Η ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ Σταύρου Τσαντέ πάνω στο εμβληματικό «Χρυσοπράσινο φύλλο» του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους του Λεωνίδα Μαλένη, που κυκλοφόρησε τον περασμένο μήνα με τον τίτλο «Χρυσοπράσινο γκλίτερ», προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις και σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως, ειδικά για την επιλογή του τραγουδοποιού να χρησιμοποιήσει αυτή την τόσο φορτισμένη μελωδία με ένα εντελώς άλλο περιεχόμενο στους στίχους.
Το 1964, σε μια ταραγμένη περίοδο για το κυπριακό ζήτημα, ο Μίκης Θεοδωράκης θα συνθέσει τη μουσική για το ντοκιμαντέρ του Χαρίλαου Παπαδόπουλου με τίτλο «Το νησί της Αφροδίτης», με θέμα την ιστορία και τον πολιτισμό της Κύπρου, το οποίο αποτέλεσε την πρώτη έγχρωμη παραγωγή του ΡΙΚ. Το «Χρυσοπράσινο φύλλο», ένα από τα τραγούδια του ντοκιμαντέρ, σε στίχους του Λεωνίδα Μαλένη, θα γίνει μεγάλη επιτυχία με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση και θα συνδεθεί με τους αγώνες της Κύπρου.
Στα τέλη του περασμένου μήνα ανέβηκε στο YouTube η στιχουργική διασκευή του μουσικού Σταύρου Τσαντέ, την οποία ερμηνεύουν στο βιντεοκλίπ του τραγουδιού ο ίδιος, η Νεφέλη Φασούλη, ο Απόστολος Κίτσος, ο Μιχάλης και ο Παντελής Καλογεράκης και η Γωγώ Δελογιάννη. Η σημείωση που συνοδεύει το τραγούδι αναφέρει: «Το χρυσοπράσινο γκλίτερ αιωρείται στην πόλη, μπαίνει σε ρουθούνια και προκαλεί ανάταση ή αλλεργία. Ως αλλεργική αντίδραση, άλλωστε, ορίζεται η παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός αντιδρά εχθρικά απέναντι σε αβλαβείς περιβαλλοντικές ουσίες, ενάντια σε κατά φαντασίαν απειλές· εμφανίζει ομοιότητες με άλλες παρανοϊκές συμπεριφορές όπως ο ρατσισμός, η ομοφοβία, η τρανσφοβία κ.ο.κ.».
Το «Χρυσοπράσινο γκλίτερ» όχι μόνο δεν προσβάλλει κανέναν αλλά κινείται στην ίδια κατεύθυνση, υπερασπιζόμενο τις ίδιες ιδέες, και εν τέλει τιμά την αρχική σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη, έστω και αν αφορά ένα άλλο θέμα, μια άλλη ιστορική περίοδο και μια εντελώς άλλη εποχή.
Το βιντεοκλίπ του τραγουδιού έχει γυριστεί σε παρεΐστικο κλίμα και με αρκετά νοσταλγική διάθεση (όχι τυχαία), σε μια ταράτσα στην Αθήνα με συνοδεία από κιθάρες. Το σκηνικό παραπέμπει σε εικόνες από το παρελθόν, με παρέες που δονούνταν από τραγούδια πολιτικά φορτισμένα στη δεκαετία του ’70. «Το νέο πολιτικό τραγούδι είναι εδώ», ίσως ήθελε να δηλώσει ο Τσαντές; Αν έλειπαν τα λόγια, θα έλεγες πως είναι μια οποιαδήποτε παρέα της Μεταπολίτευσης που τραγουδούσε με συγκίνηση συνθέσεις του Θεοδωράκη, του Λοΐζου ή του Μαρκόπουλου κατά του φασισμού.
