίζει τον ρόλο του και ο στενός δεσμός με το «πελατειακό κράτος» ως εμπεδωμένη άσκηση επιβίωσης, όταν όλα γύρω μοιάζουν ξεχαρβαλωμένα και χρεοκοπημένα. Έχει να κάνει και με την ακράδαντη πίστη μας στο ότι δεν υπάρχει κράτος δικαίου και πρέπει να ματώσουμε για να το απολαύσουμε ως αγαθό.
Ωστόσο, οι μηχανισμοί λήθης δεν αφορούν μόνο τη σύγχρονη δημοσιογραφία, όποιας ποιότητας κι αν είναι αυτή, όποια κι αν είναι η ατζέντα της. Δεν αφορούν μόνο το «σοκ και δέος» της επόμενης είδησης που θα έρθει να καταπιεί τα προηγούμενα και να χωνέψει τα προ-προηγούμενα. Κυρίως αφορούν την ποιότητα ζωής και τη συλλογική εκπαίδευσή μας στην ευκολία, στην επιφάνεια, στον αφρό.
Παίζει τον ρόλο του και ο στενός δεσμός με το «πελατειακό κράτος» ως εμπεδωμένη άσκηση επιβίωσης, όταν όλα γύρω μοιάζουν ξεχαρβαλωμένα και χρεοκοπημένα. Έχει να κάνει και με την ακράδαντη πίστη μας στο ότι δεν υπάρχει κράτος δικαίου και πρέπει να ματώσουμε για να το απολαύσουμε ως αγαθό.
Στο τέλος της ημέρας, πηδάμε ζεματισμένοι από είδηση σε είδηση. Οι πιο ανθεκτικοί μένουν να παλεύουν μέχρι το τέλος, οι πιο ρεαλιστές μαζεύουν βαλίτσες και αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό. Δεν πιστεύουμε πουθενά, δεν ελπίζουμε σε τίποτα, είμαστε έτοιμοι για το χειρότερο σχεδόν γονιδιακά και ειδικά στην Ελλάδα διαγενεακά. Γι’ αυτό και κουρασμένα και ξέπνοα ηρωοποιούμε τους πιο απίθανους τύπους, χειροκροτάμε το κατ’ ελάχιστα δυνατό σωστό και συνεχίζουμε με ζωές που δεν αντέχουμε.
Σε όλο αυτό δεν υπάρχει κομματικό πρόσημο – είναι η μόνη αλήθεια που γνωρίζουν όσοι δεν διαθέτουν old money και παραδοσιακά είναι περισσότεροι από αυτούς που τα διαθέτουν.
Στο τέλος του μήνα, κάτι άλλο, πιο σοβαρό ή έστω πιο πομπώδες από το προηγούμενο συζητιέται, εξαρθρώνεται σε όλες τις απελπιστικές λεπτομέρειές του και μέχρι να συνέλθουμε από αυτό –συχνά χωρίς καμία όρεξη να αναζητηθεί η ρίζα του κακού– έχουμε περάσει στο άλλο: είναι η φύση της είδησης, είναι και η φύση της ζωής που ζούμε. Δεν υπάρχει χρόνος για προσωπικές υπεραναλύσεις, ψύχραιμη σκέψη και συλλογική δράση: το 8ωρο, 10ωρο, 12ωρο του καθενός δεν επιτρέπει ηρωισμούς και παρεκκλίσεις.
Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά σε κλειστά group για τις εργασιακές συνθήκες που βιώνουν άνθρωποι ηλικίας 18-45 και θα καταλάβει τι σημαίνει αυτό. Και φυσικά υπάρχει και το μπαούλο προσωπικών προβλημάτων που κουβαλά ο καθένας μας – κάθε βράδυ η πόρτα κλείνει και το συλλογικό ξεχνιέται. Έχουμε να διαχειριστούμε τον δικό μας γολγοθά, πολύ διαφορετικό από σπίτι σε σπίτι, το ίδιο αδιάβατο για τον καθένα.
Στο τέλος του χρόνου σερνόμαστε με τρόμους και τύψεις. Χλευάζουμε κάποιους νεότερους και τη «ζωάρα» τους, μια «ζωάρα» που φαίνεται να γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη στο στραπάτσο και τη δυστυχία – είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, είναι η μη αναμενόμενη αντίδραση που εκκινά από τις ίδιες ρίζες. Βγάζουμε το κεφάλι από το βρομόνερο, παίρνουμε κάνα-δυο ανάσες και συνεχίζουμε.
Στο τέλος της 4ετίας –της όποιας 4ετίας– φτάνουμε στις κάλπες σαν σε όνειρο. Από πάνω μας έχουν περάσει του κόσμου οι ταλαιπωρίες και θυμόμαστε να ψηφίσουμε εκδικητικά, χολωμένα, κουρασμένα. Αυτό που πολύ συχνά προκύπτει δεν έχει σχέση ούτε με τα πολιτικά «πιστεύω» μας ούτε με τις επιθυμίες μας ως πολιτών. Ξαναπληρώνουμε, ξαναβουτάμε στα νερά. Είναι ο κύκλος ζωής μας τέτοιος που δεν επιτρέπει το παραπάνω. Κι ακριβώς εκεί χτίζουμε τη συντριβή μας.
Μας δικαιολογούμε; Ρίχνουμε τις ευθύνες αλλού; Στους δημοσιογράφους, στην αλλαγή ατζέντας, στο διάτρητο σύστημα ενημέρωσης; Ναι.
(σ.σ.: Όποιον αρχισυντάκτη κι αν ρωτήσετε, θα σας πει ότι το θέμα ξεφουσκώνει από τη στιγμή που σταματά να το αναζητά ο τηλεθεατής / αναγνώστης / ακροατής. Τη μέρα που η είδηση δεν θα έχει παρά ελάχιστα κλικ, η συζήτηση έχει τελειώσει. Λυπηρό, ολέθριο, αλλά αληθινό).
Αλλάζει κάτι; Όχι. Μια χαρά, συνεχίζουμε. Απλώς, μετά από κάθε εθνική τραγωδία που σταδιακά «κατεβαίνει» από τα ρετιρέ της επικαιρότητας, γίνεται όλο και πιο σαφές ότι ο επόμενος, οπουδήποτε, μπορεί να είμαστε εμείς. Κι αυτό καλή είδηση δεν το λες αλλά είναι μια υπενθύμιση για το πώς σπάει ο κύκλος της φαυλότητας που μας περιλαμβάνει, όσο κι αν θεωρούμε ότι κρατιόμαστε μακριά του.