ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΕ ΝΑ ΜΠΕΙ η νέα χρονιά και άρχισαν πάλι οι υποθέσεις για το πότε θα γίνουν εκλογές. Αυτήν τη φορά ενισχυμένες με νέα σενάρια για κυβερνήσεις συνεργασίας, τα οποία κυκλοφόρησαν μέσα στις γιορτές ως πολιτικό κουτσομπολιό και συνέχισαν να αναπαράγονται ως πολιτικές αναλύσεις. Ο πρωθυπουργός, ωστόσο, για άλλη μια φορά επιμένει ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας και εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα είναι πλέον πολύ πιο πειστικός από πριν.
Από τη στιγμή που δεν πόνταρε στις πρόωρες εκλογές ‒αν ήθελε να κάψει την απλή αναλογική‒ μέχρι τις αρχές του 2020, που η κυβέρνηση είχε υψηλή δημοτικότητα και έμοιαζε να μην απειλείται από κανέναν, ή, έστω, στο τέλος της πρώτης φάσης της πανδημίας, που ο κόσμος ήταν ακόμα πιο αισιόδοξος, γιατί να το κάνει τώρα, που έχει αρχίσει η κυβερνητική φθορά, οι πολίτες είναι κουρασμένοι και απογοητευμένοι και στη σκηνή έχει ανέβει άλλος ένας υπολογίσιμος αντίπαλος που θα δυσκολέψει κι άλλο μια ήδη δύσκολη κατάσταση;
Όσο περνάει ο καιρός τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται, αλλά ο πρωθυπουργός ελπίζει ότι θα τα ελέγξει με την υποχώρηση της πανδημίας, όταν αυτή συμβεί. Ο τελευταίος ανασχηματισμός δεν ωφέλησε την κυβέρνηση, αλλά τουλάχιστον στο Μέγαρο Μαξίμου είναι ικανοποιημένοι από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, καθώς, μετά από αρκετούς πειραματισμούς και αποτυχίες, εκτιμούν ότι βρήκαν το κατάλληλο πρόσωπο.
Εκτός από την πανδημία, για την οποία η κυβέρνηση προτιμά το πιο αισιόδοξο σενάριο, υπάρχει και το σοβαρό πρόβλημα της ακρίβειας που έχει δυσκολέψει τη ζωή των μεσαίων και χαμηλότερων οικονομικών στρωμάτων. Αν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να το ελέγξει σύντομα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έχει πολιτικό κόστος από αυτό, όπως έχουν πάντα τα οικονομικά θέματα και οτιδήποτε υποβαθμίζει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων.
Η πανδημία εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα για την κυβέρνηση. Η χώρα ζει την έξαρση της παραλλαγής Όμικρον, χωρίς να έχει «ξεφορτωθεί» ακόμα τη Δέλτα. Μπήκαμε στον κανονικό χειμώνα με τις ΜΕΘ γεμάτες και το δημόσιο σύστημα υγείας υπερφορτωμένο από το φθινόπωρο, κάτι που καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνη την επόμενη περίοδο. Αισιοδοξία δικαιολογημένη για την ώρα δεν υπάρχει.
Κάποιοι επιστήμονες εκτιμούν ότι μετά την Όμικρον η πανδημία θα υποχωρήσει, άλλοι επισημαίνουν ότι μπορεί να εμφανιστεί νέα παραλλαγή και κανένας δεν στοιχηματίζει ότι, αν υπάρξει, θα είναι ακίνδυνη. Παρά τις διαφορετικές εκτιμήσεις μεταξύ επιστημόνων για την εξέλιξη της πανδημίας, σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι δύο χρόνια μετά η βασική πρόβλεψη είναι ότι ο SARS-CoV-2 θα είναι εδώ για πολύ καιρό ακόμα και κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει.
Ένας από τους πιο αισιόδοξους, ο Κρίστοφερ Μιούρεϊ, τον οποίο κάποιοι παρουσιάζουν ως «γκουρού των προβλέψεων» για την πανδημία, την περασμένη εβδομάδα συνομίλησε με τον πρωθυπουργό, που, σύμφωνα με πληροφορίες, ζήτησε τις συμβουλές και τις προβλέψεις του. Τα λόγια του προφανώς ακούστηκαν πολύ πιο ευχάριστα και ανακουφιστικά στο Μαξίμου από τις προειδοποιήσεις του «καταστροφολόγου» Σωτήρη Τσιόδρα, αφού ο Μιούρεϊ υποστηρίζει ότι η πανδημία θα τελειώσει όταν υποχωρήσει η Όμικρον. Στη συνέντευξη που έδωσε στην «Καθημερινή» είπε και κάτι άλλο βέβαια, όπως «Μην κοιτάζετε κρούσματα, αλλά νοσηλείες και ΜΕΘ» και εκεί η εικόνα για την Ελλάδα δεν είναι καθόλου καλή.
