ΤΟ 2015 ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ που συζητιέται σχεδόν δέκα χρόνια τώρα, σαν να κυκλοφόρησε χθες. Το «Λίγη ζωή» της Hanya Yanaghihara ξεκινά μάλλον αθώα, μιλώντας για τέσσερις φίλους που αποφοιτούν από το πανεπιστήμιο και προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους, όντες νέοι και χωρίς πολλά λεφτά, στη Νέα Υόρκη.
Μοιάζει με ιστορία ενηλικίωσης, αλλά μόνο αυτό δεν είναι: στην καρδιά του βιβλίου βρίσκεται η τραυματική, πέρα από κάθε φαντασία, παιδική ηλικία του Jude. Mέσα από τα flashbacks του ήρωα ζούμε μια ανατριχιαστικά περιγραφική ιστορία παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης από μια σειρά άντρων που, αντί να τον φροντίζουν, τον βίαζαν και τον βασάνιζαν – ένας καλόγερος που τον εξέδιδε, μια ιστορία αυτοτραυματισμού και φρικιαστικής ψυχολογικής βίας.
Διαβάζοντάς το, ένιωσα πως διαβάζω κάτι σαν πορνό μιζέριας και κακοποίησης, ένα κρεσέντο άρρωστων λεπτομερειών, σχεδιασμένων να κάνουν τον αναγνώστη να κλάψει ή να φρίξει, ή και τα δυο μαζί.
Το βιβλίο πήρε εξαιρετικές κριτικές, έγινε μπεστ-σέλερ παγκοσμίως και συνεχίζει να συζητιέται μέσω του ΤikΤok και των social media. Σε αυτό βοήθησε και η πολυαναμενόμενη θεατρική διασκευή του έργου στο West End με τον James Norton στον ρόλο του Luke, σε σκηνοθεσία του Ivo van Hove. To έργο είχε διάρκεια τρεις ώρες και σαράντα λεπτά. Η κριτική της «Guardian» είχε τίτλο: «Τέσσερις ώρες βαρβαρότητας και μιζέριας – για ποιον λόγο;». Η κριτική των «New York Times», «How much is too much?».
Οι συνέπειες αυτής της μακροχρόνιας κιτρινίλας είναι ήδη ορατές γύρω μας, και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν διαφαίνεται και καμία πιθανότητα αλλαγής σύντομα. Το ΜeΤoo και το «νέο κύμα φεμινισμού» δεν πλησίασαν, φαίνεται, ακόμα την ελληνική τηλεόραση.
Αυτή είναι μια ερώτηση που γίνεται όλο και πιο πιεστική σε μια εποχή που η σεξουαλική κακοποίηση μοιάζει να είναι παντού ή έστω να δημοσιοποιείται και να συζητιέται. Πώς γράφουμε ή μιλάμε για τη σεξουαλική βία ή, μάλλον, πόσες λεπτομέρειες αρκούν; Πώς «καταναλώνουμε» τη σεξουαλική βία σε μια εποχή που ο οποιοσδήποτε μπορεί να μεταδώσει ζωντανά έναν βιασμό από ένα κινητό ή να τον κάνει upload στο youporn, και που το πορνό είναι παντού και πιο βίαιο από ποτέ;
Από τη μια είναι σημαντικό να αφήσεις τη φρίκη να φανεί σε όλη της τη διάσταση: ο κόσμος όλος παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τη δίκη Πελικό, την υπόθεση της 71χρονης μητέρας και γιαγιάς από ένα μικρό χωριό της Γαλλίας που ανακάλυψε τυχαία ότι για πάνω από δέκα χρόνια ο σύζυγός της τη νάρκωνε και καλούσε άντρες να τη βιάζουν αναίσθητη. Είναι πραγματικά τρομακτικό το πώς οι 51 κατηγορούμενοι ισχυρίζονται πως νόμιζαν ότι «κοιμάται» ή «πως ήταν ένα παιχνίδι που έπαιζε με τον άντρα της». Διαβάζουμε για τα προφίλ των βιαστών, τα επαγγελματά τους και την ηλικία τους: πενήντα ένας άντρες, ανάμεσά τους πολιτικοί μηχανικοί, συνταξιούχοι, εργάτες, οδηγοί νταλίκας, ένας δημοσιογράφος, από 26 εως 71 ετών, κάποιοι με παιδιά και εγγόνια. \
Αυτό όμως που ξεχωρίζει είναι η επιμονή της Πελικό να παίξουν τα βίντεο των βιασμών της στο δικαστήριο για να «αλλάξει πλευρά η ντροπή», όπως είπε. «Νιώθω σαν να δικάζομαι εγώ», δήλωσε. Η Πελικό ήθελε να βγουν όλες οι λεπτομέρειες της περιπέτειάς της στη φόρα. Ήταν επιλογή της, θεωρώντας πως μόνο έτσι θα δικαιωθεί.
Στον αντίποδα της δίκης Πελικό βρίσκεται η εγχώρια «δημοσιογραφική» και όχι μόνο αντιμετώπιση των σεξουαλικών εγκλημάτων στη χώρα μας είτε αφορούν ενήλικες είτε παιδιά. Εδώ δεν υπάρχει καμία απολύτως επιλογή. Το θύμα συνήθως φωτογραφίζεται παρά τη θέλησή του, διασύρεται, και οι πράξεις βίας αναλύονται με κάθε λεπτομέρεια ξανά και ξανά, ακόμα και όταν αφορούν παιδιά, όπως έγινε στην περίπτωση της 12χρονης στον Κολωνό, στο όνομα της «ενημέρωσης».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, όλο αυτό είναι απλώς ένα πορνό τρόμου και κλειδαρότρυπας. Το αποτέλεσμα είναι μια τρομακτική εξοικείωση με τη σεξουαλική κακοποίηση που σερβίρεται από τα ελληνικά ΜΜΕ ως ένα ακόμα προϊόν προς καθημερινή κατανάλωση. Οι συνέπειες αυτής της μακροχρόνιας κιτρινίλας είναι ήδη ορατές γύρω μας, και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν διαφαίνεται και καμία πιθανότητα αλλαγής σύντομα. Το ΜeΤoo και το «νέο κύμα φεμινισμού» δεν πλησίασαν, φαίνεται, ακόμα την ελληνική τηλεόραση.