Σταύρος Τσαντές - Χρυσοπράσινο γκλίτερ
Μόνο που το γκλίτερ στα μάγουλα των τραγουδιστών και οι στίχοι που βγαίνουν απ’ τα χείλη τους περιγράφουν μια άλλη μορφή του φασισμού, και με όρους και νεολογισμούς του σήμερα:
Γη της πουτανιάς, της πουστιάς
Γη της ορατής αγκαλιάς
Γη της καύλας του λεσβιακού
Της αποδοχής και της αγάπης
Χρυσοπράσινο γκλίτερ φασίστες στα μούτρα σας
Γη των αγοριών με βυζιά
Γη των κοριτσιών με κοιλιά
Γη των σόλο του αυνανισμού
Των διεμφυλικών κι άφυλων όντων
Χρυσοπράσινο γκλίτερ φασίστες στα μούτρα σας
Γη του rainbow καπιταλισμού
Γη του στείρου δικαιωματισμού
Γη της μούγκας, της συνενοχής
Του pinkwashing, της υποκρισίας
Χρυσοπράσινο γκλίτερ φασίστες στα μούτρα σας
Όπως είναι σαφές, πρόκειται για μια επανοικειοποίηση των όρων, με αρκετά σαρκαστική και δηκτική διάθεση, κατά της ομοφοβίας και του ρατσισμού και υπέρ της ορατότητας και της συμπερίληψης. Και όπως ήταν φυσικό, οι αντιδράσεις ήταν έντονες, πολλοί μίλησαν για ασέβεια και βεβήλωση, κυρίως λόγω της επιλογής να συνδεθούν οι επίμαχοι στίχοι με τη γνωστή μελωδία του Μίκη Θεοδωράκη.
Το ερώτημα που τίθεται, γιατί να μην προτιμηθεί να γραφτεί μία νέα μελωδία για να ντύσει τους στίχους, από το να διασκευαστεί ένα τραγούδι με τόσες συνδηλώσεις και τέτοιο φορτίο, ακούγεται εύλογο. Πέρα από το προφανές, ότι η τέχνη οφείλει να είναι και βέβηλη ενίοτε, ακριβώς αυτή η επιλογή είναι που καθιστά ακόμα πιο εύστοχη τη διασκευή και τη νοηματοδοτεί, περιγράφοντας με μεγαλύτερη ευκρίνεια τον στόχο της· πρώτον, αποδομώντας και αποκαθηλώνοντας την όποια ιερότητα και την αύρα του απαραβίαστου που συνοδεύει ένα τέτοιο τραγούδι, και, δεύτερον, δίνοντας τη συνέχεια ακριβώς αυτών των αξιών που προασπίζεται το τραγούδι ή που, τουλάχιστον, ταυτίστηκε μαζί τους στη συλλογική μνήμη.
Στην πραγματικότητα, το «Χρυσοπράσινο γκλίτερ» όχι μόνο δεν προσβάλλει κανέναν αλλά κινείται στην ίδια κατεύθυνση, υπερασπιζόμενο τις ίδιες ιδέες, και εν τέλει τιμά την αρχική σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη, έστω και αν αφορά ένα άλλο θέμα, μια άλλη ιστορική περίοδο και μια εντελώς άλλη εποχή. Αυτόν τον μήνα συμπληρώνονται 50 χρόνια από το στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, που οδήγησε στην τουρκική εισβολή και στην κατοχή της Κύπρου. Ο φασισμός που οδήγησε στη Χούντα των συνταγματαρχών, μετέπειτα στο πραξικόπημα κατά του Μακάριου και τελικά στην τραγική κατάληξη της τουρκικής εισβολής και κατοχής του νησιού, συνεχίζει να επιζεί μέσω ακροδεξιών σταγονιδίων στην Ελλάδα, δεκαετίες μετά.
Επιπρόσθετα, οι διάφορες σκοταδιστικές ομοφοβικές εκφάνσεις του φασισμού είναι αυτές που καταπίεζαν γενιές ολόκληρες και προσπαθούσαν να εξαλείψουν τη διαφορετικότητα. Σήμερα μιλούν με απέχθεια για τη «woke μάστιγα» που φαντασιώνονται πως τους απειλεί, όπως νομίζουν πως τους απειλούν οι διεκδικήσεις για την ισότητα, οι έμφυλες ταυτότητες, το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και τώρα ένα τραγούδι και λίγο γκλίτερ.