Εκτός από την πανδημία, για την οποία η κυβέρνηση προτιμά το πιο αισιόδοξο σενάριο, υπάρχει και το σοβαρό πρόβλημα της ακρίβειας που έχει δυσκολέψει τη ζωή των μεσαίων και χαμηλότερων οικονομικών στρωμάτων. Αν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να το ελέγξει σύντομα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έχει πολιτικό κόστος από αυτό, όπως έχουν πάντα τα οικονομικά θέματα και οτιδήποτε υποβαθμίζει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων.
Κι αν οι αισιόδοξες προβλέψεις για την πανδημία λένε ότι θα υποχωρήσει σε δυο-τρεις μήνες, στο θέμα των ανατιμήσεων οι πιο αισιόδοξοι προβλέπουν ότι αυτές θα συνεχιστούν όλο το επόμενο εξάμηνο, ενδεχομένως και όλον τον χρόνο. Οπότε, για ποιες εκλογές μιλάμε, όταν το περίφημο «καλάθι» αδειάζει;
Η ανοδική πορεία του νέου ΚΙΝ.ΑΛ./ΠΑΣΟΚ, υπό την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη, που αποτυπώθηκε και στις δημοσκοπήσεις, το καθιστούν πλέον έναν υπολογίσιμο αντίπαλο. Το επιτελείο του πρωθυπουργού βλέπει τώρα ότι και η Νέα Δημοκρατία έχει λόγους να ανησυχεί, παρότι εξακολουθεί να παρουσιάζει την άνοδο του ΚΙΝ.ΑΛ. ως πρόβλημα μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ. Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν το πιστεύουν πια, αλλά δεν ήταν και προετοιμασμένοι γι’ αυτή την εξέλιξη.
Τώρα αναγκάζονται να αναπροσαρμόσουν την τακτική τους για να στρέψουν τα βέλη και προς το ΚΙΝ.ΑΛ. Η αντιπολίτευση του Νίκου Ανδρουλάκη όμως τους έχει μπλοκάρει κάπως, καθώς για αρκετά χρόνια είχαν προσαρμοστεί να απαντούν στην υψηλών τόνων και εντελώς διαφορετικού ύφους κριτική του ΣΥΡΙΖΑ. Το ΚΙΝ.ΑΛ. τώρα ασκεί κριτική από μια σοσιαλδημοκρατική σκοπιά και αυτό τους δημιουργεί πρόβλημα απέναντι σε ένα κοινό που διεκδικούσαν και το οποίο δεν είχε εναλλακτική όσο η άλλη επιλογή εξουσίας ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αν η ανοδική πορεία του ΚΙΝ.ΑΛ. δεν αντιστραφεί και η κυβέρνηση δεν βάλει τέλος στην πορεία της φθοράς που έχει ξεκινήσει, η αυτοδυναμία στις εκλογές, ακόμα και σε πιθανές δεύτερες, χωρίς απλή αναλογική, δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Τώρα που το διαπιστώνουν στη Νέα Δημοκρατία, κάποιοι προτιμούν να παραμείνει κυρίαρχος στην κεντροαριστερά ο Αλέξης Τσίπρας, κυρίως επειδή η αντιπαράθεση μαζί του είναι πιο βολική για πολλούς λόγους.
Τα σενάρια που κυκλοφόρησαν στις γιορτές και οι πολιτικοί (κυρίως κομμάτων της αντιπολίτευσης) που τα διακινούσαν ισχυρίζονταν ότι προέρχονται από επιχειρηματικούς κύκλους και αφορούν δύο (σεναριακές πάντα) κυβερνήσεις συνεργασίας. Ο ένας υποθετικός συνδυασμός είναι Νέα Δημοκρατία με τον ΣΥΡΙΖΑ και πρωθυπουργό κάποιον «τεχνοκράτη των Βρυξελλών». Ο άλλος υποθετικός συνδυασμός είναι η Νέα Δημοκρατία με το ΚΙΝ.ΑΛ. και πρωθυπουργό γνωστό τραπεζίτη. Καμία διεργασία δεν υπάρχει για όλα αυτά μεταξύ των κομμάτων, κάποιοι όμως επιμένουν να διακινούν τέτοια σενάρια για τους δικούς τους λόγους.
Στον ΣΥΡΙΖΑ το κλίμα είναι γεμάτο ένταση τελευταία και λόγω της αθέατης κόντρας μεταξύ προεδρικών και κομματικών αλλά και λόγω της χρεοκοπίας της κομματικής εφημερίδας «Αυγή», που κατά κάποιον τρόπο είναι κι αυτή μέρος της ίδιας διαμάχης.
Ούτε στον ΣΥΡΙΖΑ περίμεναν την ανοδική πορεία που εμφανίζει το ΚΙΝ.ΑΛ. και είναι εύλογο να ανησυχούν. Για τον Αλέξη Τσίπρα και τους προεδρικούς αυτή είναι μια αφορμή για περισσότερη «πασοκοποίηση», αλλά για τους κομματικούς είναι λόγος επιστροφής στις ρίζες και με χαρά θα έβλεπαν να καταλαμβάνει άλλος το κέντρο για να αναγκαστούν να πάνε πιο αριστερά.