Εν τω μεταξύ, και οι ίδιοι οι στίχοι του αρχικού τραγουδιού αυτολεξεί δεν λένε κάτι πολύ διαφορετικό, τηρουμένων των αναλογιών της εποχής: «Γη των κοριτσιών που γελούν/Γη των αγοριών που μεθούν» και «Κύπρος της αγάπης και του ονείρου». Για αγόρια και κορίτσια που εκφράζονται ελεύθερα και για την αγάπη και το όνειρο μιλά και η διασκευή του Τσαντέ.
Η πολεμική διάθεση που διέκριναν πολλοί στο τραγούδι, όσο κι αν λίγη χρυσόσκονη στα μούτρα κάποιου είναι από τα πιο αβλαβή πράγματα που θα μπορούσαν να του συμβούν, δικαιολογείται απόλυτα, αν σκεφτεί κανείς πως παρά το πρόσφατο σημαντικό βήμα της θέσπισης του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών, που ήρθε βέβαια με καθυστέρηση, ασφαλώς δεν άλλαξαν όλα ως διά μαγείας. Πριν από έναν μήνα, ένα 15χρονο αγόρι ξυλοκοπήθηκε άγρια από πατέρα και θείο επειδή αποκάλυψε πως είναι ομοφυλόφιλος. Μόλις πριν από λίγες μέρες, εκδόθηκε από το Εφετείο η απόφαση σε δεύτερο βαθμό για τη δολοφονία του ακτιβιστή Ζακ Κωστόπουλου, μια υπόθεση που μας συντάραξε και υπήρξε ενδεικτική για τη φασίζουσα νοοτροπία όχλου μίας πλευράς της ελληνικής κοινωνίας.
Η ελληνική κοινωνία «όπλισε» τα χέρια του μεσίτη και του κοσμηματοπώλη, με το μίσος που υπέθαλψε διαχρονικά για καθετί το διαφορετικό. Η ελληνική κοινωνία είναι αυτή που χλεύαζε για χρόνια «την αδερφή του χωριού», το θηλυπρεπές αγόρι στο σχολείο που προσπαθούσε μάταια να κρυφτεί και να αποφύγει την κακοποίηση. Η ελληνική κοινωνία ασκούσε bullying που τραυμάτισε για πάντα πολλές γενιές, η τρανσφοβική ελληνική κοινωνία εξώθησε στο περιθώριο και δεν άφησε πολλές επιλογές στα άτομα σε φυλομετάβαση, η ελληνική κοινωνία σκότωσε τον Βαγγέλη Γιακουμάκη, η ελληνική κοινωνία μισούσε τη Δήμητρα της Λέσβου και την οδήγησε στην εγκατάλειψη και στον θάνατο.
Μόνο που η ελληνική κοινωνία δεν είναι μια απρόσωπη μάζα, ούτε μια αόρατη απειλητική αρχή, όπως στα μυθιστορήματα του Κάφκα, είναι άνθρωποι με ονοματεπώνυμο, άνθρωποι δίπλα μας, άνθρωποι που συναντάμε στον δρόμο, άνθρωποι που επιδοκίμασαν τη δολοφονία του Ζακ, που κάθε φορά σε κάθε τέτοια νέα ειδεχθή ιστορία θα βρίσκουν ελαφρυντικά.
Η ελληνική κοινωνία αποτελείται και από όσους μπορεί να μην ξερνούν μεν μίσος και να μην εκφράζονται απαξιωτικά, αλλά αρνούνται το δικαίωμα στη ζωή και την ταυτότητα κάποιων συνανθρώπων με πιο υπόγειους τρόπους και νιώθουν «αλλεργία» κάθε φορά που θα ακούσουν και την παραμικρή υπόνοια για όλα αυτά. Και τη «γη των παλικαριών και της αγάπης», «της αγκαλιάς, της χαράς» του «Χρυσοπράσινου φύλλου» την παραχωρούν μόνο υπό όρους και όχι για όλους.