Ο σχεδιασμός του Αλέξη Τσίπρα με ορίζοντα τις επόμενες εκλογές, που ξέρει ότι δεν θα κερδίσει, είναι να μειώσει τη διαφορά με τη Νέα Δημοκρατία. Αν το πετύχει, που δεν είναι δύσκολο, αφού κάθε κόμμα που κυβερνά έχει φθορά πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, θα το εμφανίσει ως «νίκη», «αντιστροφή» και πορεία προς την εξουσία ξανά.
Οι κομματικοί, από την άλλη πλευρά, βρίσκονται απέναντί του και δεν επιθυμούν με κανέναν τρόπο τη στροφή στο κέντρο που επιδιώκουν οι προεδρικοί. Δεν είναι έτοιμοι όμως να αμφισβητήσουν ευθέως τον Αλέξη Τσίπρα, αντιπαραθέτοντας κάποιον άλλον απέναντί του για να διεκδικήσει την ηγεσία. Έτσι, οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι, γνωρίζοντας κι αυτοί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές, δεν σκοπεύουν να ξοδέψουν ιδιαίτερες δυνάμεις για να μειωθεί η διαφορά.
Προτιμούν έναν λιγότερο ισχυρό αρχηγό και ένα ισχυρότερο κόμμα. Φυσικά, αυτό ο Τσίπρας το γνωρίζει καλά, γι’ αυτό και έχει κάνει τις κινήσεις του. Ούτε η παλαιότερη υποβάθμιση του Ευκλείδη Τσακαλώτου ήταν τυχαία ούτε η πρόσφατη διαγραφή του Παναγιώτη Κουρουμπλή, όσο ασύνδετη κι αν μοιάζει αυτή, καθώς ο λόγος της «θυσίας» του ήταν περισσότερο ο παραδειγματισμός παρά μια φράση που είπε, η οποία δεν ενόχλησε πραγματικά κανέναν στον ΣΥΡΙΖΑ. Το μήνυμα ήταν ότι οποιοσδήποτε μπορεί να βρεθεί εκτός και ο Κουρουμπλής ήταν ιδανικός για Ιφιγένεια, αφού τελευταία ήταν εκτός των ισχυρών ομάδων και είχε ξεμείνει από συμμάχους.
Η χρεοκοπία της «Αυγής» και οι νέες διενέξεις σχετικά με τους χειρισμούς των κομματικών ΜΜΕ στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν κάνει το κλίμα ακόμα πιο βαρύ. Οι κομματικοί υπερασπίζονται την ιστορική εφημερίδα και κατηγορούν την ηγεσία ότι την εγκατέλειψε στην τύχη της, την ώρα που στηρίζει άλλα μέσα και σάιτ. Η ηγεσία τελευταία έβλεπε την εφημερίδα του κόμματος ως βαρίδι, σαν μια μαύρη τρύπα που καταπίνει πόρους, χωρίς να κερδίζουν κάτι πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του. Το ρήγμα μπορεί να μην είναι ορατό σε όσους είναι εκτός, αλλά η διάσταση μεταξύ κομματικών και προεδρικών υπογείως μεγαλώνει και γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι και οι στόχοι τους είναι διαφορετικοί.
Προβληματισμό στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προκαλούν και όσα λέει τελευταία ο ‒μέχρι πριν από λίγο καιρό τουλάχιστον‒ άτυπος σύμβουλος του Αλέξη Τσίπρα και παλιός επικοινωνιολόγος της Νέας Δημοκρατίας, Γιάννης Λούλης. Το άρθρο του «The new kid in town» στην «Εφημερίδα των Συντακτών» παρουσίασε με πολύ θετικό τρόπο τον Νίκο Ανδρουλάκη ως το νέο στην πολιτική, υποστήριξε ότι η κυβέρνηση έχει φθορά, αλλά όχι καταστροφική μέχρι στιγμής και για τον Αλέξη Τσίπρα είπε ότι τον κατάπιε το κόμμα του κι αυτό ήταν ο απόλυτος αυτοχειριασμός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει αρχίσει να τοποθετείται διακριτά και με σαφήνεια, συχνά παραβλέποντας το πολιτικό κόστος, όπως με την πρότασή του για την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού στις μεγαλύτερες ηλικίες και κάποιους κλάδους, επιδιώκοντας να κάνει τη διαφορά και αποφεύγοντας τον ετεροπροσδιορισμό. Δήλωσε ότι ο στόχος είναι στις επόμενες εκλογές να υπάρχει σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση (και όχι κάποια προοδευτική ή μεταρρυθμιστική, που θα έκλεινε το μάτι στον ΣΥΡΙΖΑ ή τη Νέα Δημοκρατία).
Το γεγονός ότι μέχρι πριν από λίγο καιρό δεν υπολόγιζαν την άνοδό του αιφνιδίασε τα δύο κόμματα, που άργησαν να χαράξουν τη στρατηγική τους απέναντί του. Από δω και πέρα όμως όλα θα είναι πιο δύσκολα για τον Νίκο Ανδρουλάκη, καθώς πλέον και ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας τον βλέπουν ως απειλή. Το 2022, ωστόσο, το μεγάλο πολιτικό παιχνίδι ξεκινάει για τρεις.